ΛΑΒΙΔΑ
Χρυσό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τα λυχνάρια που υπήρχαν πάνω στα κλαδιά του λυχνοστάτη ή των λυχνοστατών στη σκηνή της μαρτυρίας του Ισραήλ και στο ναό αντίστοιχα. (Εξ 25:37, 38· 37:23· Αρ 4:9· 1Βα 7:48, 49· 2Χρ 4:19-21) Οι λαβίδες ορίζονται από την εβραϊκή λέξη μελκαχάγιμ, η οποία βρίσκεται στο δυϊκό αριθμό και είναι παράγωγο μιας ρίζας που σημαίνει «παίρνω». Ο δυϊκός αριθμός υποδηλώνει ένα εργαλείο που ενδεχομένως αποτελούνταν από δύο μέρη. Ανάλογα, στο εδάφιο Ησαΐας 6:6 η λέξη μελκαχάγιμ υποδηλώνει τη «λαβίδα» με την οποία ένα σεραφείμ έβγαλε από το θυσιαστήριο ένα πυρωμένο κάρβουνο.
Υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στις «λαβίδες» του λυχνοστάτη και στα «λυχνοψάλιδα» που χρησιμοποιούνταν στο ναό. (1Βα 7:49, 50· 2Χρ 4:21, 22) Αν και δεν έχουμε περιγραφή αυτών των εργαλείων στις Γραφές, οι λαβίδες πιθανόν να χρησιμοποιούνταν για να πιάνουν το καμένο φιτίλι των λυχναριών, ενώ τα λυχνοψάλιδα χρησιμοποιούνταν για να το ξακρίζουν. Στη σκηνή της μαρτυρίας, αυτά τα ξακρίσματα, που τα έπιαναν με τις λαβίδες, τα απέθεταν σε πυροδοχεία, σκεύη στα οποία προφανώς τα φύλαγαν μέχρι να τα πετάξουν.—Εξ 37:23.