ΣΟΥΑΡ (Σουάρ) [από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι ασήμαντος»]. Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ισσάχαρ του οποίου ο «γιος», ο Νεθανήλ, ήταν αρχηγός της φυλής του στην έρημο.—Αρ 1:8, 16· 2:5· 7:18, 23· 10:15.