ΣΙΜΡΩΝ
(Σιμρών).
1. [Βάτο]. Γιος του Ισσάχαρ. (Γε 46:13· 1Χρ 7:1) Ήταν ένας από “τους γιους του Ισραήλ που ήρθαν στην Αίγυπτο”. Οι απόγονοί του, οι Σιμρωνίτες, αποτέλεσαν μια από τις οικογένειες του Ισσάχαρ.—Γε 46:8· Αρ 26:23, 24.
2. [Από μια ρίζα που σημαίνει «φυλάω»]. Πόλη, ο βασιλιάς της οποίας συμμετείχε στο συνασπισμό των βόρειων Χαναναίων τον οποίο νίκησε ο Ιησούς του Ναυή στα νερά της Μερώμ. (Ιη 11:1, 5, 8· 12:20· βλέπε ΣΙΜΡΩΝ-ΜΕΡΩΝ.) Η Σιμρών περιλήφθηκε στη φυλετική κληρονομιά του Ζαβουλών. (Ιη 19:10, 15) Ταυτίζεται με το Χίρμπετ Σαμουνίγιε (Τελ Σιμρόν), περίπου 8 χλμ. Δ της Ναζαρέτ.