ΣΙΒΑ
(Σιβά) [Όρκος· ή, Εφτά].
Πηγάδι το οποίο έσκαψαν, ή ξαναέσκαψαν, οι υπηρέτες του Ισαάκ στη Βηρ-σαβεέ. (Γε 26:32, 33· παράβαλε 26:18.) Οι υπηρέτες ανέφεραν ότι βρήκαν νερό σε εκείνο το πηγάδι μετά τη σύναψη μιας διαθήκης ειρήνης με τον Αβιμέλεχ, το βασιλιά των Γεράρων. Γι’ αυτό και ο Ισαάκ ονόμασε το πηγάδι «Σιβά» (όνομα που παραπέμπει σε όρκο ή σε ένορκη δήλωση βάσει εφτά πραγμάτων). (Γε 26:26-33) Ο Αβραάμ είχε συνάψει και αυτός διαθήκη με τον Αβιμέλεχ (είτε με τον ίδιο Φιλισταίο βασιλιά είτε με κάποιον συνονόματο ή ομότιτλό του). Σε εκείνη την περίπτωση ο Αβιμέλεχ δέχτηκε να πάρει από τον πατριάρχη Αβραάμ εφτά θηλυκά αρνιά ως επιβεβαίωση του ότι ο Αβραάμ ήταν ο ιδιοκτήτης ενός διαμφισβητούμενου πηγαδιού, ίσως του ίδιου που ο Ισαάκ ονόμασε αργότερα «Σιβά». Χρησιμοποιώντας το όνομα «Σιβά» (μια άλλη μορφή του ονόματος «Σαβεέ»), ο Ισαάκ φαίνεται ότι διατήρησε επίσης την ονομασία «Βηρ-σαβεέ» την οποία είχε δώσει αρχικά σε εκείνο το μέρος ο Αβραάμ.—Γε 21:22-32· βλέπε ΒΗΡ-ΣΑΒΕΕ.