ΣΑΛΜΑ
(Σαλμά).
1. Απόγονος του Ιούδα και πρόγονος του Δαβίδ. (1Χρ 2:3-5, 9-15) Ονομάζεται και Σαλμών.—Ρθ 4:12, 18-22· Λου 3:32· βλέπε ΣΑΛΜΩΝ.
2. Προπάτορας εκείνων που εγκαταστάθηκαν σε τοποθεσίες όπως η Βηθλεέμ, η Νετωφά και η Ατρώθ-βαιθ-ιωάβ. (1Χρ 2:51, 54) Ο Σαλμά ήταν γιος του Χουρ και αναφέρεται μεταξύ των απογόνων του Χάλεβ στη γενεαλογία του Ιούδα.—1Χρ 2:4, 5, 9, 18, 19, 50, 51.