Οι μη Χριστιανοί Μάρτυρες του Χριστιανισμού
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ έχει θεμέλιο δικό του ακλόνητο και μόνιμο! Δεν στηρίζεται στα συγγράμματα ή τις μαρτυρίες των ιστορικών του κόσμου. Ωστόσο, σεις που μπορεί να διαμφισβητήτε τη Χριστιανική αυθεντία, μελετήστε προσεκτικά όσα έχουν γράψει οι δικοί σας κοινοί ιστορικοί και τα οποία υποστηρίζουν τα όσα λέγονται στην Αγία Γραφή. Αλλά και οι Χριστιανοί θα κάμουν καλά να διαβάσουν τη μαρτυρία των Εθνικών, όπου αποκαλύπτεται η τρομερή σύγκρουσις που είχε ο Χριστιανισμός με την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη προ 1.900 ετών. Οι παρατηρήσεις και τα σχόλια που έγιναν από τους μη Χριστιανούς συγγραφείς παρέχουν πρόσθετες αποδείξεις ότι η αφήγησις της Αγίας Γραφής δεν είναι ανθρώπινο επινόημα, ούτε φανταστική ιστορία και προϊόν μιας γόνιμης φαντασίας. Όχι, αλλά συνέβησαν πραγματικά τα γεγονότα που αναφέρονται στη Βίβλο. Η ιστορικότης και η αυθεντία τους είναι καλά βεβαιωμένα και αυτές ακόμη οι περιφρονητικές παρατηρήσεις των αρχαίων εχθρών δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να δίνουν περισσότερη βεβαιότητα ότι τα γεγονότα αυτά συνέβησαν.
Μερικοί μπορεί να έβγαλαν το συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες που βρίσκονται στα συγγράμματα των πρώτων δύο αιώνων για τον Χριστόν και τους ακολούθους του είναι σχετικά ολίγες. Αλλά λάβετε υπ’ όψιν ότι, και αν ακόμη οι Χριστιανοί αποτελούσαν την πλειονότητα της τότε κοινωνίας, ολίγοι και πάλιν από τους εχθρούς θα ανέγραφαν την ιστορία τους και με ελάχιστες λεπτομέρειες. Τα γεγονότα, ωστόσο, δείχνουν ότι ο Χριστιανισμός στη νεαρή του ηλικία περιεφρονείτο από τους απίστους ιστορικούς σαν μία ασήμαντη και σκοτεινή αίρεσις, σαν μία εσωτερική διένεξις των μισητών Ιουδαίων και σαν ‘μία νέα και ολέθρια δεισιδαιμονία’ που είχε σκοπό να ανατρέψη τη λαοφιλή ειδωλολατρία της εποχής.
«Γι’ αυτό, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να περιμένωμε από ένα Εθνικόν ιστορικόν, που γράφει για την εποχή του και δεν έχει κανένα προσωπικό ενδιαφέρον για τους Χριστιανούς, να κάμη πολύ συχνά υπαινιγμούς γι’ αυτούς, ή να είναι λεπτολόγος ή ακριβής στην περιγραφή του. Και θα είχαμε ακόμη ολιγωτέρους λόγους να περιμένωμε ότι συγγραφείς της ίδιας εποχής, των οποίων τα θέματα δεν είχαν κατ’ ανάγκην σχέσι με τον Χριστιανισμό, θα έβγαιναν από το θέμα τους για να μιλήσουν γι’ αυτόν. Ωστόσο, κατόπιν εξετάσεως, θα βρούμε ότι υπάρχει σπουδαία αναλογία ειδωλολατρών συγγραφέων που κατά κάποιον τρόπον ανεγνώρισαν την ύπαρξι και την επέκτασι του Χριστιανισμού στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων.»—Εγχειρίδιον Κριτικής της Ελληνικής Καινής Διαθήκης, υπό του Εδουάρδου Κ. Μίτσελ, 1896, Κεφ. III.
Οι Έλληνες ιστορικοί Αππιανός και Παυσανίας και οι Λατίνοι Λίβιος, Πατέρκλος, Βαλέριος, Ιουστίνος και Φλώρος, έγραψαν όλοι πολύ πριν από την περίοδο της βασιλείας του Τιβερίου και επομένως δεν είναι εκπληκτικό το ότι δεν αναφέρουν τίποτε για τον Χριστιανισμό. Ο Τάκιτος, που λέγεται ότι εξέχει από όλους τους κοσμικούς ιστορικούς της αρχαιότητος όσον αφορά την ακρίβεια και τη σωστή κρίσι, γεννήθηκε περί το 54 μ.Χ. Στα Χρονικά του, Βιβλίον 15, γράφοντας για τη διάδοσι που έλεγε ότι ο Νέρων ήτο ο ένοχος της πυρπολήσεως της Ρώμης, αναφέρει τα εξής στην παράγραφο 44:
«Για να απαλλαγή ο Νέρων από τη διάδοσι αυτή, απέδωσε το έγκλημα και επέβαλε εξαιρετικά βασανιστήρια στους ανθρώπους που εμισούντο για τα βδελύγματά τους και που ωνομάζοντο από το λαό Χριστιανοί. Ο Χριστός, από τον οποίο προέρχεται το όνομα, υπέστη την εσχάτη των ποινών κατά τη βασιλεία του Τιβερίου από τον αντιπρόσωπο μας Πόντιο Πιλάτο και η τόσο επιζήμια δεισιδαιμονία, που έτσι περιωρίσθηκε για λίγο, ξέσπασε πάλι, όχι μόνο στην Ιουδαία που ήταν η πρώτη πηγή του κακού, αλλά και στη Ρώμη, όπου συγκεντρώνονται από όλα τα μέρη του κόσμου όλα τα μισητά και αποτρόπαια πράγματα και γίνονται δημοφιλή. Συνελήφθησαν, λοιπόν, στην αρχή όλοι όσοι ενοχοποιήθηκαν και έπειτα, σύμφωνα με τις καταθέσεις των, κατεδικάσθησαν πάρα πολλοί, όχι τόσο για το έγκλημα της πυρπολήσεως της πόλεως, όσο για το μίσος των εναντίον της ανθρωπότητος. Χλευασμοί κάθε είδους προσετέθησαν όταν εθανατώνοντο. Τους εσκέπαζαν με δέρματα θηρίων και τους κατεξέσχιζαν οι σκύλοι, ή τους εκάρφωναν σε σταυρούς ή τους κατεδίκαζαν να παραδοθούν στις φλόγες και τους κατέκαιαν για να χρησιμοποιηθούν ως νυκτερινός φωτισμός όταν εξέλειπε το φως της ημέρας.»—Από την Αγγλική μετάφρασι των Α. I. Τσαρτς και Β. I. Μπρόντριμπ.
Ο Ρωμαίος σατιρικός και ποιητής Ιουβενάλιος (60-140 μ.Χ. περίπου) κάνει έναν υπαινιγμό για την περιγραφή του διωγμού κατά των Χριστιανών από τον Τάκιτο. (Σατ. i. 155-157) Ο κατ’ εξοχήν εκτιμούμενος πολιτικός και φιλόσοφος Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ. περίπου), που ήταν παιδαγωγός του Νέρωνος, κάνει και αυτός ένα ελαφρό υπαινιγμό για τον Χριστιανισμό. (Επιστολ. xiv.) Το ίδιο κάνει και ο Έλλην σοφιστής Δίων (40-115 μ.Χ. περίπου) που επωνομάσθη «Χρυσόστομος». (Λόγος Κορινθιακός xxxvii. σελ. 463) Ομοίως και ο Έλλην ιστορικός φιλόσοφος Αρριανός, που γεννήθηκε το 96 μ.Χ. περίπου. (Πραγματεία iv. 7 §5, 6) Ο Σουητώνιος, ο Ρωμαίος ιστορικός που γεννήθηκε στο τέλος του πρώτου αιώνος, σκιαγραφώντας τη ζωή του Κλαυδίου Καίσαρος, αναφέρει: «Εξεδίωξε [ο Κλαύδιος] τους Ιουδαίους από τη Ρώμη, που προκαλούσαν συνεχώς ταραχάς με προτροπές του Χριστού.» (Βίος Κλαυδίου κεφ. 25) Και για τον σκληρό διωγμό του Νέρωνος γράφοντας αναφέρει: «Οι Χριστιανοί ετιμωρούντο ως σπείρα ανθρώπων που διέδιδαν μια νέα και επιβλαβή δεισιδαιμονία.»—Βίος Νέρωνος κεφ. 16.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΙΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΑΪΑΝΟΥ
Ο Πλίνιος ο νεώτερος, ως κυβερνήτης της Βιθυνίας, έγραψε προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανόν ζητώντας πληροφορίες για το ποια θα ήταν η πιο καλή πολιτεία του απέναντι των πρώτων Χριστιανών. Αυτό συνέβη όχι περισσότερο από σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του αποστόλου Παύλου και γι’ αυτό η επιστολή του έχει αξία κλασσικού εγγράφου που υποχρεώνει όλους όσοι αρνούνται να δώσουν εμπιστοσύνη στην αφήγησι της Αγίας Γραφής περί του Χριστού, να παραδεχθούν ότι αυτός έζησε, ότι υπήρξε μέγας διδάσκαλος, ότι απέκτησε αφωσιωμένους μαθητάς που έζησαν μια ζωή τόσο διαφορετική από τη ζωή των ειδωλολατρών ώστε να κάμη και τους Ρωμαίους ακόμη αυτοκράτορας να προσέξουν και αντιμετωπίσουν το γεγονός αυτό.
Ο Πλίνιος, αφού ομολογεί στην επιστολή του ότι αυτός προσωπικά δεν είχε παραστή ποτέ «στις δίκες των ανθρώπων που ακολουθούν τον Χριστιανισμό», αναφέρει: «Η μέθοδος που ακολούθησα απέναντι εκείνων που φέρθηκαν μπροστά μου γιατί ήσαν Χριστιανοί, είναι η εξής: Τους ρωτούσα αν είναι Χριστιανοί.» Αν ωμολογούσαν ότι ήσαν, ετιμωρούντο. Ωστόσο, άλλοι, «κατά την εξέτασι ηρνούντο ότι ήσαν Χριστιανοί, ή ότι υπήρξαν κάποτε.» Για να το αποδείξουν αυτό, όχι μόνο προσέφεραν ειδωλολατρικές θυσίες, αλλά και «εξύβρισαν ακόμη το όνομα του Χριστού: ενώ, όπως λέγεται, είναι αδύνατον οι πραγματικοί Χριστιανοί να εξαναγκασθούν σε συμμόρφωσι με τις απαιτήσεις αυτές». Εν τούτοις, άλλοι, αναφέρει ο Πλίνιος, παρεδέχοντο ότι ήσαν κάποτε Χριστιανοί και «ανέπεμπαν ένα τύπο προσευχής στον Χριστό, ως θεότητα», αλλ’ ισχυρίζοντο ότι επί αρκετό καιρό τώρα δεν ήσαν πλέον Χριστιανοί.—Κλασσικά του Χάρβαρτ, τόμ. 9, σελ. 425-428.
Ο Πλίνιος ζητούσε να γνωρίση αν ο Τραϊανός επεδοκίμαζε τη μέθοδο και την τακτική αυτή. Απαντώντας ο Αυτοκράτωρ στον Πλίνιο επαινούσε τη μέθοδο με την οποία εχειρίζετο το ζήτημα. «Ακολούθησες το σωστό δρόμο», έγραφε ο Τραϊανός, «ερευνώντας τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών που παραπέμφθηκαν ενώπιόν σου.» Ο ανεψιός του Τραϊανού που τον διαδέχθηκε ως αυτοκράτωρ (117-138 μ.Χ.), γράφοντας στον ανθύπατο της Ασίας σχετικά με τους Χριστιανούς, εδήλωσε: «Αν, λοιπόν, υπάρχουν τέτοιου είδους κατηγορίες και οι άνθρωποι των επαρχιών μπορούν καθαρά να αποδείξουν κάτι εναντίον των Χριστιανών, ώστε να οδηγηθούν στο δικαστήριο, μόνο στην περίπτωσι αυτή να τους επιτρέψης να καταφύγουν στο δικαστήριο και όχι με τις ασύστατες κατηγορίες και τους απλούς θορύβους.»—Απ. Ευσεβίου Εκκλησιαστική Ιστορία, iv. 9.
ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο με το όνομα Λουκιανός Έλλην ρήτωρ, που γεννήθηκε περί το τέλος της βασιλείας του Τραϊανού, καταπολεμεί τις διδασκαλίες των Χριστιανών και γελοιοποιεί τη μορφή της λατρείας των. Γράφοντας προς τον Κρόνιον σχετικά με το θάνατο του Περεγρίνου του Πρωτέως, του περίφημου κυνικού, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι Χριστιανοί ομιλούν περί αυτού [του Χριστού] ως Θεού και τον θεωρούν ως νομοθέτην και τον τιμούν με τον τίτλον του Κυρίου. Γι’ αυτό λατρεύουν ακόμη αυτόν τον μεγάλον άνθρωπο που σταυρώθηκε [καρφώθηκε επάνω σε απλούν πάσσαλο] στην Παλαιστίνη, διότι παρουσίασε στον κόσμο τη νέα αυτή θρησκεία».
Ο Ωριγένης, ένας από τους πολύ επιφανείς «Εκκλησιαστικούς Συγγραφείς» (185-254 μ.Χ.). διεφύλαξε τις μαρτυρίες πολλών άλλων μη Χριστιανών της αρχαίας εποχής. Παραδείγματος χάριν, τη μαρτυρία του Έλληνος φιλοσόφου Νουμηνίου, που έζησε στο δεύτερο ήμισυ του δευτέρου αιώνος, ο οποίος, καθώς γράφει ο Ωριγένης, «αναφέρει μια περικοπή από την ιστορία του Ιησού Χριστού και αναζητεί την κεκρυμμένη ερμηνεία της.» (Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 7, σελ. 225.) Ο Ωριγένης αναφέρει και για τον Φλέγοντα, που έζησε κατά τα μέσα του δευτέρου αιώνος, πώς μνημονεύει την εκπλήρωσι μερικών προφητειών που εφαρμόζονται στον Χριστό.—Κατά Κέλσου, βιβλ. ii. §14.
Ο Κέλσος, ένας λυσσώδης εχθρός του Χριστιανισμού που έζησε 130 περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, παρέθεσε πολλές περικοπές από τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, λέγοντας: «Αυτά τα παίρνομε από τα συγγράμματα σας, για να σας πολεμήσομε με τα όπλα τα δικά σας.» Τα αρχικά έργα του Κέλσου χάθηκαν, αλλ’ ο Ωριγένης μάς διεφύλαξε περί τα 80 εδάφια απ’ αυτά που παρέθεσε στα δικά του συγγράμματα ο Κέλσος από τις Ελληνικές Γραφές. Ο Ιησούς, γράφει ο Κέλσος, παριστάνεται ως ο λόγος του Θεού· ονομάζεται Υιός του Θεού· κατάγεται από την Ναζαρέτ· είναι γυιός ενός ξυλουργού· υπάρχει ο ισχυρισμός ότι είχε θαυματουργική γέννησι. Υπαινίσσεται ακόμη τη φυγή του Ιησού στην Αίγυπτο, το βάπτισμά του στον Ιορδάνη ποταμό, τη φωνή που τον διακήρυξε Υιόν του Θεού, τους πειρασμούς του στην έρημο, την εκλογή των δώδεκα αποστόλων. Παραδέχεται δε ότι ο Ιησούς έκαμε μεγάλα θαύματα: έθρεψε πλήθη, άνοιξε μάτια τυφλών, εθεράπευσε χωλούς, έκαμε ιάσεις ασθενών και ανέστησε νεκρούς. Αναφέρεται επίσης σε πολλά δογματικά σημεία της διδασκαλίας του Χριστού. Και στο τέλος αναφέρει την προδοσία του Ιούδα, την άρνησι του Πέτρου, το μαστίγωμα, το ακάνθινο στεφάνι και τους χλευασμούς που συσσωρεύθηκαν στον Ιησούν καθώς και το σκότος και τον σεισμό που έγιναν κατά το θάνατο του καν έπειτα την ανάστασι που ακολούθησε. Έτσι ο Εθνικός αυτός συγγραφεύς αθέλητά του απέδειξε ότι τα πράγματα αυτά γράφθηκαν από τότε και γενικά πιστεύθηκαν από τους Χριστιανούς της εποχής εκείνης.—Εγχειρίδιον Κριτικής περί της Ελληνικής Καινής Διαθήκης του Μίτσελ.
Καλούμε στη γραμμή των μαρτύρων ένα επί πλέον μη Χριστιανόν, τον διάσηιιον Ιουδαίον ιστορικόν, τον Φλάβιον Ιώσηπον. Μια σελίδα του συγγράμματος του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία (Βιβλίον XVIII, κεφ. iii, §3), αν και χαρακτηρίζεται ότι δεν είναι γνησία, χωρίς όμως και να αποδεικνύεται αυτό, αναφέρει: «Κατά τους χρόνους αυτούς υπήρξεν ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν επιτρέπεται να τον καλέσωμε άνθρωπο· διότι εξετέλεσε θαυματουργικά έργα, ήταν διδάσκαλος τέτοιων ανθρώπων που δέχονται την αλήθεια με ευχαρίστησι. Είλκυσε πλησίον του πολλούς Ιουδαίους και πολλούς Εθνικούς. Αυτός ήταν [ο] Χριστός. Και όταν ο Πιλάτος με την εισήγησι των αρχόντων μας τον κατεδίκασε να σταυρωθή, αυτοί που τον αγάπησαν εξ αρχής δεν τον εγκατέλειψαν· διότι τους εμφανίσθηκε ζωντανός πάλι την τρίτη ημέρα· καθώς το προείπαν οι θείοι προφήτες αυτό και χίλια άλλα θαυμαστά πράγματα που τον αφορούσαν. Και η φυλή των Χριστιανών, που ωνομάσθηκαν έτσι απ’ αυτόν, δεν εξαλείφθηκε ως τα σήμερα [περί το 93 μ.Χ.].» Ο Ιώσηπος πάλι (Βιβλίο XX, κεφάλαιο ix., §1) αναφέρει πως ο αρχιερεύς Ανανίας «συνεκάλεσε το συνέδριο των πρεσβυτέρων και τους παρουσίασε τον Ιάκωβο, αδελφό του Ιησού, που είχε αποκληθή Χριστός.»—Από την Αγγλική μετάφρασι Ουίλλιαμ Ουίστον.
Έτσι, με τη βεβαίωσι πολλών μαρτύρων, διαπιστούται το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι επινόημα των νεωτέρων χρόνων, αλλά έχει βαθιές ρίζες και στην παλαιά κοσμική ιστορία. Επομένως, όλοι οι άπιστοι που φαντάζονται την Αγία Γραφή χωρίς βάσι σε γεγονότα που αποδεικνύονται, ας αφήσουν τις λανθασμένες ιδέες και προκαταλήψεις των και ας εκτιμήσουν τη Βίβλο κατάλληλα, αναγνωρίζοντας ότι είναι ο αληθινός λόγος του Ιεχωβά Θεού, απρόσβλητος και άφθαρτος! Οι ημέρες των ανθρώπων είναι σαν χόρτος, «ο λόγος όμως του Θεού ημών μένει εις τον αιώνα»!—Ιωάννης 17:17· Ψαλμός 103:15· Ησαΐας 40:8· 1 Πέτρου 1:25.