ΣΕΜΙΡΑΜΩΘ
(Σεμιραμώθ).
1. Λευίτης μουσικός ο οποίος συνόδευσε την κιβωτό της διαθήκης από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ ως την Ιερουσαλήμ και ακολούθως τοποθετήθηκε να παίζει μουσική μπροστά από τη σκηνή όπου βρισκόταν η κιβωτός.—1Χρ 15:17, 18, 20, 25· 16:1, 4, 5.
2. Ένας από τους Λευίτες τους οποίους έστειλε ο Ιωσαφάτ να διδάξουν το Νόμο στο λαό το 934 Π.Κ.Χ.—2Χρ 17:7-9.