Απόδοτε τα του Θεού εις τον Θεόν
«Τότε λέγει προς αυτούς, Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.»—Ματθαίος 22:21.
Ο ΙΕΧΩΒΑ Θεός στο προσεχές μέλλον θα φέρη σε αποφασιστικό τέλος την αμφισβήτησί του με τον Καίσαρα για το ποιος πρόκειται να κυριαρχήση στη γη. Όταν αυτό το υπέρτατο ζήτημα της παγκοσμίου κυριαρχίας τακτοποιηθή, όλοι όσοι θα επιτραπή να ζουν επάνω στη γη θα αποδίδουν τα πάντα στον Ιεχωβά Θεό, διότι ο Καίσαρ δεν θα υπάρχη πλέον. Δεν θα υπάρχη τότε διαχωρισμός υποχρεώσεων μεταξύ του Θεού και των πολιτικών εξουσιών του παλαιού τούτου κόσμου. Αυτός ο παλαιός κόσμος με τους Καίσαράς του θα έχη καταστραφή. Ο δίκαιος νέος κόσμος θα είναι παρών με τον Ιεχωβά ως τον ζώντα, αληθινό Θεό και με τον τέλειον Ηγεμόνα που Αυτός εγκαθιστά στην εξουσία πάνω σ’ όλη τη γη.
2 Ώσπου να μετατοπίση, όμως, ο παγκόσμιος πόλεμος του Αρμαγεδδώνος τον «Καίσαρα» και όλους τους εμπίστους ακολούθους του και τους εμπορικούς και θρησκευτικούς συμμάχους του, ο «Καίσαρ» πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ακόμη και από άτομα που δεν αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου, αλλά τα οποία ζουν ωστόσο μέσα σ’ αυτόν. Όταν ήταν στη γη ως άνθρωπος μέσα στην επικράτεια του Καίσαρος, ο Υιός του Θεού είπε: «Εγώ είμαι εκ των άνω . . . εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου τούτου.» «Εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου.» Συγχρόνως, όμως, έλεγε: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (Ιωάννης 8:23· 17:14, 16 και Ματθαίος 22:21) Εφ’ όσον διαρκεί ο κόσμος αυτός, τα λόγια αυτά του Ιησού έχουν εφαρμογή. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ανάγκη να προσδιορισθή σχετικά με το τι πρέπει να αποδίδεται στον «Καίσαρα» και τι πρέπει να αποδίδεται στον Θεό. Το ζήτημα πρέπει να προσδιορισθή, όχι σύμφωνα με τις αυθαίρετες απαιτήσεις του «Καίσαρος», αλλά σύμφωνα με το Βιβλίο του Θεού, την Αγία Γραφή, διότι ο Ιεχωβά Θεός είναι η Υπερτάτη Εξουσία.
3 Οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο Ιησούς έκαμε αυτή την συχνά αναφερόμενη δήλωσί του, αποκαλύπτουν ένα από τα πράγματα που πρέπει ν’ αποδίδωμε στον «Καίσαρα». Δεν συνεζητείτο τότε η υπόθεσις της λατρείας και της αφοσιώσεως ή του χαιρετισμού των στρατιωτικών σημαιών, αλλά η υπόθεσις της πληρωμής δημοσίων φόρων για κυβερνητικούς διοικητικής φύσεως σκοπούς. Το γεγονός αυτό γίνεται σαφές από τη Γραφική αφήγησι σχετικά με το περιστατικό τούτο σ’ έναν καιρό που ο Ηρώδης Αντίπας ήταν ο διοικητής που είχε διορισθή από τον Καίσαρα για την επαρχία της Γαλιλαίας και ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο διοικητής που είχε διορισθή από τον Καίσαρα για την επαρχία της Ιουδαίας. Το μέρος της συζητήσεως ήταν η Ιερουσαλήμ στην Ιουδαία. Ο καιρός ήταν δυο ακριβώς ημέρες προτού ο Ιησούς καρφωθή στο ξύλο του μαρτυρίου στο Γολγοθά. Η αφήγησις λέγει:
4 «Τότε υπήγον οι Φαρισαίοι και συνεβουλεύθησαν πώς να παγιδεύσωσιν αυτόν εν λόγω. Και αποστέλλουσι προς αυτόν τους μαθητάς αυτών μετά των Ηρωδιανών, λέγοντες, Διδάσκαλε, εξεύρομεν ότι αληθής είσαι, και την οδόν του Θεού εν αληθεία διδάσκεις, και δεν σε μέλει περί ουδενός· διότι δεν βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων. Ειπέ λοιπόν προς ημάς, Τι σοι φαίνεται; είναι συγκεχωρημένον να δώσωμεν δασμόν εις τον Καίσαρα, ή ουχί; Γνωρίσας δε ο Ιησούς την πονηρίαν αυτών, είπε, Τι με πειράζετε, υποκριταί; δείξατέ μοι το νόμισμα του δασμού. Οι δε έφεραν προς αυτόν δηνάριον [ίσο περίπου προς 0,84 της χρυσής δραχμής—το εργατικό ημερομίσθιο τότε]. Και λέγει προς αυτούς, Τίνος είναι η εικών αύτη και η επιγραφή; Λέγουσι προς αυτόν, Του Καίσαρος. Τότε λέγει προς αυτούς, Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν. Και ακούσαντες εθαύμασαν· και αφήσαντες αυτόν ανεχώρησαν.»—Ματθαίος 22:15-22· Μάρκος 12:13-17· Λουκάς 20:19-26.
5 Το σχέδιο των Φαρισαίων, γραμματέων και αρχιερέων των Ιουδαίων ήταν να φέρουν τον Ιησούν σε δυσκολίες με την κυβέρνησι του Καίσαρος στην Παλαιστίνη και να τον εκθέσουν στην κατηγορία για στασιασμό. Γι’ αυτό ακριβώς έστειλαν μαζί Ιουδαίους που ήσαν κομματικοί ακόλουθοι ή πολιτικοί υποστηρικταί του Ηρώδου ως τοπικού άρχοντός των. Ο Λουκάς το τονίζει αυτό, λέγοντας: «Και παραφυλάξαντες [οι γραμματείς και αρχιερείς] απέστειλαν ενεδρευτάς, υποκρινομένους ότι είναι δίκαιοι, επί σκοπώ να πιάσωσιν αυτόν από λόγου, δια να παραδώσωσιν αυτόν εις την αρχήν και εις την εξουσίαν του ηγεμόνος [Ποντίου Πιλάτου].» Αποδείχθηκαν ανίκανοι να συλλάβουν κάποια ανατρεπτικά, στασιαστικά λόγια απ’ το στόμα του Ιησού. Δύο όμως ημέρες αργότερα εσκεμμένως παρουσιάσθηκαν και τον κατηγόρησαν ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου γι’ αυτά ακριβώς τα πράγματα, λέγοντας: «Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος, και εμποδίζοντα το να δίδωσι φόρους εις τον Καίσαρα, λέγοντα εαυτόν ότι είναι Χριστός βασιλεύς.» (Λουκάς 20:20· 23:2) Δεν είναι πολύ παράξενο, λοιπόν, ότι σήμερα οι θρησκευτικοί εχθροί των μαρτύρων του Ιεχωβά τούς κατηγορούν ενώπιον των πολιτικών αρχών για κατασκοπεία, ανατρεπτικές βλέψεις και στασιασμό! Ο Ιησούς, ο οποίος είναι ο πρώτιστος μάρτυς του Ιεχωβά, διεκήρυξε ότι αν οι εχθροί κατηγόρησαν αυτόν, τον Διδάσκαλο, με τέτοιες κατηγορίες, πόσο περισσότερο θα κατηγορούσαν ψευδώς τους ακολούθους του με τις ίδιες κατηγορίες για να τους φέρουν σε δυσκολίες με τις πολιτικές εξουσίες!
6 Καθώς αναλύομε τη δήλωσι του Ιησού, βλέπομε ότι δεν ήταν ανατρεπτικός και στασιαστικός, αλλά δίκαιος και ευθύς απέναντι του Καίσαρος. Είτε αυτό άρεσε στους Φαρισαίους, γραμματείς και αρχιερείς είτε όχι, ο Ιησούς παραδέχθηκε ότι η πληρωμή φόρου στον Καίσαρα ήταν μια πρέπουσα οφειλή σ’ αυτόν. Είναι αλήθεια ότι ο Καίσαρ ήταν ο στρατιωτικός κατακτητής της Παλαιστίνης και κρατούσε τους Ιουδαίους σε υποταγή, αλλά, εξίσου, οι υπηρέται του Καίσαρος ασκούσαν κυβερνητικά λειτουργήματα. Παρείχαν πολλά δημόσια οφέλη με τη διοίκησί τους και διατηρούσαν την ειρήνη και τη δημοσία τάξι. Γι’ αυτά, λοιπόν, τα κοινωνικά, οικονομικά και διοικητικά οφέλη και υπηρεσίες, ακόμη και οι καταπιεζόμενοι Ιουδαίοι που αγαπούσαν την ελευθερία και επιζητούσαν την ανεξαρτησία, ήσαν υποχρεωμένοι ν’ αποδίδουν στον Καίσαρα ό,τι ανήκε σ’ αυτόν. Μέρος των χρημάτων που επληρώνοντο ως φόροι στον Καίσαρα μπορεί να εχρησιμοποιούντο στα στρατιωτικά του τολμήματα· μολονότι, όμως, οι Ιουδαίοι δεν είχαν συμπάθεια για τέτοιες στρατιωτικές επιθέσεις και δεν έσμιγαν με τις στρατιές του, έπρεπε ωστόσο να καταβάλλουν το φόρο, διότι ήταν ευθύνη του Καίσαρος και όχι δική τους το τι θα έκανε με το χρήμα του. Το νόμισμα του δηναρίου ήταν δικής του κατασκευής και όχι της θεοκρατικής κυβερνήσεως του Ιεχωβά. Η εικόνα και η επιγραφή επάνω στο νόμισμα φανέρωνε την ταυτότητα της πολιτικής φορολογικής εξουσίας, με αυτό δε ακριβώς το νόμισμα επρόκειτο να πληρώνεται ο φόρος. Για τις ευεργετικές, λοιπόν, υπηρεσίες που ο Καίσαρ παρείχε σ’ αυτούς, οι υποκείμενοι λαοί έπρεπε να του αποδίδουν το νόμισμα που αυτός απαιτούσε, ακόμη και αν τους υπερεβάρυνε καταπιεστικά.
7 Ο ίδιος ο Ιησούς επλήρωνε το φόρο. Και ότι δεν είχε αντίρρησι για τη συλλογή ή πληρωμή του φόρου από τους ομοεθνείς του Ιουδαίους σε μια ξένη αυτοκρατορική δύναμι, το έδειχνε με το ότι ανεμιγνύετο με τους συλλέκτας φόρων και ζητούσε τη σωτηρία τους. Γι’ αυτό οι θρησκευτικοί του εχθροί έλεγαν: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών.» (Ματθαίος 11:19) Ο Ιησούς ήλθε ως πρέσβυς του Θεού στη γη, αλλά σε μια ξένη χώρα κάτω από τη διοίκησι μιας ξένης κυβερνητικής δυνάμεως, και ένας πρέσβυς ακόμη πρέπει να πληρώνη φόρο για την ακίνητη περιουσία που κατέχει σ’ αυτή την ξένη χώρα ή τα πράγματα που αγοράζει ή τις υπηρεσίες που του παρέχονται. Ο Ιησούς λοιπόν ήταν λογικός και δίκαιος ως προς εκείνο που ώφειλε στον Καίσαρα.—2 Κορινθίους 5:20.
ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ Σ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
8 Ο Καίσαρ μπορεί να μη συμφώνησε μ’ εκείνο που είπε εδώ ο Ιησούς, διότι αυτό έθετε ένα όριο στον Καίσαρα. Σήμερα οι σύγχρονοι Καίσαρες και οι εθνικισταί πατριώται των άκρων επιμένουν για την απόδοσι κυρίως των οφειλομένων στον Καίσαρα, αλλά δεν τους αρέσει να αναφέρουν ή ν’ αντιμετωπίζουν το άλλο μέρος της δηλώσεως του Ιησού για την απόδοσι στον Θεόν εκείνων που οφείλονται στον Θεόν. Τώρα ο καθένας πρέπει να παρατηρήση ότι ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια, όχι προς εθνικούς όπως ήσαν οι ειδωλολάτραι Ρωμαίοι και Έλληνες, αλλά προς τους θρησκευτικούς Ιουδαίους. Αυτοί ήσαν μέλη ενός έθνους καθιερωμένου στον Ιεχωβά Θεό και που αυτός το είχε εκλέξει και το είχε φέρει σε διαθήκη μαζί του. Αυτοί ήσαν πρωτίστως κάτω από τον θεοκρατικό νόμο που τους είχε δώσει ο Θεός μέσω του Μωυσέως και ο οποίος ερρύθμιζε τα της προσωπικής των διαγωγής και τα της λατρείας των. Με τον θεοκρατικό, λοιπόν, αυτόν νόμο, αυτοί ώφειλαν τα πρώτα πράγματα στον Ιεχωβά Θεό, και όχι σε οποιοδήποτε ανθρώπινο κτίσμα όπως ο Καίσαρ. Αργότερα, την ίδια ημέρα, ο Ιησούς το είπε αυτό στους Ιουδαίους, όταν ένας από τους Φαρισαίους, έμπειρος στο θεοκρατικό νόμο, τον εδοκίμασε λέγοντας: «Διδάσκαλε, ποία εντολή είναι μεγάλη εν τω νόμω;» Τότε ο Ιησούς ανέφερε από το Νόμο το Δευτερονόμιο 6:5 και Λευιτικό 19:18 και αποκρίθηκε: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.” Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτής, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.” Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.»—Ματθαίος 22:34-40, Μ.Ν.Κ.
9 Η ερώτησις σχετικά με τη νομιμότητα της πληρωμής φόρου στον Καίσαρα δεν είχε γίνει εξ απόψεως του νόμου του Καίσαρος. Ο νόμος του Καίσαρος απαιτούσε το φόρο, αλλά η νομιμότης του ημφισβητείτο από τους Ιουδαίους εξ απόψεως του νόμου του Ιεχωβά, του Θεοκρατικού νόμου. Οι ειδωλολάτραι Ρωμαίοι απέδιδαν λατρεία στον Καίσαρα σύμφωνα με το νόμο του και ελάτρευαν επίσης ή απέδιδαν θρησκευτικές τιμές στις στρατιωτικές των σημαίες και εμβλήματα. Η πρώτη και δεύτερη από τις Δέκα Εντολές απηγόρευαν στους καθιερωμένους Ιουδαίους, όπως ο Ιησούς, να το πράττουν αυτό. (Έξοδος 20:2-6) Οι Καίσαρες, με επίδειξι ανεκτικότητος, επέτρεπαν στους λαούς που κατακτούσαν, να λατρεύουν τους τοπικούς ή εθνικούς των θεούς, αλλά απαιτούσαν να λατρεύουν επίσης και τον θεοποιημένο Καίσαρα ή αυτοκράτορα ως θεόν έτσι ώστε να συνδέουν την αυτοκρατορία με μια ενωμένη λατρεία. Αλλά ο Ιησούς και οι πιστοί του ακόλουθοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να διαιρέσουν τη λατρεία τους. Αυτό το κατέστησε σαφές ο Ιησούς στο όρος του πειρασμού. Σχετικά με τούτο διαβάζομε: «Και αναβιβάσας αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν, έδειξεν εις αυτόν πάντα τα βασίλεια της οικουμένης εν μια στιγμή χρόνου· και είπε προς αυτόν ο διάβολος, Εις σε θέλω δώσει άπασαν την εξουσίαν ταύτην και την δόξαν αυτών· διότι εις εμέ είναι παραδεδομένη, και εις όντινα θέλω, δίδω αυτήν· συ λοιπόν εάν προσκύνησης ενώπιόν μου, σου θέλουσιν είσθαι πάντα. Και αποκριθείς προς αυτόν είπεν ο Ιησούς, Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· διότι είναι γεγραμμένον, “Θέλεις προσκυνήσει Ιεχωβά τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει”.» (Λουκάς 4:5-8, Μ.Ν.Κ.) Επομένως όταν ο Ιησούς έλεγε σ’ εκείνους που ήσαν κάτω από τον θεοκρατικό νόμο ότι έπρεπε ν’ αποδίδουν στον Θεό τα του Θεού, δεν εννοούσε τον θεοποιημένο Καίσαρα. Εννοούσε τον Ιεχωβά Θεό, ο οποίος έδωσε τον Μωσαϊκό Νόμο στον εκλεκτό του λαό. Σ’ αυτά τα πράγματα που οφείλονται στον Θεό δεν μπορούμε ποτέ να συμβιβασθούμε με τον «Καίσαρα» και τους εμπίστους του πολιτικούς ακολούθους.
10 Το 1914 μ.Χ. οι προσδιωρισμένοι «καιροί των εθνών» που άρχισαν το 607 π.Χ. με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, έληξαν. Από τότε τα έθνη βρίσκονται στον «καιρόν της συντελείας» του κόσμου τούτου. Κάτω από τη διεθνή έντασι του κρισίμου αυτού καιρού, και ιδιαίτερα τώρα που ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού συγκροτήματος εθνών απειλεί να γίνη θερμός και να εξελιχθή σ’ ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, το πολιτικό κράτος που συμβολίζεται από τον Καίσαρα βρίσκεται υπό την πίεσι να απαιτήση από τους πολίτας του να προσφέρουν το παν στον Καίσαρα, αποδίδοντας στο κράτος τη συνεχή ευημερία και σωτηρία των πολιτών του. Ολοένα περισσότερο υπάρχει η τάσις του σφετερισμού των θεοδότων εκείνων πραγμάτων που οι γνήσιοι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποδίδουν στον ζώντα, αληθινό Θεό, και αυτό δημιουργεί απαιτήσεις που συγκρούονται με τον κανόνα που κατετέθη από τον Ιησού Χριστό. Τα υπερήφανα, φιλόδοξα, εγωκεντρικά έθνη ποτέ δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι ως έθνη οφείλουν κάτι στον Ιεχωβά Θεό. Εν τούτοις, οφείλουν στον Θεό το να αποδώσουν ό,τι ανήκει σ’ αυτόν, ιδιαίτερα από το 1914. Από τότε το επίμαχο ζήτημα της παγκοσμίου κυριαρχίας ετέθη μπροστά τους από τους μάρτυρας του Ιεχωβά Θεού. Το ζήτημα αυτό περιλαμβάνει το ερώτημα, Ποιος θα κυριαρχήση δικαιωματικά στη γη και θα κυβερνήση όλους τους λαούς της; Ποιος πρέπει δικαιωματικά να το πράξη, είναι φανερό από την προφητεία του Ψαλμού 24:1, 2, 7-10 (Α.Σ.Μ.) που αφορά τον καιρό μας: «Του Ιεχωβά είναι η γη, και το πλήρωμα αυτής· η οικουμένη, και οι κατοικούντες εν αυτή. Διότι αυτός εθεμελίωσεν αυτήν επί των θαλασσών, και εστερέωσεν αυτήν επί των ποταμών. Σηκώσατε, πύλαι, τας κεφαλάς σας, και υψώθητε, θύραι αιώνιοι, και θέλει εισέλθει ο Βασιλεύς της δόξης. Τις ούτος ο Βασιλεύς της δόξης; Ο Ιεχωβά ο κραταιός και δυνατός, ο Ιεχωβά ο δυνατός εν πολέμω . . . Αυτός είναι ο Βασιλεύς της δόξης.»
11 Κανένα έθνος δεν έχει ιδιοκτησία του με απόλυτο δικαίωμα το έδαφος που κυβερνά. Η γη ανήκει στον Ιεχωβά τον Δημιουργό, μόνο δε με την ανοχή του τα έθνη κατέχουν το έδαφός Του, την ιδιοκτησία του. Είναι υπεύθυνα σ’ αυτόν για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τη γη. Οι κυβερνήσεις στα διάφορα μέρη της γης και οι λαοί των έχουν μια κοινή ευθύνη απέναντι του Δημιουργού, ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις εκείνες που αξιούν ότι είναι Χριστιανικές ή που απεκήρυξαν τον Χριστιανισμό. Αυτός τα κρατεί υπεύθυνα, όπως ακριβώς έκαμε και με τα αρχαία Σόδομα και Γόμορρα, επάνω στα οποία έβρεξε πυρ και θείον. Οι προσδιωρισμένοι καιροί των εθνών για παγκόσμια κυριαρχία εξέπνευσαν το 1914. Ο Θεός τα ειδοποίησε σχετικώς μέσω των μαρτύρων του που διακηρύττουν την ίδρυσι της βασιλείας του δια του Χριστού. Για τούτο θα ήταν η ορθή πορεία για τα έθνη, ιδιαίτερα τα έθνη του «Χριστιανισμού», ν’ αποδώσουν στον Θεόν τα του Θεού και να παραδώσουν το έδαφός των και την κυριαρχία των σ’ αυτόν και στον Χριστό του. Αλλά ο «Καίσαρ» αρνείται να κύψη στη δικαία αυτή πορεία. Όλα τα έθνη ιδιοτελώς εκλέγουν να διαιωνίσουν τον «Καίσαρα» και να εκμεταλλευθούν την ιδιοκτησία του Ιεχωβά, την γήινη σφαίρα, και να καταστρέψουν αυτήν και τους πληθυσμούς της. Καθώς εξεικονίσθηκε από τους «δέκα βασιλείς», προτιμούν να εκπληρώσουν το Αποκάλυψις 17:12-14: «Ούτοι έχουσι μίαν γνώμην, και θέλουσι παραδώσει εις το θηρίον την δύναμιν και την εξουσίαν εαυτών. Ούτοι θέλουσι πολεμήσει με το Αρνίον, και το Αρνίον θέλει νικήσει αυτούς, διότι είναι Κύριος των κυρίων και Βασιλεύς των βασιλέων· και όσοι είναι μετ’ αυτού, είναι κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί.»
12 Εθνικισταί των άκρων, ερεθισμένοι από την πιστότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά προς αυτόν, θέλουν να τους εκβάλουν από την ιδιοκτησία και το έδαφος του Ιεχωβά. Μιλούν σαν ασεβείς ολοκληρωτικοί και φωνάζουν δυνατά ζητώντας να αποπεμφθούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά από τη χώρα τους, ωσάν οι μάρτυρες αυτοί να ζουν σε έδαφος στο οποίο δεν ανήκουν. Στην πραγματικότητα, θα ήθελαν να τους αποπέμψουν από το πρόσωπο της γης. Λίγο εκτιμούν ότι οι πιστοί δούλοι του Ιεχωβά είναι οι μόνοι που έχουν τώρα δικαίωμα να κατέχουν τη γη. Ο Θεός θα καταδείξη το δικαίωμα αυτό στη μάχη μεταξύ του Αρνίου και των κοσμικών εθνών. Εκεί ο Ιεχωβά θα καθαρίση τη γη από αυτούς τους φανατικούς υπερπατριώτας του κόσμου τούτου, και θ’ αφήση μόνο τους πιστούς του μάρτυρας να επιζήσουν επάνω στη γη και να εισέλθουν στο νέο κόσμο, όπου όλα τα πλάσματα θ’ αποδίδουν στον Θεόν όσα ανήκουν στον Θεόν.