ΣΕΜΟΥΗΛ
(Σεμουήλ) [Όνομα του Θεού].
Το ίδιο εβραϊκό όνομα μεταφράζεται και «Σαμουήλ».
1. Κεφαλή προπατορικού οίκου. Γιος ή απόγονος του Θωλά, γιου του Ισσάχαρ.—1Χρ 7:1, 2.
2. Εκπρόσωπος της φυλής του Συμεών στην ομάδα που διορίστηκε να μοιράσει την Υποσχεμένη Γη στις φυλές. Γιος του Αμμιούδ.—Αρ 34:17, 18, 20.