ΣΤΑΚΤΗ
(στακτή).
Οι σταγόνες στακτής (εβρ., νατάφ) ήταν ένα από τα συστατικά του θυμιάματος που είχε αποκλειστικά ιερή χρήση. (Εξ 30:34) Το συγγενικό ρήμα σημαίνει «σταλάζω». (Κρ 5:4) Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα απέδωσε αυτή τη λέξη ως στακτή, δηλαδή «λάδι σμύρνας», ένα παράγωγο του ρήματος στάζω. Οι εβραϊκές και οι ελληνικές λέξεις, λοιπόν, υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για βάλσαμο που στάζει από ρητινοφόρα δέντρα. Η λατινική Βουλγάτα χρησιμοποίησε αντίστοιχα τη λέξη stacte.
Το συγκεκριμένο δέντρο από το οποίο έπαιρναν τη στακτή δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Μεταξύ των φυτών που έχουν προταθεί είναι η υγράμβαρις η ανατολική (Liquidambar orientalis) και ο μαστιχοφόρος σχίνος (πιστακία η λεντίσκος [Pistacia lentiscus]).