ΙΤΙΑ
[εβρ., τσαφτσαφάχ].
Η ονομασία αυτού του δέντρου στην εβραϊκή αντιστοιχεί στην αραβική λέξη σαφσάφ, η οποία εφαρμόζεται στην ιτιά. Στο Ισραήλ φύονται δύο είδη ιτιάς: το ένα έχει τη βοτανική ονομασία ιτέα η λευκή (Salix alba), αλλά το κοινότερο είναι το είδος Salix acmophylla.
Η εβραϊκή λέξη εμφανίζεται μόνο μία φορά, στο εδάφιο Ιεζεκιήλ 17:5, όπου ο συμβολικός “σπόρος εκείνης της γης”, με τον οποίο εννοείται προφανώς ο Σεδεκίας, φυτεύεται μεταφορικά από το βασιλιά της Βαβυλώνας σαν «ιτιά δίπλα σε απέραντα νερά». Οι ιτιές συναντώνται δίπλα σε ποταμούς και ρυάκια, καθώς και σε άλλα υγρά μέρη, όπου φυτρώνουν εύκολα από κομμένα κλαδάκια ή βλαστάρια και αναπτύσσονται ταχύτατα. Δεν φτάνουν ποτέ στο ίδιο ύψος με τις λεύκες, αλλά αποκτούν διαστάσεις θάμνου ή μικρού δέντρου και συνήθως σχηματίζουν συστάδες κατά μήκος των υδάτινων ρευμάτων. Η ομορφιά τους έγκειται στα μακρόστενα φύλλα τους, τα οποία κρέμονται χαριτωμένα από τα λεπτά κλωνάρια και κλαδιά.