ΑΝΤΙΧΕΙΡΑΣ
Το δάχτυλο του ανθρώπινου χεριού που μπορεί να αντιτεθεί προς οποιοδήποτε από τα άλλα δάχτυλα. Οι άνθρωποι μπορούν να πιάνουν πράγματα και να εκτελούν πολλές λεπτές εργασίες, κάτι που θα ήταν αδύνατον αν δεν είχαν αντιτακτούς αντίχειρες. Στην αρχαιότητα, καθιστούσαν μερικές φορές τους αιχμαλώτους ανίκανους για στρατιωτική υπηρεσία κόβοντάς τους τούς αντίχειρες και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών.—Κρ 1:6, 7.
Η εβραϊκή λέξη μπόχεν χρησιμοποιείται τόσο για τον αντίχειρα όσο και για το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Το άκρο στο οποίο αναφέρεται η λέξη μπόχεν στο εκάστοτε εδάφιο δηλώνεται από τις συνοδευτικές φράσεις “του χεριού” και “του ποδιού”. Όποτε μνημονεύεται ο αντίχειρας στις Γραφές, αναφέρεται στο ίδιο εδάφιο και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού.—Εξ 29:20· Λευ 14:14, 17, 25, 28.
Κατά την καθιέρωση του Ααρών και των γιων του ως ιερέων, θανατώθηκε ένα κριάρι, και ο Μωυσής έβαλε λίγο από το αίμα του πάνω στο λοβό του δεξιού αφτιού του Ααρών, στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού και στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Το ίδιο έκανε και με καθένα από τους γιους του Ααρών. (Λευ 8:23, 24) Το αίμα στο δεξιό αντίχειρα σήμαινε μεταφορικά ότι αυτοί έπρεπε να επιτελούν τα ιερατικά τους καθήκοντα όσο καλύτερα μπορούσαν.