ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΣ
Μέταλλο λευκό με υποκύανη χροιά, το οποίο είναι πολύ εύπλαστο. Από τα έξι προϊόντα που έβγαζε το καμίνι του αρχαίου μεταλλουργού, ο κασσίτερος είχε τη χαμηλότερη θερμοκρασία τήξης—μόνο 232°C. (Ιεζ 22:18, 20) Η πρωτότυπη εβραϊκή λέξη μπεδίλ σημαίνει «αυτό που ξεχωρίζεται ή απομακρύνεται», δηλαδή από τα πολύτιμα μέταλλα μέσω τήξης. Μεταφράζεται επίσης «απόβλητα».—Ησ 1:25.
Δεν υπήρχαν ορυχεία κασσίτερου στην Παλαιστίνη. Την πρώτη φορά που γίνεται λόγος για τον κασσίτερο, λίγο μετά την Έξοδο, το μέταλλο αυτό συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πολύτιμα λάφυρα πολέμου που πάρθηκαν από τους Μαδιανίτες. (Αρ 31:2, 22) Οι Τύριοι προμηθεύονταν κασσίτερο από τη Θαρσείς. (Ιεζ 27:12) Μεγάλο μέρος από το βαρύ, σκουρόχρωμο οξείδιο του κασσίτερου που ονομάζεται κασσιτερίτης προερχόταν από την άμμο των ποταμών της Ισπανίας και της Αγγλίας. Φαίνεται ότι από τον κασσίτερο κατασκεύαζαν στάθμες, διότι στο εδάφιο Ζαχαρίας 4:10 (το οποίο μιλάει για «τη στάθμη»), το Μασοριτικό κείμενο λέει: «την πέτρα [ή βαρίδι], τον κασσίτερο». Στα εδάφια Αμώς 7:7, 8 η εβραϊκή λέξη που μεταφράζεται «στάθμη» ίσως σημαίνει κασσίτερος ή μόλυβδος. Ωστόσο, ο κασσίτερος χρησίμευε κυρίως ως σκληρυντικό μέσο. Έχουν βρεθεί αρχαία δείγματα μπρούντζου—κράματος χαλκού και κασσίτερου—στα οποία η αναλογία του κασσίτερου είναι 2 ως 18 τοις εκατό.