ΤΑΒΕΗΛ
(Ταβεήλ) [Αγαθός Είναι ο Θεός].
1. Πατέρας κάποιου ανθρώπου τον οποίο οι βασιλιάδες του Ισραήλ και της Συρίας σκόπευαν να τοποθετήσουν στο θρόνο της Ιερουσαλήμ, σε περίπτωση που καταλάμβαναν την πρωτεύουσα του Ιούδα. Το όνομα του γιου δεν γίνεται γνωστό. Το περιστατικό συνέβη κατά την περίοδο που οι βασιλείες του Άχαζ και του Φεκά συνέπεσαν χρονικά (μεταξύ περίπου του 762 και του 759 Π.Κ.Χ.).—Ησ 7:5, 6.
2. Άτομο που έγραψε μαζί με άλλους μια επιστολή στην αραμαϊκή προς τον Πέρση Βασιλιά Αρταξέρξη, με την οποία αυτοί καταφέρονταν εναντίον του έργου ανοικοδόμησης των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ και η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της ανοικοδόμησης του ναού.—Εσδ 4:7, 24.