Πρέπει οι Χριστιανοί να Λατρεύουν Λείψανα;
ΕΧΕΙ λεχθή ότι οι «πολυτιμότεροι θησαυροί» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι οι μεγάλες της συλλογές λειψάνων, τα οποία πολύ εκτιμώνται, και στα οποία αποδίδεται μεγάλος σεβασμός και τιμή εκ μέρους των πιστών. Μια τέτοια αφοσίωσις εξεδηλώθη ιδιαίτερα όταν τελευταίως εξετέθη σε προσκύνημα το δεξί χέρι του αγ. Φραγκίσκου Ξαβιέ, πρώτου Ιησουίτου ιεραποστόλου στην Ιαπωνία πριν από 400 έτη.
Στο μητροπολιτικό ναό της Παναγίας των Παρισίων βρίσκεται το «φημισμένο αληθινό στεφάνι από αγκάθια που φόρεσε ο Χριστός» και στη Μπρουνζ του Βελγίου υπάρχει «λείψανο του Πολυτιμοτάτου Αίματος του Κυρίου ημών». (Καθολ. Ρέτζιστερ του Ντένβερ) Ένα μικρό κομμάτι του «Τιμίου Ξύλου» επωλήθη το 1945 σε μια δημοπρασία του Λονδίνου για 600 λίρες στερλίνες, και πριν από δύο μήνες η εφημερίς Καθολικός Κήρυξ του Λονδίνου έγραψε πως το δήθεν λείψανο του Τιμοθέου, συντρόφου του αποστόλου Παύλου, βρέθηκε σε μια εκκλησία στην Αδριατική ακτή της Ιταλίας. Στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας υπάρχει μια εκκλησία διακοσμημένη με τα κόκκαλα 10.000 ατόμων, διατεταγμένα σε μορφή ασπίδων, στεφάνων, σχημάτων του εσταυρωμένου κλπ. Άλλες εκκλησίες στη Βοημία και στην Ιταλία είναι διακοσμημένες με υπολείμματα οστών νεκρών ανθρώπων τα οποία λατρεύονται. Καθώς η Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία καταγράφει σε καταλόγους τη μεγάλη αυτή συλλογή των αρχαιοτήτων, γνωρίζει καλά το γεγονός ότι λείπουν τα οστά του αποστόλου Πέτρου. Γι’ αυτό εκδηλώνεται από μέρους των ο φανατικός ζήλος να γεμίζουν τον δημόσιο τύπο με ιστορίες για το πώς αυτοί «υποθέτουν», «εικάζουν», «φαντάζονται» και «υποπτεύονται» ότι «ίσως», «μπορεί» ή «πιθανόν» τα οστά του Πέτρου να ευρίσκονται στο ειδωλολατρικό νεκροταφείο πάνω στο οποίο είναι κτισμένο το Βατικανό.
Γιατί όμως τα παλαιά αυτά οστά, αίμα και άλλα αντικείμενα να λατρεύωνται; Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (τόμ. 12, σελ. 734) λέγει: «Η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με το σεβασμό προς τα λείψανα εκτίθεται σε μια απόφασι της Συνόδου του Τρεντ (Συνεδρίασις XXV), η οποία επιβάλλει στους επισκόπους και λοιπούς ποιμένας της Εκκλησίας να διδάσκουν τα ποίμνιά των ότι ‘τα άγια σώματα των αγίων μαρτύρων και άλλων που ζουν τώρα με τον Χριστό—τα οποία σώματα ήσαν τα ζώντα μέλη του Χριστού και «ο ναός του Αγίου Πνεύματος» (1 Κορινθίους 6:19) και τα οποία θα εγερθούν δι’ Αυτού σε αιώνια ζωή και θα δοξασθούν, πρέπει να τιμώνται από τους πιστούς, διότι μέσω αυτών [των σωμάτων] ο Θεός εχορήγησε πολλά ευεργετήματα στους ανθρώπους’.» Τα γραφόμενα των πρώτων «πατέρων της εκκλησίας», όπως του Αμβροσίου και του Αυγουστίνου, παρατίθενται σαν δικαιολογία για την απόφασι αυτή της Συνόδου.
Όσο για Γραφική υποστήριξι, η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία λέγει: «Στρεφόμενοι σε ανάλογα που μνημονεύονται στις Γραφές, οι συντάκται [της «Ρωμαιοκαθολικής Κατηχήσεως» που συνέγραψεν η Σύνοδος του Τρεντ] αναφέρουν περαιτέρω: ‘Αν τα περιζώματα, τα μανδήλια (Πράξεις 19:12), αν η σκιά των αγίων (Πράξεις 5:15), πριν απέλθουν από την παρούσα ζωή, εξηφάνιζαν ασθένειες και επανέδιδαν τη δύναμι, ποιος θα τολμήση ν’ αρνηθή ότι ο Θεός κάνει τα ίδια θαύματα με την άγια τέφρα, με τα οστά, και άλλα λείψανα των αγίων;’»
Δεν είναι ζήτημα γενναιότητος ή τόλμης η υπεράσπισις ενός θεολογικού δόγματος, ορθού ή λανθασμένου. Αντί για τόλμη, ρωτούμε, ποιος έχει μάλλον την ειλικρίνεια να εξετάση τι λέγει ο ιερός και αλάνθαστος Λόγος της Αληθείας του Θεού πάνω στο ζήτημα αυτό; Όσοι τον εξετάσουν, θα πεισθούν ότι οι Γραφές δεν υποστηρίζουν διόλου τη λατρεία λειψάνων. Στις περιπτώσεις που ιδιαιτέρως αναφέρονται πιο πάνω, Πράξεις 5:15 και 19:12, δεν αμφισβητεί κανείς ότι ο Θεός έκαμε μεγάλα θαύματα δια των χειρών του Πέτρου και Παύλου. Εν τούτοις όμως, οι άνδρες εκείνοι ενόσω ζούσαν δεν επέτρεψαν σε άλλα πλάσματα να υποκλίνωνται μπροστά τους ή να τους αποδίδουν λατρεία και σεβασμό. Γιατί λοιπόν να λατρεύη κανείς τα οστά των μετά τον θάνατό των; (Πράξεις 10:25, 26) Η αφήγησις στο 2 Βασιλέων 13:21 αναφέρει πώς ένας νεκρός αναστήθηκε όταν ήγγισε τα οστά του προφήτου Ελισσαιέ, αλλά δεν βρίσκομε πουθενά καμμιά αναγραφή ότι τα οστά του Ελισσαιέ ελατρεύοντο είτε πριν είτε μετά από το θαύμα εκείνο. Το θαύμα το έκαμε ο Θεός, όχι τα οστά· κατά συνέπειαν όλος ο σεβασμός, η λατρεία, η δόξα, η τιμή και ο αίνος, είναι κατάλληλο να αποδοθούν στον Θεό και όχι στα νεκρά οστά.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΝΕΙ ΚΙ ΑΛΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙ
Εκτός από τα ανωτέρω Γραφικά εδάφια, ο διακεκριμένος Ιησουίτης θεολόγος Βελλαρμίν αναφέρει και τα 2 Βασιλέων 23:16-18, Ησαΐας 11:10 και Ματθαίος 9:20-22, ως «απόδειξιν» για τη λατρεία των λειψάνων. Εν τούτοις, η εξέτασις των εδαφίων αυτών αποδεικνύει ότι δεν έχουν καμμιά βαρύτητα εν σχέσει με αυτό το ζήτημα. Στην πρώτη περίπτωσι, ο Ιωσίας έδειξε σεβασμό για τον προφήτη του Κυρίου, αφήνοντας αδιατάρακτα τα οστά του. Αλλά δεν τα προσκύνησε, ούτε απέδωσε τιμή ή λατρεία σ’ εκείνα τα οστά, ούτε διέταξε ή επέτρεψε ν’ αποδοθή θρησκευτικός σεβασμός στα οστά από μέρους άλλων. Ο Ιωσίας εθεώρησε καθήκον του να καθαρίση τη χώρα από την ειδωλολατρία και τις δαιμονικές πράξεις και δεν θ’ άφηνε να ματαιωθή ο σκοπός του αυτός εγκαθιστώντας τη λατρεία οστών των νεκρών αντί της καθαρής λατρείας του Ιεχωβά.—2 Βασιλέων 23:16-18.
Η εξέτασις των Γραφών αποκαλύπτει ότι η Καθολική Μετάφρασις Ντουαί έχει χονδροειδώς παρερμηνεύσει το εδάφιο Ησαΐας 11:10, αναφέροντας σχετικά με τη «ρίζα του Ιεσσαί» ότι «ο τάφος αυτού θα είναι ένδοξος». Η αρχική Εβραϊκή λέξις που μεταφράζεται εδώ ως «τάφος» έχει την έννοια της «αναπαύσεως» ή του «τόπου αναπαύσεως» και δεν αναφέρεται σε τάφο ή μνημείο. Από τις 21 περιπτώσεις όπου απαντάται η λέξις αυτή, η Λατινική Μετάφρασις της Βουλγάτας, καθώς δεικνύεται από τη Μετάφρασι Ντουαί, μόνο μια φοοά μεταφράζει αυτή τη λέξι κατά τον ανωτέρω τρόπον. Σε πλείστες άλλες περιπτώσεις τη μεταφράζει με τον κατάλληλο τρόπο.
Παρατηρήστε λ.χ. το βιβλίο της Ρουθ 1:9 και θα ιδήτε πως η Λατινική Βουλγάτα δεν τόλμησε να παρερμήνευση τη λέξι αυτή και να τη μεταφράση τάφος αντί «ανάπαυσις». Η εξέχουσα Καθολική αυθεντία, ο Μονσινιόρ Ρόναλδ Νοξ, στη Μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών που έκαμε στο 1950, διορθώνει το λάθος στο εδάφιο του Ησαΐα και εκφράζει τη λύπη του για το λάθος της Βουλγάτας. Σε μια υποσημείωσι λέγει ότι «η Λατινική γλώσσα εννοεί αυτή τη λέξι ως ανάπαυσι στον τάφο, αλλ’ αυτή δεν είναι η έννοια του Εβραϊκού Κειμένου». Ώστε το εδάφιο Ησαΐας 11:10 δεν υποστηρίζει διόλου τη λατρεία τάφων.
Στον Ματθαίο 9:20-22 αναφέρεται πως μια άρρωστη γυναίκα είχε τόσο μεγάλη πίστι ώστε μόλις ήγγισε το ένδυμα του Ιησού θεραπεύθηκε. Αναμφιβόλως, τόσον αυτή όσο και οι άλλοι που θεραπεύθηκαν θαυματουργικά απ’ τον Ιησού, απέδωκαν αίνο στον Παντοδύναμο Θεό, όχι στα ενδύματα ούτε σ’ εκείνον που τα φορούσε. (Ματθαίος 9:8· Πράξεις 3:8, 9) Καμμιά αναγραφή δεν υπάρχει στη Βίβλο για το αντίθετο.—Μάρκος 5:25-34· Λουκάς 8:43-48.
Οι Ισραηλίτες διατηρούσαν μερικά πράγματα, όπως τη στάμνα του μάννα, τη ράβδο του Ααρών που εβλάστησε, τις λίθινες πλάκες του Νόμου, αλλ’ αυτά ετηρούντο σαν ένα νομικόν αρχείον, σαν μια μαρτυρία μπροστά στο λαό, και σε καμμιά περίπτωσι δεν εσύρθηκαν έξω για λατρεία ή για να χρησιμοποιηθούν για θεραπεία των πόνων του λαού. (Εβραίους 9:4· Έξοδος 25:10, 16· Αριθμοί 17:10· Δευτερονόμιον 31:26, 27) Υπήρχε ακόμη και το ισχυρό σπαθί του Γολιάθ, που ήταν περιτυλιγμένο και εφυλάσσετο στον οίκο του Κυρίου σαν μια μαρτυρία του τι είχε κάμει ο Ιεχωβά στον υπερήφανο και αλαζόνα εκείνον καυχηματία. Κανείς όμως από το λαό Ισραήλ δεν ελάτρευσε το αιματοβαμμένο εκείνο λείψανο, ούτε απέδωσε τιμή σ’ αυτό.—1 Σαμουήλ 21:9.
Ότι τέτοια «ενθύμια» δεν πρέπει να τιμώνται καταδεικνύεται από εκείνο που συνέβη στον χάλκινον όφιν που είχε υψώσει ο Μωυσής. Επί πολλά χρόνια κρατήθηκε σαν σύμβολο της δυνάμεως του Ιεχωβά να σώζη, αλλά όταν το έθνος εστράφη μακριά από τον Θεόν και άρχισε να δείχνη σεβασμό και ευλάβεια σ’ εκείνο το λείψανο, ο καλός βασιλεύς Εζεκίας το κατέστρεψε, έχοντας πλήρη την επιδοκιμασία του Θεού. Αυτή είναι μια περίπτωσις που έχει άμεση σχέσι με το ζήτημα της λειψανολατρίας, και καταδικάζει αυτή τη μορφή της ειδωλολατρίας με τον πιο θετικό και αναμφισβήτητο τρόπο.—Αριθμοί 21:8, 9· 2 Βασιλέων 18:4-6.
Επιπρόσθετα, ο νόμος του Θεού εις Αριθμούς 19:11-13 καθορίζει με σαφήνεια ότι τα νεκρά σώματα είναι ακάθαρτα, όχι «άγια». Τα οστά του Ιακώβ και του Ιωσήφ, από σεβασμό προς σχετική επιθυμία των ανδρών εκείνων, ετάφησαν στη γη της επαγγελίας μάλλον παρά στην Αίγυπτο. Ας σημειωθή ότι τα οστά αυτά δεν τα εκρέμασαν στη σκηνή ούτε τα εχρησιμοποίησαν για να στολίσουν το ναό του Σολομώντος ούτε και τα εφύλασσαν με ιεροπρέπεια σε σκαλισμένη θήκη με την ελπίδα ότι θα θεραπεύσουν τις αρρώστειες εκείνων που θα ήρχοντο ως προσκυνηταί να τα ιδούν. Όχι, τα οστά των ανδρών εκείνων ετάφησαν στη γη. (Γένεσις 50:5-13, 25, 26· Έξοδος 13:19· Ιησούς Ναυή 24:32· Πράξεις 7:15, 16) Πόσο θα επιθυμούσε ο Διάβολος να έχη στην κατοχή του τα οστά του Μωυσέως! Αλλά ο Κύριος εφρόντισε για το ζήτημα αυτό και τα έθαψε σε μέρος που κανείς δεν εγνώριζε, ώστε ο εκλεκτός Του λαός να μη σκοντάψη και μιμηθή την ειδωλολατρική τακτική λατρεύοντας τα λείψανα του Μωυσέως. (Δευτερονόμιον 34:5,6· Ιούδας 9) Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωσι του ανθρωπίνου σώματος του Ιησού. Ο Κύριος διέθεσε το σώμα εκείνο με τέτοιον τρόπο που οι λειψανοσυλλέκται δεν μπόρεσαν ποτέ να βάλουν τα χέρια τους επάνω του.—Ματθαίος 28:5, 6· Μάρκος 16:6· Λουκάς 24:1-3.
Δεν υπάρχει ούτε μόριον αποδείξεως ότι το σώμα του πρώτου Χριστιανού μάρτυρος Στεφάνου, ή τα οστά του μάρτυρος Ιακώβου, διαμοιράσθηκαν στους πιστούς ή εστάλησαν σε περιοδεία σαν λείψανα από τους πρώτους Χριστιανούς. Αντίθετα, η Γραφή αναφέρει καθαρά ότι το σώμα του Στεφάνου ετάφη στη γη. (Πράξεις 8:2) Κατά συνέπειαν, τα Γραφικά αυτά γεγονότα δεν παρέχουν ανακούφισι ή υποστήριξι σ’ εκείνους που διδάσκουν ότι τα οστά των «αγίων» και μαρτύρων πρέπει ν’ απολαύουν σεβασμού και λατρείας. Κατόπιν τούτου, η Ιεραρχία προστρέχει στην παράδοσι και στα ειδωλολατρικά έθιμα για υποστήριξι.
ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ
Επιπρόσθετα σε όσα ο άγιος Λόγος του Θεού, η Βίβλος, αναφέρει πάνω στο ζήτημα αυτό, υπάρχουν και άλλοι σοβαροί λόγοι για τους οποίους οι αληθινοί Χριστιανοί δεν πρέπει να αποδίδουν σεβασμό και λατρεία στα θρησκευτικά λείψανα. Η πράξις ή το έθιμο αυτό δεν έχει την αρχή του από τον Χριστόν ή τους αποστόλους του ή από το εκλεκτό έθνος του Θεού, τον Ισραήλ. Είναι μια καθαρά ειδωλολατρική εφεύρεσις, και συνεπώς είναι του Διαβόλου, η δε Καθολική Εγκυκλοπαιδεία το παραδέχεται αυτό. Λέγει ότι ο σεβασμός των λειψάνων είναι ένα «πρωτόγονο ένστικτο» και εξασκείται και από πολλά άλλα θρησκευτικά συστήματα εκτός από το Καθολικό. Εξιστορεί σε συνέχεια πώς οι αρχαίοι Έλληνες ελάτρευαν με δεισιδαιμονία τα οστά και την τέφρα των ηρώων των, πώς οι Πέρσαι «απέδιδαν βαθύτατο σεβασμό» στο λείψανο του Ζωροάστρου και πώς «η λειψανολατρία μεταξύ των Βουδδιστών όλων των αποχρώσεων είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός».
Άλλες αυθεντικές πηγές αναφέρουν ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, Ασσύριοι και Βαβυλώνιοι ελάτρευαν επίσης τα λείψανα των κυρίων και αρχόντων των. Μέσα στον ειδωλολατρικό κόσμο η ίδια λατρεία είχε ακμάσει αιώνες πριν εμφανισθούν στον κόσμο Χριστιανοί άγιοι ή μάρτυρες . . . Από την αρχαιότατη εποχή, το Βουδδιστικό σύστημα είχε στηριχθή στη λατρεία λειψάνων που έκαναν θαύματα σαν εκείνα τουλάχιστον που έκαναν τα λείψανα του αγ. Στεφάνου ή των «Είκοσι Μαρτύρων» [που αναφέρει ο Αυγουστίνος].» (Οι Δύο Βαβυλώνες του Αλεξ. Χίσλοπ, σελ. 177, 178), Στην Κάνδυ της Κεϋλάνης, μέσα σ’ ένα ναό 400 ετών υπάρχει ένα υποτιθέμενο δόντι του Βούδδα «τιμώμενο από πολλά εκατομμύρια λαού». (Εφημ. Ημερήσια Νέα της Κεϋλάνης, 1ης Απριλίου 1950) Μπροστά στο λείψανο αυτό στάθηκε την 1η Ιανουαρίου 1950 και ο Άγγλος Υπουργός των Εξωτερικών, Έρνεστ Μπέβιν, με την ελπίδα ότι θα θεραπευθή θαυματουργικά από την ασθένειά του.—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 16 Ιανουαρίου 1950.
Η ειδωλολατρική σκέψις του ν’ αποδίδωνται μαγικές δυνάμεις σε οστά, κρανία, δόντια και δέρματα είναι τόσο πολύ αρχαιότερη από τον Χριστιανισμό, ώστε η ανωτέρω Καθολική αυθεντία την ονομάζει «πρωτόγονο ένστικτο». Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά φετιχισμός, για τον οποίον η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία (έκδ. 1942, τόμ, 11, σελ. 158) λέγει: «Είναι ο χαμηλότερος από όλους τους ασυστηματοποίητους τύπους λατρείας που συναντώνται στις απολίτιστες φυλές, και ιδιαίτερα μεταξύ των Νέγρων της Αφρικής, ως επίσης και μεταξύ των ιθαγενών της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, των Πολυνησίων, Αυστραλών και Σιβηριανών.» Όταν οι Καθολικοί Πορτογάλοι ναυτιλλόμενοι ταξίδευαν κατά μήκος της δυτικής ακτής της Αφρικής μπορούσαν να ιδούν ότι πολύ μικρή διαφορά υπάρχει μεταξύ της λατρείας που ασκούσαν οι ιθαγενείς προς «ιερά» οστά, κρανία και αντικείμενα με μαγική δύναμι, και της ιδικής των λατρείας προς θρησκευτικά λείψανα και «φυλαχτά», που τα ωνόμαζαν φετίχ, απ’ την οποία λέξι παράγεται ο φετιχισμός.
Η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ (τόμ. 8, σελ. 1028) ανακεφαλαιώνει καλά το όλο ζήτημα με τις ακόλουθες λέξεις: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λατρεία λειψάνων είναι παραλογισμός και χωρίς Γραφική υποστήριξι, είναι δε εκ διαμέτρου αντίθετη στις πράξεις της αρχεγόνου Εκκλησίας και ασυμβίβαστη με την κοινή λογική».