ΤΩΒΙΓΙΑΣ
(Τωβιγίας) [Αγαθός Είναι ο Ιεχωβά].
1. Ένας από τους Λευίτες τους οποίους έστειλε ο Ιωσαφάτ να διδάξουν το νόμο του Ιεχωβά στις πόλεις του Ιούδα το 934 Π.Κ.Χ.—2Χρ 17:7-9.
2. Ένας από τους επαναπατρισμένους Ιουδαίους εξορίστους από τους οποίους πάρθηκε χρυσάφι και ασήμι για να φτιαχτεί ένα στέμμα για τον Αρχιερέα Ιησού.—Ζαχ 6:10, 11, 14.