ΖΕΒΟΥΛ
(Ζεβούλ) [Ανοχή· ή, πιθανώς, Μεγαλοπρεπής Κατοικία].
Επίτροπος της πόλης της Συχέμ, υποκείμενος στον Αβιμέλεχ, γιο του Γεδεών. Όταν κάποιος Γαάλ και οι αδελφοί του ήρθαν στη Συχέμ και επιχείρησαν να ξεσηκώσουν την πόλη εναντίον του Αβιμέλεχ, ο Ζεβούλ ενημέρωσε τον Αβιμέλεχ και αργότερα προκάλεσε τον αρχηγό των στασιαστών, τον Γαάλ, να αποδείξει τους κομπασμούς του στη μάχη. Οι Συχεμίτες στασιαστές νικήθηκαν και ο Ζεβούλ έδιωξε τον Γαάλ και τους αδελφούς του από την πόλη.—Κρ 9:26-41.