Ειρηνισμός και Αντίρρησις της Συνειδήσεως—Υπάρχει Διαφορά;
1. Πώς δείχνομε θάρρος συνειδήσεως; Γιατί εμείς, και σαν ποιον;
ΤΟ ΝΑ ΕΧΗ ένα άτομο αγαθή συνείδησι προς τον Θεό, δεν είναι κάτι που το καθιστά ασθενικό ή δειλό πλάσμα. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά εκδηλώνουν θάρρος ακολουθώντας τη συνείδησί τους σ’ αυτούς τους πολεμικούς καιρούς. Οφείλεται μόνο σε λόγους συνειδήσεως το ότι προσωπικώς και νομικώς διετύπωσαν ενώπιον των στρατολογικών συμβουλίων την αντίρρησί τους να συμμετάσχουν στις ένοπλες συγκρούσεις και τα αμυντικά προγράμματα των κοσμικών εθνών. Με την πορεία αυτή οι συνειδήσεις των δεν διαστρέφονται, αλλά εκπαιδεύονται σε ό,τι είναι ορθό, διότι εκπαιδεύονται σύμφωνα με τις Γραφές, τον λόγον του Θεού. Μαζί με τον απόστολο Παύλο αυτοί λέγουν: «Εις τούτο εγώ σπουδάζω, εις το να έχω άπταιστον συνείδησιν προς τον Θεόν και προς τους ανθρώπους διαπαντός.» (Πράξεις 24:16) Έτσι οι συνειδήσεις των είναι καθαρές, αδιάφορο πώς μπορεί να τις κρίνουν οι μιλιταριστικές διάνοιες του κόσμου τούτου.
2. Σε ποια ομιλία ισχυρίζονται ότι πιστεύουν οι επίσημοι; Τι αυτή περιέχει;
2 Καλά, λοιπόν, αν δεν είναι ειρηνισταί, ποιους Γραφικούς λόγους προέβαλαν για ν’ αρνηθούν κάθε συμμετοχή στον διεθνή πόλεμο; Επανειλημμένως ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τρούμαν είπε ότι πιστεύει στην «επί του όρους ομιλία» και ότι θέλει να γνωρίση ο κόσμος ότι οι Αμερικανοί πιστεύουν στην επί του όρους ομιλία. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν πεποίθησι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος και οι συνάδελφοι του εννοούν ολόκληρη την ομιλία. Γιατί; Επειδή αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο τον λεγόμενον «Χρυσούν Κανόνα» αλλά και τα ακόλουθα λόγια του Ιησού: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, και οδόντα αντί οδόντος.” Εγώ όμως σας λέγω, να μη αντισταθήτε προς τον πονηρόν· αλλ’ όστις σε ραπίση εις την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον εις αυτόν και την άλλην· και εις τον θέλοντα να κριθή μετά σου, και να λάβη τον χιτώνά σου, άφες εις αυτόν και το ιμάτιον· και αν σε αγγαρεύση τις μίλιον έν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο. Εις τον ζητούντα παρά σου δίδε· και τον θέλοντα να δανεισθή από σου μη αποστραφής. Ηκούσατε ότι ερρέθη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου,” και μίσει τον εχθρόν σου. Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι· δια να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.»—Ματθαίος 5:1, 2, 38-45.
3. Εδίδασκε εκεί ο Ιησούς ειρηνισμό; Πώς επρόκειτο να γίνεται η εκτέλεσις του Νόμου της Ανταποδόσεως που αυτός ανέφερε;
3 Εδίδασκε τάχα εκεί ο Ιησούς ειρηνισμό; Όχι· αλλά απεκάλυπτε έτσι ότι οι ακόλουθοι του δεν πρέπει να είναι διατεθειμένοι να βλάψουν οποιονδήποτε άλλον, ακόμη και αν προκαλούνται, όταν πρόκειται για προσωπικά απλώς ζητήματα. Δεν πρέπει να καταφεύγουν στο Νόμο της Ανταποδόσεως ή Αντεκδικήσεως, που εδόθη από τον Μωυσή, στην Έξοδο 21:23-25 και στο Λευιτικό 24:19, 20. Αλλά ακόμη και όταν επρόκειτο να αφαιρεθή ‘οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδούς αντί οδόντος, ζωή αντί ζωής,’ αυτή η ανταπόδοσις των ίσων δεν επρόκειτο να εκβιασθή προσωπικώς από εκείνον που υπέστη βλάβη. Το ισοζύγιο των λογαριασμών επρόκειτο να γίνη ενώπιον των νομίμων αρχών μάλλον παρά να αναλάβη το νόμο στα χέρια του αυτός που ζημιώθηκε. Αυτός ήταν ο νόμος που εδόθηκε μέσω του Μωυσέως. Αλλά ο Ιησούς Χριστός είναι ο Προφήτης που ο Ιεχωβά υποσχέθηκε ότι θα ήγειρε και που θα ήταν Μεγαλύτερος από τον Μωυσή, και επομένου ο νόμος του Ιησού είναι ανώτερος και υπερτερεί από τον Μωσαϊκό νόμο. (Δευτερονόμιον 18:15-19· Πράξεις 3:20-23) Συνεπώς, πρέπει να προσέξωμε τι αυτός λέγει στην επί του όρους ομιλία αν είμεθα πιστοί ως ακόλουθοί του.
4. Πώς ο Ιησούς στο δικαστήριο δεν αντέστη στον πονηρόν; Πώς ο Παύλος;
4 Ένας πραγματικός τηρητής της επί του όρους ομιλίας δεν θα αντισταθή σ’ ένα πονηρό πρόσωπο, επωφελούμενος από το νόμο της ανταποδόσεως για ν’ αποδώση τα ίσα, βλάβην αντί βλάβης, όταν πρόκειται καθαρά για μια προσωπική υπόθεσι και όταν δεν περιλαμβάνεται άμεσα η εκπλήρωσις τής αποστολής του να υπηρετή τον Θεόν. Ο Κύριος Ιησούς ερραπίσθη στην παρειά στο Ιουδαϊκό Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά δεν έστρεψε και την άλλη παρειά, παρά μ’ έναν εικονικό τρόπο. Απλώς είπε στον υπηρέτη που τον εκτύπησε στο πρόσωπο: «Εάν κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· αν δε καλώς, τι με δέρεις;» (Ιωάννης 18:19-23) Αργότερα στο ίδιο δικαστήριο ο Παύλος εκτυπήθηκε στο στόμα διότι είπε: «Εγώ έζησα ενώπιον του Θεού μετά πάσης καλής συνειδήσεως μέχρι ταύτης της ημέρας.» Για την προσβολή αυτή του νόμου ο Παύλος είπε στον αρχιερέα που προΐστατο: «Ο Θεός μέλλει να σε κτυπήση, τοίχε ασβεστωμένε· και συ κάθησαι να με κρίνης κατά τον νόμον, και παρανομών προστάζεις να με κτυπώσιν;» Με επιδέξιο επιχείρημα ο Παύλος διήρεσε σε δύο το δικαστήριο, έτσι ώστε δεν επηρεάσθηκε από την κρίσι των δικαστών εκείνων, αλλά φέρθηκε μπροστά σ’ ένα Ρωμαϊκό δικαστήριο.—Πράξεις 23:1-11.
5. Πώς, λοιπόν, εκτελούμε ό,τι παρετέθη από την ομιλία του Ιησού;
5 Οι Χριστιανοί, λοιπόν, δεν πρέπει να αναλαμβάνουν οι ίδιοι την επιβολή του νόμου, για ν’ ανταποδώσουν βλάβη στους άλλους. Μάλλον παραβλέψατε την προσωπική αδικία και δείξτε το φρόνημα του Χριστού και προχωρήστε στην υπηρεσία του. Αφήστε τον πονηρόν που σας επροξένησε κακό να θυμάται μάλλον τη δική σας αυτοσυγκράτησι παρά οποιαδήποτε βλάβη που μπορεί να του κάματε , ανταποδίδοντάς του τα ίσα, βλάβη που θα σας απεδείκνυε τόσο βίαιον όσο είναι κι εκείνος. Αν η τελική απόφασις ενός δικαστηρίου υστάτης προσφυγής σάς αδική και επιδικάζη εις βάρος σας περισσότερα πράγματα από όσα ζητούσε προσωπικώς το άτομο που σας έφερε ενώπιον του νόμου, αφήστε το άτομο αυτό να λάβη το ιμάτιο σας, για να το πούμε έτσι, καθώς επίσης και τον χιτώνα σας. Είναι μια προσωπική περίπτωσις, που δεν σας εξαναγκάζει να πάτε αντίθετα με τον νόμον του Θεού. Και έτσι μπορείτε να δείξετε ότι δεν θέτετε την αφοσίωσί σας σε φθαρτά υλικά πράγματα, αλλά έχετε τη δύναμι να υφίστασθε προσωπικές ζημίες όπως ακριβώς έκανε και ο Αρχηγός σας Ιησούς. Αν ένα ειρηνικό όργανο του κράτους, ενώ εκπληρώνει τα καθήκοντά του, έρχεται σε σας και σας προσκαλεί να προσφέρετε κάποια βοήθεια που οποιοσδήποτε άλλος πολίτης θα μπορούσε να κληθή να προσφέρη, όπως το να τον συνοδεύσετε ως οδηγός επί ένα μίλιο, τότε να είσθε γενναιόφρονες. Πηγαίνετε μαζί του δύο μίλια αν αυτό θα είναι για το καλό του κοινού μέσω της κρατικής υπηρεσίας εκτελεί το όργανο αυτό της τάξεως. Καθώς τον συνοδεύετε, δείξτε του τι είναι ένας μάρτυς του Ιεχωβά σε λόγο και έργο. Δείξτε κατάλληλο σεβασμό για μια εύτακτη διοίκησι, έστω και αν είναι ανθρώπινη. Υποστηρίξατε τις νόμιμες μεθόδους της χώρας και τους νόμους που δεν είναι εναντίον της δικαιοσύνης και του νόμου του Θεού. Με φιλάγαθες πράξεις και με προσευχή δείξτε ότι είσθε πρόθυμοι να βοηθήσετε ακόμη και τους εχθρούς σας και τους διώκτας σας για να βρουν το δρόμο της σωτηρίας τους. Μην επιτρέπετε οι άδικες πράξεις τους να προκαλέσουν μίσος που ζητεί μόνο να επέλθη βλάβη και καταστροφή στους προσωπικούς σας εχθρούς.
6, 7. Για ποιο επιχείρημα είχε παρατεθή το Έξοδος 22:2, 3; Πώς εφαρμόζεται;
6 Τα εδάφια Έξοδος 22:2, 3 είχαν άλλοτε αναφερθή για να δειχθή ότι μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις που οι μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούν να δείξουν ότι δεν είναι ειρηνισταί, φονεύοντας. Σύμφωνα με τη Νεοελληνική Μετάφρασι της Γραφής τα εδάφια αυτά έχουν ως εξής: «Εάν ο κλέπτης ευρεθή κάμνων ρήξιν, και κτυπηθή και αποθάνη, δεν θέλει χυθή αίμα δι’ αυτόν. Εάν όμως ο ήλιος ανατείλη επάνω αυτού, θέλει χυθή αίμα δι’ αυτόν.» Αλλά η μετάφρασις του Μόφφατ (με την οποία συμφωνεί και η Μία Αμερικανική Μετάφρασις) είναι περισσότερο σαφής ακόμη: «Αν ένας κλέπτης συλληφθή να κάνη διάρρηξι σ’ ένα σπίτι και κτυπηθή έτσι ώστε να πεθάνη, ο οικοδεσπότης δεν είναι ένοχος· αλλ’ αν αυτό έγινε μετά την αυγή, ο οικοδεσπότης είναι ένοχος.»
7 Στο σκότος της νυκτός δεν θα μπορούσε να προσδιορισθή η ταυτότης του νυκτοκλέπτου αν διέφευγε, και έτσι θα μπορούσε να κτυπηθή για να επιτευχθή η σύλληψίς του. Αν το κτύπημα ήταν θανατηφόρο και ο διαρρήκτης πέθαινε μ’ αυτό, τότε το άτομο που επροστάτευε την περιουσία του ήταν αθώο. Αλλ’ αν η διάρρηξις γινόταν στη διάρκεια της ημέρας και ο διαρρήκτης ελάμβανε ένα θανατηφόρο κτύπημα, τότε αυτός που επέφερε το κτύπημα ήταν ένοχος για το φόνο του κλέπτου. Ήταν ημέρα και αυτός μπορούσε να αναγνωρίση τον κλέπτη και να τον αναφέρη στις νόμιμες αρχές, ώστε αυτές να τον συλλάβουν και να τον αναγκάσουν να κάμη επανόρθωσι και να του επιβάλουν επίσης ένα πρόστιμο. Φονεύοντας, όμως, τον κλέπτη αυτός που επροστάτευε την περιουσία του επροχωρούσε πάρα πολύ. Βέβαια όλη η περιουσία που ένας κλέπτης της ημέρας θα μπορούσε να κλέψη κάνοντας διάρρηξι, δεν είναι ίση με την αξία της ζωής του. Εξαναγκάζοντας τον κλέπτη σε επανόρθωσι για ό,τι έκλεψε, ο Νόμος δεν θα απαιτούσε τη ζωή του κλέπτου. «Τι θέλει δώσει άνθρωπος εις ανταλλαγήν της ψυχής [ή, ζωής] αυτού;» (Ματθαίος 16:26) Αν ο κλέπτης της ημέρας διέφευγε, ή αν οι επιδρομείς που εισέβαλαν διέφευγαν και οι νόμιμες αρχές δεν μπορούσαν ποτέ να τους φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης ή παρέλειπαν να το κάμουν αυτό, τότε αν και έχομε υποστή την απώλεια υλικών αγαθών, δεν έχομε επιφέρει επάνω μας ενοχή αίματος. Το να σεβώμεθα, λοιπόν, το Νόμο είναι καλό.
8. Εν τούτοις, πώς ενεργούν για την προστασία και υπεράσπισι των διαφόρων συμφερόντων της Βασιλείας;
8 Ό,τι λέγεται παραπάνω σχετικά με το να στρέφωμε και την άλλη παρειά και το να υποτασσώμεθα σε δημοσίους αξιωματούχους σε ιδιωτικά ή προσωπικά ζητήματα, δεν σημαίνει ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν υπερασπίζονται τα συμφέροντα της Βασιλείας, το κήρυγμα τους, τις συναθροίσεις τους, τον εαυτό τους, τους αδελφούς τους, και τις αδελφές τους και την περιουσία τους απέναντι μιας επιδρομής. Τα υπερασπίζονται όταν υφίστανται επίθεσι και εξαναγκάζονται να προστατεύσουν αυτά τα συμφέροντα, και αυτό το πράττουν σύμφωνα με τη Γραφή. Δεν εξοπλίζονται, δεν φέρουν σαρκικά όπλα για να προλάβουν μια ταραχή ή να προετοιμασθούν γι’ αυτή, ή για ν’ αντιμετωπίσουν απειλές. Προσπαθούν ν’ αποκρούσουν κτυπήματα και επιθέσεις μόνο ευρισκόμενοι σε άμυνα. Δεν κτυπούν για αντεκδίκησι. Δεν επιτίθενται για να κτυπήσουν, αλλά κτυπούν μόνο για να αμυνθούν. Δεν χρησιμοποιούν πολεμικά όπλα για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους ή τα συμφέροντα της Βασιλείας. (2 Κορινθίους 10:4) Ενώ δεν υποχωρούν όταν υφίστανται επίθεσι στα σπίτια τους ή στους τόπους των συναθροίσεών τους, θα υποχωρήσουν όταν βρίσκωνται σε δημοσία ή άλλη ιδιοκτησία και ‘θα εκτινάξουν τον κονιορτόν των ποδών των’, και έτσι ‘δεν θα δώσουν το άγιον εις τους κύνας’ και ‘δεν θα ρίψουν τους μαργαρίτας των έμπροσθεν των χοίρων’. (Ματθαίος 10:14· 7:6) Υποχωρούν, λοιπόν, όταν μπορούν να το κάμουν αυτό, και αποφεύγουν μια διαμάχη ή ταραχή. Έχουν δικαίωμα να καλέσουν και καλούν τα κρατικά όργανα να έλθουν προς βοήθειάν των για να τους υπερασπίσουν από μια επίθεσι ή βίαιες ενέργειες του όχλου.
ΠΩΣ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΕΙ ΕΥΧΗΝ ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ Ο,ΤΙ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ
9. Ποιων νομίμων προμηθειών αναβολής επωφελούνται δικαίως οι μάρτυρες στην Αμερική;
9 Έχει λεχθή σε συμβούλια, σε αντιπροσώπους και σε επίσημα μέλη της Αμερικανικής κυβερνήσεως ότι η υπακοή στις οδηγίες της επί του όρους ομιλίας δεν συμβιβάζεται καθόλου με το να αποδίδουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά τα πάντα στον Καίσαρα και να εξαναγκάζονται έτσι αυτοί οι διάκονοι του Θεού να αποδίδουν υπακοή χωρίς καμμιά αντίρρησι σε άρχοντας που δεν ακολουθούν τον νόμον του Θεού. Αλλά οι παραπάνω οδηγίες της ομιλίας είναι μέρος μόνο των επιτακτικών λόγων για τους οποίους οι μάρτυρες του Ιεχωβά προβάλλουν αντιρρήσεις της συνειδήσεως όσον αφορά την υπαγωγή τους σε στρατιωτική υπηρεσία και επωφελούνται των προμηθειών που επιτρέπουν εξαιρέσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Νόμος Στρατιωτικής Υπηρεσίας του 1948, που διέπει τις αποφάσεις στρατολογικών συμβουλίων και δημοσίων λειτουργών, προνοεί για τη χορήγησι αναβολής στους αντιρρησίας της συνειδήσεως, καθώς και για την εξαίρεσι εκείνων που έχουν κάμει ευχήν στον Θεό. Το κεφάλαιον 6 (j) προνοεί για τη χορήγησι αναβολής σε «οποιοδήποτε πρόσωπο» του οποίου «η εκπαίδευσις και πεποίθησις εν σχέσει με ένα Υπέρτατο Ον, που συνεπάγεται καθήκοντα ανώτερα από εκείνα που προκύπτουν από οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέσι» εμποδίζει το πρόσωπο αυτό από το να παρεκκλίνη από αυτά τα ΑΝΩΤΕΡΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ που υπόσχεται την εκπλήρωσί τους στο Υπέρτατο Ον.
10. Πώς έχουν κάμει ευχήν; Ποιές, λοιπόν, υποχρεώσεις πρέπει να εκπληρώσουν;
10 Ένα άτομο δεν μπορεί να γίνη Χριστιανός μάρτυς του Ιεχωβά, αν δεν κάμη ευχήν με την οποίαν αφιερώνεται πλήρως στον Θεό δια του Χριστού και έτσι αναλαμβάνει ανώτερα καθήκοντα. Αναγνωρίζει τον Θεόν ως το Υπέρτατο Ον και την Πηγή της ζωής και τον Προμηθευτήν της οδού της αιωνίου ζωής. (Ψαλμός 3:8· 36:9) Προσέρχεται στον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού. Αναγνωρίζει τον Ιησούν ως τον Υιόν του Θεού που κατέθεσε την ανθρώπινη ζωή του γι’ αυτόν, προμηθεύοντας έτσι μια εξαγοραστική τιμή γι’ αυτόν. Κανένα πολιτικό κράτος, κανείς «Καίσαρ» ή αυτοκράτωρ ή δικτάτωρ, δεν μπορεί να κάνη αυτά τα πράγματα για τον αμαρτωλό που βαδίζει στο θάνατο. Και γι’ αυτό δεν θεωρεί ότι οφείλει τη ζωή του σε οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, αλλά ότι την οφείλει στον Θεό, και ζητεί να την αποδώση σ’ αυτόν μέσω του Χριστού. Αναγνωρίζει ότι τα ακόλουθα εδάφια εφαρμόζονται σ’ αυτόν: «Δεν εξεύρετε, ότι . . . δεν είσθε κύριοι εαυτών; Διότι ηγοράσθητε δια τιμής· δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν δια του σώματος σας, και δια του πνεύματός σας, τα οποία είναι του Θεού.» «Δια τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.» (1 Κορινθίους 6:19, 20· 7:23) Συνεπώς, τη ζωή τους, την απεριόριστη υπακοή τους και τα ανώτερα καθήκοντα τους, τα αποδίδουν αυτοί στον Θεό επειδή ανήκουν σ’ αυτόν· και παραδίδουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του Θεού και όχι οποιωνδήποτε ανθρώπων.
11. Γιατί, σύμφωνα με το Ματθαίος 22:21, δεν ενώθηκε ο Ιησούς με τον στρατό του Καίσαρος; Τι θα γίνη όταν εκείνο που ανήκει στον Θεό συγκρούεται με τις απαιτήσεις του Καίσαρος;
11 Αλλά ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους που είχαν συνάψει διαθήκη με τον Θεόν και είχαν κάμει ευχήν σ’ αυτόν: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (Ματθαίος 22:21) Τι, λοιπόν, πρέπει να δώσωμε στον Καίσαρα; Ασφαλώς όχι τη ζωή μας, διότι αυτή ποτέ δεν την ωφείλαμε στον Καίσαρα και δεν ανήκει σ’ αυτόν. Άλλωστε, τη ζωή που και ο ίδιος ο Καίσαρ κατέχει, την οφείλει στον Θεό, όχι στον εαυτό του ως ένας αθάνατος θεός. Γι’ αυτό το λόγο, η αυθεντική ιστορία δείχνει ότι οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος δεν εξέθεταν τη ζωή τους στους κινδύνους του σαρκικού πολέμου με το να ενώνωνται με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του Καίσαρος, αλλά υφίσταντο την ποινή που ο Καίσαρ επέβαλλε για την άρνησί τους να ενταχθούν στα στρατεύματά του. Σ’ αυτή την πορεία οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί είχαν τον Ιησούν ως παράδειγμα τους, Αρχηγόν και Διδάσκαλον. Ο Ιησούς εζούσε μέσα στην επικράτεια του Καίσαρος, διότι με στρατιωτικές επιθέσεις η αυτοκρατορική Ρώμη είχε κατακτήσει την Παλαιστίνη. Αφού ώρισε τον νόμον για τους ακολούθους του, «Απόδοτε . . . τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα», ο Ιησούς ο ίδιος δεν κατετάγη στα στρατεύματα του Καίσαρος. Ήξερε ότι ο Θεός και ο Καίσαρ δεν είναι φίλοι. Αυτός είναι ο λόγος που ο Καίσαρ, μέσω του κυβερνήτου του Πιλάτου, εθανάτωσε τον Υιόν του Θεού και έπειτα κατεδίωξε βίαια τους ακολούθους του Ιησού. Η επί του όρους ομιλία του Ιησού λέγει ότι δεν μπορούμε να υπηρετούμε δύο κυρίους, ιδιαίτερα όταν οι δύο κύριοι είναι εχθροί ο ένας με τον άλλον. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν «κάμει ιεροπρεπή ευχή να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του Θεού» και διέπονται από μια «πεποίθησι . . . εν σχέσει με ένα Υπέρτατο Ον, που συνεπάγεται καθήκοντα ανώτερα από εκείνα που προκύπτουν από οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέσι», περιλαμβανομένης οποιασδήποτε επιγείου σχέσεως προς τον Καίσαρα. Όταν, λοιπόν, προκύπτη οποιαδήποτε σύγκρουσις μεταξύ Θεού και Καίσαρος, αυτοί υποτάσσονται σ’ αυτά τα ανώτερα καθήκοντα, ακριβώς όπως ο απόστολος Πέτρος είπε στο Νομικό δικαστήριο: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους . . . Και ημείς είμεθα μάρτυρες.»—Πράξεις 5:29-32.
12. Τι δεν συνεζητείτο εκεί; Πώς, λοιπόν, εφαρμόζεται το Ματθαίος 22:21;
12 Επί πλέον, όταν ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους που του υπέβαλαν ερώτησι, «Απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα,» το ζήτημα που συνεζητείτο δεν ήταν η στρατολογία του Καίσαρος ή η εκούσια κατάταξις στο στρατό του. Επομένως η απάντησις του Ιησού δεν εφαρμόζεται σ’ αυτό. Εκείνο που τον ερωτούσαν ήταν, «Είναι συγκεχωρημένον να δώσωμεν δασμόν εις τον Καίσαρα, ή ουχί;» και γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς τούς εζήτησε να του δείξουν «το νόμισμα του δασμού» και του έδειξαν ένα δηνάριο που είχε την εικόνα και την επιγραφή του Καίσαρος. Ο Ιησούς, λοιπόν, εδήλωσε ότι ήταν νόμιμο, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού μέσω του Μωυσέως, να πληρώνουν φόρους στον Καίσαρα έστω και αν ο Καίσαρ είχε εκτείνει την αυτοκρατορία του με τη βία των σαρκικών οπλών και είχε αφαιρέσει την ανεξαρτησία και την ελευθερία του εκλεκτού λαού του Ιεχωβά. Ακόμη και ένας άνθρωπος ο οποίος προέβαλλε αντίρρησι της συνειδήσεώς του να υπηρετήση στα επιθετικά και υποδουλωτικά στρατεύματα του Καίσαρος, έπρεπε να πληρώνη φόρους σ’ αυτόν ως κατακτητήν. Ακόμη και αν ο Καίσαρ εχρησιμοποιούσε ένα μεγάλο μέρος του φόρου αυτού στο στρατιωτικό του πρόγραμμα, εν τούτοις, το τι αυτός έκανε με τα χρήματα που συνέλεγε από τους φόρους δεν αποτελούσε ευθύνη εκείνου που προέβαλλε αντίρρησι της συνειδήσεως. Με την ανάληψι από τον Καίσαρα του ελέγχου της χώρας και της ασκήσεως της κυβερνήσεως, όλος ο υποδουλωμένος λαός ελάμβανε κάποια υλικά οφέλη, και για τούτο έπρεπε να αποδίδη στον Καίσαρα τον φόρο ως οφειλόμενον σ’ αυτόν. Συνεπώς, ο αντιρρησίας της συνειδήσεως που βρίσκεται σε διαθήκη με τον Θεό να είναι μάρτυς του, όπως ήσαν οι Ιουδαίοι, δεν είναι εξουσιοδοτημένος να ενασχολήται σε οποιαδήποτε ανατρεπτική ενέργεια ή να προάγη έναν ειρηνισμό που θα ωδηγούσε σε απείθεια των πολιτών κατά το παράδειγμα του Μαχάτμα Γκάντι.
13, 14. Για ποια μεγάλη αιτία εκτός από την ομιλία του Ιησού, δεν αναμιγνύονται στις φιλονεικίες του κόσμου; Πώς φυλάττουν τη λατρεία τους καθαρή;
13 Επειδή είναι εντελώς αφωσιωμένοι στον Θεό με την ευχή που έκαμαν σ’ αυτόν μέσω του Χριστού, οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αποτελούν, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού, μέρος του κόσμου τούτου που κυβερνάται από τα πολιτικά συστήματα. Για τη σπουδαία αυτή Γραφική αιτία λέγουν στους επισήμους της κυβερνήσεως ότι έχουν αντίρρησι της συνειδήσεώς των να υπηρετήσουν σε οποιοδήποτε στρατιωτικό ίδρυμα ή οποιαδήποτε πολιτική διευθέτησι που αντικαθιστά τη στρατιωτική υπηρεσία. Ο Ιησούς είπε στον αντιπρόσωπο του Καίσαρος Πιλάτο: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου· εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, δια να μη παραδοθώ εις τους Ιουδαίους· τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν.» Έπειτα ο Ιησούς είπε στον Πιλάτο γιατί δεν είχε ενασχοληθή σε οποιαδήποτε στρατιωτική προσπάθεια για να ελευθερώση τους Ιουδαίους από την κυριαρχία του Καίσαρος, λέγοντας: «Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν.» Ήλθε για να είναι μάρτυς του Ιεχωβά και να λάβη ακολούθους από αυτόν τον κόσμο, και να τους κάμη μάρτυρας του Ιεχωβά σαν αυτόν τον ίδιον. Γι’ αυτό είπε στους αποστόλους του: «Επειδή . . . δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος.» Και όταν προσηύχετο στον Θεό γι’ αυτούς, είπε: «Δεν είναι εκ του κόσμου, καθώς εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου.» (Ιωάννης 18:36, 37· 15:19· 17:14, 16) Σχετικά με τους μάρτυρας του Ιεχωβά που ο κόσμος τούς μισούσε και τους κακομετεχειρίζετο, η προς Εβραίους επιστολή 11:38 λέγει: «Των οποίων δεν ήτο άξιος ο κόσμος.» Επειδή, λοιπόν, δεν αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου, τους απαγορεύεται να αναμιγνύωνται και να λαμβάνουν μέρος στις υποθέσεις του και στις φιλονεικίες του. Οι πνευματικοί Ισραηλίτες είναι εξίσου αποχωρισμένοι από τα έθνη και τους στρατούς των όσο ήσαν και οι φυσικοί Ισραηλίτες.
14 Για να είναι η μορφή της λατρείας των «καθαρά και αμίαντος ενώπιον του Θεού και Πατρός», πρέπει ο καθένας τους να προσπαθή να «φυλάττη εαυτόν αμόλυντον από του κόσμου.» (Ιάκωβος 1:27) Αυτοί λέγουν στους επισήμους ότι είναι εντελώς ουδέτεροι προς τις πολιτικές έριδες και τις διεθνείς φιλονεικίες και διαμάχες του κόσμου τούτου. Δεν έχουν ενεργό ή βίαιη ανάμιξι υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους, αλλά εκπληρώνουν τις ευχές των προς τον Θεό και πάντοτε συνηγορούν για τη βασιλεία του και την οδόν της σωτηρίας.
15. Γιατί δεν πολεμούν για εδάφη και δεν ανθίστανται στις πολιτικές μεταβολές;
15 Όπως οι ιερείς και Λευίτες του Ισραήλ που ήσαν ειδικά αφιερωμένοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά στο ναό του, αυτοί δεν έχουν κληρονομιά σ’ αυτόν τον κόσμο. Συνεπώς, δεν πολεμούν για εδάφη· και αν υποστούν απώλεια της ιδιοκτησίας των μέσω καταδιώξεων από την κυβέρνησι του τόπου των ή μέσω εισβολής στη χώρα ενόπλων επιδρομέων, εμπιστεύονται στον Θεό ότι θα τους προμηθεύση τα χρειώδη της ζωής. Καθώς έγραφε στους συμμάρτυράς του ο Παύλος όταν ήταν στη φυλακή: «Διότι εδείξατε συμπάθειαν εις τα δεσμά μου, και εδέχθητε μετά χαράς την αρπαγήν των υπαρχόντων σας, εξεύροντες ότι έχετε εις εαυτούς περιουσίαν εν ουρανοίς καλητέραν και διαμένουσαν.» (Εβραίους 10:34) Αντί να φονευθούν στη βίαιη προσπάθεια να προστατεύσουν τις υλικές περιουσίες του κόσμου τούτου, θα προτιμούσαν μάλλον να ζουν σε μια «διηρπαγμένη» κατάστασι για να μπορούν να εξακολουθούν τη μαρτυρία τους για τη βασιλεία του Θεού, και να ‘κηρύττουν τον λόγον’ και να ‘επιμένουν εγκαίρως, ακαίρως’. Αδιάφορο ποιες πολιτικές ή κυβερνητικές μεταβολές μπορεί να λάβουν χώραν εκεί που βρίσκονται, αυτοί, στην ουδέτερή τους στάσι, είναι υποχρεωμένοι να υποτάσσωνται σ’ αυτές και να συνεχίζουν το έργο του Θεού όσο μπορούν καλύτερα κάτω από τις αλλαγμένες συνθήκες. Γνωρίζουν ότι η βασιλεία του Θεού, για την οποία η επί του όρους ομιλία τούς διδάσκει να προσεύχωνται και την οποία κηρύττουν, θα αναλάβη τον πλήρη έλεγχο όλης της γης μετά τον Αρμαγεδδώνα.—2 Τιμόθεον 4:2.
ΟΙ ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ
16. Από τι τους εξαιρεί τώρα ο Θεός; Τι πρέπει, λοιπόν, να πράξουν οι επίσημοι;
16 Οι καθιερωμένοι ιερείς και Λευίτες εξηρούντο από την καταγραφή για στρατιωτική υπηρεσία στον Ισραήλ. (Αριθμοί 1:45-54· 2:32, 33) Αφού οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι καθιερωμένοι στον Θεόν ως ακόλουθοι του Ιησού Χριστού, πρέπει παρόμοια να εξαιρούνται από στρατιωτικά καθήκοντα με σαρκικά όπλα. Ο Θεός τώρα τους εξαιρεί, μη ζητώντας απ’ αυτούς να πολεμήσουν όπως ο Ιησούς του Ναυή, ο Γεδεών, ο Σαμψών, ο Ιεφθάε, ο Βαράκ και ο Δαβίδ των αρχαίων χρόνων. Ο Ιεχωβά Θεός κατέστησε αυτούς τους Χριστιανούς μάρτυρας διακόνους του ευαγγελίου της Βασιλείας του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Νόμος Στρατιωτικής Υπηρεσίας του 1948 εξαιρεί τους χειροτονημένους και τακτικούς διακόνους του ευαγγελίου από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Αλλά οι αξιωματούχοι που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του Νόμου αυτού, επιτρέπουν την εξαίρεσι μόνο σ’ εκείνους που είναι ολοχρόνιοι διάκονοι, και όχι σε όλους τους υπολοίπους. Αλλά κάθε ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά έχει ως αποστολή του τη διακονία και είναι διάκονος του ευαγγελίου, είτε μπορεί να διαθέτη όλον τον χρόνο του είτε μέρος μόνο του χρόνου του. Όχι απλώς οι ολοχρόνιοι υπηρέται ανάμεσά τους, αλλά κάθε ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά είναι δεσμευμένος με μια ευχή αφιερώσεως που συνεπάγεται «καθήκοντα ανώτερα από εκείνα που προκύπτουν από οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέσι». Για τούτο ο λόγος του Θεού προσδιορίζει κάθε έναν απ’ αυτούς ως διάκονον του Θεού και κήρυκα του ευαγγελίου της Βασιλείας οι δε αξιωματούχοι του νόμου της χώρας, ενώ έχουν νόμιμο δικαίωμα να ενεργήσουν όπως ενεργούν, δεν έχουν όμως κανένα Γραφικό δικαίωμα να κάνουν διάκρισι και να περιορίζουν τη στρατιωτική εξαίρεσι σε μερικούς μόνο, ενώ αποκλείουν άλλους. Κάνοντας τούτο πρέπει ν’ αναλάβουν ευθύνη ενώπιον του Θεού διότι ‘μηχανώνται αδικίαν δια νόμου’.
17. Γιατί, σύμφωνα με την προφητεία του Ιησού για τη συντέλεια του παρόντος συστήματος πραγμάτων, δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους;
17 Επειδή είναι τέτοιοι διάκονοι και κήρυκες, δεν έχουν εγκαταλείψει την ουδετερότητά τους ως αντιρρησίαι της συνειδήσεως για να παρεκκλίνουν και ενασχοληθούν στη στρατιωτική υποστήριξι τούτου ή του άλλου μέρους οποιασδήποτε κοσμικής συρράξεως. Ο Ιησούς προείπε την ουδετερότητά τους και τη δραστηριότητά τους στο κήρυγμα κατά τον πολεμικόν αυτόν καιρόν. Όταν επροφήτευσε: «Θέλει εγερθή έθνος επί έθνος, και βασιλεία επί βασιλείαν», δεν είπε ότι οι αληθινοί του ακόλουθοι θα ενησχολούντο σε τέτοια ένοπλη έγερσι. Αντί τούτου, προείπε ότι θα εκακοποιούντο και θα ήσαν «μισούμενοι υπό πάντων των εθνών», όχι μόνο των εχθρικών εθνών, αλλά όλων. Έπειτα, δίνοντας στους μάρτυρας του Ιεχωβά μια εντολή για την ημέρα αυτή και προλέγοντας επίσης τι είδους έργο θα επιτελούσαν, είπε: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθαίος 24:14) Τώρα, λοιπόν, κάθε μάρτυς που έχει κάμει ευχήν στον Ιεχωβά Θεό μέσω του Χριστού, πρέπει να υπακούη σ’ αυτή την προφητική εντολή και να εκπληρώνη την αποστολή του ως χειροτονημένος διάκονος των καλών νέων της Βασιλείας. Δεν υπάρχει εξαίρεσις για κανέναν αφιερωμένο διάκονο. Εκείνοι που λαμβάνουν την ηγεσία μεταξύ τους πρέπει να δώσουν το παράδειγμα, και οι άλλοι πρέπει να τους μιμηθούν. (1 Πέτρου 5:1-3) Αυτοί οι ηγετικοί διάκονοι δεν ενασχολούνται σε σαρκικό πόλεμο, αλλά κηρύττουν. Όσοι έχουν ενταχθή στις γραμμές των μαρτύρων του Ιεχωβά, που είναι επίσης διάκονοι του Θεού, αντιγράφουν το πιστό παράδειγμά τους και ειρηνικά κηρύττουν.
18, 19. Πώς, ως πρέσβεις του Θεού, έχουν αντίρρησι της συνειδήσεως;
18 Σ’ αυτούς τους Χριστιανούς μάρτυρας ο απόστολος Παύλος έγραψε: «[Ο Θεός] ενεπιστεύθη εις ημάς τον λόγον της διαλλαγής. Υπέρ του Χριστού λοιπόν είμεθα πρέσβεις, ως εάν σας παρεκάλει ο Θεός δι’ ημών· δεόμεθα λοιπόν υπέρ του Χριστού, διαλλάγητε προς τον Θεόν.» (2 Κορινθίους 5:19, 20) Ως ‘πρέσβεις υπέρ του Χριστού’ οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν αντίρρησι της συνειδήσεως να υπηρετήσουν στα στρατιωτικά και τα συναφή ιδρύματα των εθνών.
19 Οι πρέσβεις εξαιρούνται από στρατιωτική υπηρεσία στο έθνος που τους αποστέλλει η κυβέρνησίς των, ιδιαίτερα σ’ ένα εχθρικό έθνος. Θυμηθήτε ότι στους Βιβλικούς χρόνους οι πρέσβεις απεστέλλοντο, όχι σε φιλικά έθνη αλλά σε έθνη που ευρίσκοντο σε πόλεμο ή που απειλούσαν πόλεμο. Οι πρέσβεις του Θεού υπέρ Χριστού δεν αποστέλλονται σε φιλικά έθνη αλλά σε εχθρικά έθνη. Όλα τα έθνη αυτού του κόσμου του Σατανά είναι εχθρικά προς τον Θεό. Το άγγελμα που δίδεται σ’ αυτούς τους πρέσβεις για να το διαβιβάσουν είναι, «Διαλλάγητε προς τον Θεόν.» Αυτό δείχνει ότι τα έθνη δεν είναι φιλικά. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν αυτοί οι πρέσβεις σύμφωνα με τη Γραφή να υπηρετήσουν στις στρατιωτικές δυνάμεις τέτοιων εθνών ή σύμφωνα με τη Γραφή να συναινέσουν να το πράξουν αυτό όταν απαιτήται από τον εθνικό νόμο; Το να εγκαταλείψουν τις τάξεις των διακόνων Του και έτσι να παύσουν να κηρύττουν, θα εσήμαινε ότι πολεμούν εναντίον του Θεού, ο οποίος έστειλε τους πρέσβεις του για να καλέσουν τα έθνη να συμφιλιωθούν με τον Θεόν, όχι να τον πολεμήσουν. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πρέσβεις του Θεού που αποστέλλονται σε ΟΛΑ τα έθνη, με το ίδιο άγγελμα για όλα. Συνεπώς δεν έχουν καταταγή στις μαχόμενες δυνάμεις κανενός έθνους. Διακρατούν αυστηρή ουδετερότητα προς τα έθνη αυτά μέσα στις θανάσιμες συγκρούσεις των. Παραμένουν πιστοί στη θεία κυβέρνησι, που τους αποστέλλει ως πρέσβεις, έστω και αν αυτή η ουδετερότης και αυτό το κήρυγμα της Βασιλείας γίνεται αιτία να είναι «μισούμενοι υπό πάντων των εθνών». Δεν επολέμησαν για τα ασυμφιλίωτα συστήματα που ο Θεός θα καταστρέψη στον Αρμαγεδδώνα. Εκ των λόγων αυτών προέρχεται η ενσυνείδητη αντίρρησίς των!
20. Ποιοι όροι που εφαρμόζονται στον αγώνα τους δείχνουν ότι αυτοί δεν είναι ειρηνισταί;
20 Σχετικά μ’ αυτούς τους πρέσβεις ο απόστολος λέγει σ’ αυτή την ίδια επιστολή: «Αν και περιπατώμεν εν σαρκί, δεν πολεμούμεν όμως κατά σάρκα· διότι τα όπλα του πολέμου ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά συν Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων· επειδή καθαιρούμεν λογισμούς, και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού, και αιχμαλωτίζομεν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού.» (2 Κορινθίους 10:3-5) Γι’ αυτόν τον πνευματικό πόλεμο διατάσσεσθε: «Ενδύθητε την πανοπλίαν του Θεού»· και την πνευματική αυτή πανοπλία πρέπει να την ενδυθήτε «δια να δυνηθήτε να σταθήτε εναντίον εις τας μεθοδείας του διαβόλου· διότι δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’ εναντίον εις τας [πνευματικάς] αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις.» Σατανάς ο Διάβολος είναι ο «άρχων του κόσμου τούτου» και ο «θεός του κόσμου τούτου» [του αιώνος τούτου, Κείμενον] [του παρόντος συστήματος πραγμάτων, Μ.Ν.Κ.]». (Εφεσίους 6:11-13 και Ιωάννης 12:31 και 2 Κορινθίους 4:4) Αυτή η ίδια η εφαρμογή τέτοιων στρατιωτικών όρων από μια πνευματική άποψι στους πρέσβεις του Θεού, δείχνει ότι αυτοί δεν είναι ειρηνισταί.
21. Σε ποια πάλη και σε ποιο στράτευμα βρίσκονται; Γιατί, λοιπόν, παραμένουν ουδέτεροι;
21 Η πάλη τους δεν είναι εναντίον αίματος και σαρκός. Τους πραγματικούς των εχθρούς δεν μπορούν να τους εγγίσουν σαρκικά όπλα, και συνεπώς αυτοί ενδύονται την πνευματική πανοπλία του Θεού. Στρέφουν τις μαχητικές των ικανότητες και ενέργειες στην πνευματική πάλη για να ελευθερώσουν ανθρώπους από τη δουλεία των πονηρών πνευματικών δυνάμεων που κυριαρχούν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ανήκουν στο πνευματικό στράτευμα του Θεού υπό τον Ιησούν Χριστόν. Γι’ αυτούς το να εγκαταλείψουν το στράτευμα αυτό και να ενωθούν με τον παρόντα κόσμο, θα ήταν απιστία στον Θεό και στον Χριστό. Θα άξιζε να τιμωρηθούν με καταστροφή χωρίς ελπίδα ζωής στον δίκαιο νέο κόσμο. Πρέπει να τηρήσουν τη συνθήκη τους με τον Θεό και να εκπληρώσουν την ευχή τους αυτόν, διότι εκείνοι που είναι «παραβάται συνθηκών» είναι, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού, «άξιοι θανάτου». (Ρωμαίους 1:31, 32) Οι μάρτυρες, λοιπόν, του Ιεχωβά παραμένουν ουδέτεροι προς τις κοσμικές συγκρούσεις και υπακούουν στις αυστηρές αυτές διαταγές που προέρχονται άνωθεν: «Συ λοιπόν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού. Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται εις τας βιωτικάς υποθέσεις, δια να αρέση εις τον στρατολογήσαντα.» (2 Τιμόθεον 2:3, 4) Με την ουδέτερη αυτή στάσι προς τις κοσμικές συγκρούσεις και με πιστή εγκαρτέρησι στον πνευματικόν αγώνα, οι στρατιώτες αυτοί που στρατολογήθηκαν από τον Χριστό λαμβάνουν την επιδοκιμασία του.
ΜΙΑ ΠΑΓΓΗΙΝΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ
22, 23. Επειδή αποτελούν τι είδους κοινωνία δεν μπορούν να εμπλέκωνται σε διεθνή αγώνα; Κάτω από ποιες οδηγίες ευρίσκονται;
22 Αφού οι πρέσβεις του Θεού αποστέλλονται σε όλα τα έθνη με το ένα άγγελμα της διαλλαγής ή συμφιλιώσεως, τότε όλοι εκείνοι που συμφιλιώνονται μ’ αυτόν, γίνονται μια παγγήινη κοινωνία αδελφών. Μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι μια διεθνής συνάθροισις Χριστιανών αδελφών. Ο λόγος του Θεού τούς απαγορεύει να διχάζωνται για ιδιοτελή συμφέροντα και ν’ αρχίζουν να πολεμούν ο ένας τον άλλον· τους διατάσσει να παραμένουν ενωμένοι και να διατηρούν ειρήνη μεταξύ τους. Για να τονισθή αυτό, ετέθη η ερώτησις: «Διεμερίσθη ο Χριστός; . . . διότι ενώ είναι μεταξύ σας φθόνος και έρις και διχόνοιαι, δεν είσθε σαρκικοί, και περιπατείτε κατά άνθρωπον;» (1 Κορινθίους 1:13· 3:3) Για τούτο δεν εγκατέλειψαν την ουδετερότητά τους προς τον κόσμον αυτόν και δεν ενώθηκαν με τους στρατούς του διηρημένου αυτού κόσμου που τελεί υπό τον εχθρόν Σατανάν ή Διάβολο. Αν το έκαναν αυτό θα εσήμαινε ότι έγιναν ανταγωνισταί των πνευματικών αδελφών των, των τέκνων του Θεού, όπως ακριβώς στον πόλεμο ο Διαμαρτυρόμενος γίνεται ανταγωνιστής του Διαμαρτυρομένου, ο Καθολικός του Καθολικού, ο Ιουδαίος του Ιουδαίου. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, για τον οποίον θα εκρατούντο αυστηρά υπόλογοι από τον ουράνιο Πατέρα των. Αντίθετα με το να αφαιρούν ή να ζητούν να αφαιρέσουν τη ζωή των αδελφών των, των υιών του Θεού, αυτοί προτρέπονται να καταθέτουν τη ζωή τους για τους αδελφούς των, μιμούμενοι τον Ιησούν Χριστό και όχι τον Κάιν που έσφαξε τον αδελφό του Άβελ. Συνεπώς, ο απόστολος Ιωάννης γράφει:
23 «Μη θαυμάζετε, αδελφοί μου, αν ο κόσμος σας μισή. Ημείς εξεύρομεν ότι μετέβημεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, διότι αγαπώμεν τους αδελφούς· όστις δεν αγαπά τον αδελφόν, μένει εν τω θανάτω. Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού, είναι ανθρωποκτόνος· και εξεύρετε ότι πας ανθρωποκτόνος δεν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν εαυτώ. Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν [ή, ζωήν] αυτού έβαλε· και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς [ή ζωάς] ημών.»—1 Ιωάννου 3:11-16.
24. Αντί να συντρίβουν καρδιές και να πληγώνουν, τι πρέπει να κάνουν τώρα;
24 Το πνεύμα του Ιεχωβά Θεού είναι επάνω στους μάρτυράς του για να ‘ευαγγελίζωνται εις τους πτωχούς’ και για να ‘ιατρεύουν τους συντετριμμένους την καρδίαν’ μάλλον παρά να συντρίβουν καρδιές σε σαρκική πάλη. Τώρα που ο ποταμός της ζωοπαρόχου αληθείας ρέει από τον θρόνο της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού, οι μάρτυρές του πρέπει να είναι σαν δένδρα που τα φύλλα τους είναι «εις θεραπείαν των εθνών» και «δια ιατρείαν», μάλλον παρά να πληγώνουν τα έθνη. (Ησαΐας 61:1· Λουκάς 4:18· Αποκάλυψις 22:2· Ιεζεκιήλ 47:12) Αυτή είναι η «πολύ υπερέχουσα οδός» της αγάπης, η αγάπη προς τον Θεόν με όλα όσα έχει ένα άτομο και η αγάπη προς τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας.—1 Κορινθίους 12:31-13:7.
25. Από ποιες απόψεις, λοιπόν, οι μάρτυρες του Ιεχωβά αποδεικνύονται συνεπείς;
25 Όλα τα προηγούμενα αποτελούν μια μερική μόνο έκθεσι της περιπτώσεως των μαρτύρων του Ιεχωβά, την οποίαν αυτοί ανέπτυξαν σε συμβούλια, σε επισήμους και σε δικαστήρια που είχαν την ευθύνη σύμφωνα με τον νόμο της χώρας ν’ αποφασίσουν αν θα τους εχορηγούντο τα δικαιώματα των αντιρρησιών της συνειδήσεως και των διακόνων. Αρκετά δε έχουν λεχθή για ν’ αποδειχθή σ’ αυτά τα συμβούλια, τους επισήμους και όλους τους άλλους ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι συνεπείς στους ισχυρισμούς των. Δεν είναι ειρηνισταί, αλλά είναι διάκονοι και αντιρρησίαι της συνειδήσεως για Γραφικούς λόγους. Με την τήρησι αυτής της στάσεως, τα συμβούλια κατέστησαν ικανά ν’ αντιληφθούν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά μένουν ουδέτεροι απέναντι του κόσμου τούτου και ότι παραμένουν διάκονοι του Θεού και χειροτονημένοι κήρυκες του ευαγγελίου της βασιλείας του υπό τον Χριστόν, με αντίρρησι βασιζόμενη στις Γραφές και στη συνείδησί τους όσον αφορά τη συμμετοχή τους σε κοσμικό πόλεμο οποιασδήποτε μορφής.
(Μετάφρασις από το περιοδικό The Watchtower 1-2-1951, Brooklyn, N.Y., U.S.A.)