ΣΕΛΟΜΩΘ
(Σελομώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «ειρήνη»].
1. Κεφαλή ενός πατρικού οίκου μεταξύ των απογόνων του Γηρσών, γιου του Λευί.—1Χρ 23:6, 7, 9.
2. Κααθίτης Λευίτης από την οικογένεια του Ισαάρ, γνωστός και ως Σελομίθ.—1Χρ 23:12, 18· 24:22.
3. Λευίτης απόγονος του Μωυσή μέσω του Ελιέζερ του γιου του. Ο Δαβίδ κατέστησε τον Σελομώθ και τους αδελφούς του υπεύθυνους για τους θησαυρούς των καθαγιασμένων πραγμάτων, στα οποία περιλαμβάνονταν και τα καθαγιασμένα λάφυρα από τους πολέμους των Ισραηλιτών. (1Χρ 26:25-28) Ονομαζόταν και Σελομίθ.