ΤΑΜΜΟΥΖ, 1
(Ταμμούζ).
Θεότητα για την οποία έκλαιγαν οι αποστάτιδες Εβραίες στην Ιερουσαλήμ, όπως είδε σε όραμα ο προφήτης Ιεζεκιήλ το έκτο έτος της εξορίας του (612 Π.Κ.Χ.).—Ιεζ 8:1, 3, 14.
Στα σουμεριακά κείμενα ο Ταμμούζ αποκαλείται Ντουμούζι και προσδιορίζεται ως ο σύζυγος ή εραστής της θεάς της γονιμότητας Ινανά (της βαβυλωνιακής Ιστάρ). Σύμφωνα με μια άποψη, ο Ταμμούζ ήταν αρχικά βασιλιάς ο οποίος θεοποιήθηκε μετά το θάνατό του. Σουμεριακά κείμενα που πιστεύεται ότι χρονολογούνται από το 18ο αιώνα Π.Κ.Χ. δείχνουν ότι οι βασιλιάδες του Σουμέρ ταυτίζονταν με τον Ντουμούζι.
Αναφορικά με την ταυτότητα του Ταμμούζ, η Ντ. Βολκστάιν και ο Σ. Ν. Κράμερ έκαναν την εξής παρατήρηση: «Υπήρχαν αρκετοί “θνήσκοντες θεοί” στο αρχαίο Σουμέρ, αλλά ο πιο γνωστός είναι ο Ντουμούζι, ο βιβλικός Ταμμούζ, για τον οποίο οι γυναίκες της Ιερουσαλήμ πενθούσαν ακόμη και μέχρι τις ημέρες του προφήτη Ιεζεκιήλ. Αρχικά, ο θεός Ντουμούζι ήταν θνητός Σουμέριος άρχοντας, του οποίου η ζωή και ο θάνατος είχαν προξενήσει βαθιά εντύπωση στους Σουμέριους στοχαστές και μυθογράφους». (Ινανά, Βασίλισσα του Ουρανού και της Γης [Inanna, Queen of Heaven and Earth], Νέα Υόρκη, 1983, σ. 124) Επιπρόσθετα, ο Ό. Ρ. Γκέρνι έγραψε: «Ο Ντουμούζι ήταν αρχικά άνθρωπος, βασιλιάς της Ερέχ . . . Η ανθρώπινη φύση του Ντουμούζι επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το μυθολογικό απόσπασμα όπου λέει στην Ινανά: “Θα σε οδηγήσω στον οίκο του θεού μου”. Ένας θεός δεν θα μιλούσε έτσι».—Περιοδικό Σημιτικών Μελετών (Journal of Semitic Studies), Τόμ. 7, 1962, σ. 150-152.