ΘΩΛΑ
(Θωλά) [Πορφύρα].
1. Ο πρώτος κατονομαζόμενος γιος του Ισσάχαρ ο οποίος κατέβηκε μαζί με το σπιτικό του Ιακώβ στην Αίγυπτο το 1728 Π.Κ.Χ. (Γε 46:8, 13) Οι γιοι του Θωλά και μερικοί εγγονοί του ίδρυσαν πολυπληθείς πατριές της φυλής του Ισσάχαρ, γνωστές με τη συλλογική ονομασία Θωλαΐτες.—Αρ 26:23· 1Χρ 7:1-4.
2. Κριτής του Ισραήλ, γιος του Φουά. Ο Θωλά ήταν απόγονος του Ισσάχαρ, αλλά έζησε και θάφτηκε στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ. Δεν είναι καταγραμμένο κανένα περιστατικό από την 23χρονη περίοδο κατά την οποία υπηρέτησε ως κριτής.—Κρ 10:1, 2.