Αγιασμός—μια Χριστιανική Απαίτησις
ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑ ένα Χριστιανό; Με την αυστηρή έννοια, ο Χριστιανός είναι ένας, που έχει αποχωρισθή για έναν ιερό σκοπό, ένας ηγιασμένος, ένας «άγιος». Είναι ένας, τον οποίον ο Ιεχωβά Θεός καθηγίασε και ο οποίος ηγιάσθη και διάγει μια ζωή αγιότητος. Όπως το εξέφρασε ο απόστολος Παύλος, «Τούτο είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας».—1 Θεσ. 4:3.
Ποιο είναι το μέρος του Θεού και ποιο είναι το μέρος του Χριστιανού στον αγιασμό; Σε τι βασίζεται αυτός; Ποιος είναι ο σκοπός του; Ο στόχος του;
Το όνομα «αγιασμός» προέρχεται από το ρήμα αγιάζω, που σημαίνει «καθιστώ τι άγιον». Στις Εβραϊκές Γραφές με αυτές τις λέξεις αποδίδονται διάφορες μορφές της λέξεως καντάς, η οποία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα της, ενέχει τις ριζικές έννοιες του «λαμπρός, νέος, καθαρός» και «ξεχωρίζω, διαχωρίζω, αποκόπτω». Σε απλούστατες λέξεις «αγιάζω» σημαίνει ξεχωρίζω ή θέτω χωριστά για την υπηρεσία και χρήσι του Ιεχωβά Θεού. Έτσι, η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ ορίζει τον αγιασμό ως «χωρισμό από κοινή χρήσι για ένα ιερό σκοπό».
Στις Εβραϊκές Γραφές ηγιάζοντο τα πρόσωπα όσο και τα πράγματα. Ο Ιεχωβά απελευθερώνοντας ολόκληρο το έθνος Ισραήλ, τους εξεχώρισε για τον άγιο του σκοπό, και γι’ αυτό ομιλεί περί αγιασμού ολοκλήρου του έθνους. (Έξοδ. 31:13) Επειδή δε ο Ιεχωβά διεφύλαξε τα πρωτότοκα στο πάσχα, τα απήτησε ως δικά του με μια ειδική έννοια, και γι’ αυτό είπε στον Μωυσή: «Καθιέρωσον εις εμέ παν πρωτότοκον».—Έξοδ. 13:2.
Αργότερα ο Ιεχωβά έλαβε τη φυλή του Λευί στη θέσι των πρωτοτόκων και αυτή έγινε μια ηγιασμένη φυλή: «Και θέλουσιν είσθαι οι Λευίται εμού. Διότι παν πρωτότοκον είναι εμού· επειδή καθ’ ην ημέραν επάταξα παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου, ηγίασα [καντάς] εις εμαυτόν παν πρωτότοκον εν τω Ισραήλ». (Αριθμ. 3:12, 13) Ο Ααρών και οι γυιοί του, με μια ειδική τελετουργία καθιερώθησαν, δηλαδή, εξουσιοδοτήθησαν, έλαβαν εντολή, διωρίσθησαν, εγέμισαν τα χέρια των με ωρισμένα προνόμια, και ηγιάσθησαν, εξεχωρίσθησαν από τη συνήθη σε ειδική ιερή υπηρεσία, ως ιερείς.—Έξοδ. 28:41· 29:33.
Ο Ιεχωβά εξεχώρισε ή ηγίασε την εβδόμη μέρα της δημιουργίας από τη συνήθη σε ειδική χρήσι, πράγμα που οι υπόλοιπες Γραφές τονίζουν ότι είναι διεκδίκησις του ονόματός του. (Γέν. 2:1-3) Στον καιρό της επιδόσεως του νόμου το Όρος Σινά εκηρύχθη ως ξεχωρισμένο, άγιο ή ηγιασμένο. Ούτε άνθρωπος ούτε κτήνος επετρέπετο να πλησιάση. (Έξοδ. 19:23) Οι ειδωλολάτραι θα το ώριζαν ταμπού. Η λέξις καντάς εχρησιμοποιήθη, επίσης, για να σημάνη την κάθαρσι και τον αγνισμό από ωρισμένες μολύνσεις ή την προετοιμασία κάποιου για ειδικές περιστάσεις. (Ιησ. Ναυή 3:5· 2 Σαμ. 11:4) Όλοι, όμως, αυτοί οι αγιασμοί ήσαν τυπικοί ή αντιπροσωπευτικοί, προσκιάζοντας τον πραγματικό αγιασμό, που επρόκειτο να έλθη με τον Χριστό Ιησού.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές οι λέξεις αγιάζω και αγιασμός αποδίδουν την έννοια Ελληνικών λέξεων, των οποίων η ρίζα είναι άγιος, ένα επίθετο που σημαίνει «άγιος», το οποίον κι αυτό περιλαμβάνει δύο ρίζες ή μικρότερες λέξεις που σημαίνουν «όχι από τη γη»· κι επομένως, «αφιερωμένος στον Θεόν άνω». Η ίδια, επίσης, λέξις χρησιμοποιείται και για το Πνεύμα του Θεού «Άγιον Πνεύμα». Οι Χριστιανοί, λοιπόν, είναι άγιοι, κεχωρισμένοι για την υπηρεσία του Θεού.
Ο Ιεχωβά Θεός είναι εκείνος που αγιάζει ή ξεχωρίζει τον Χριστιανό, όπως κι ο Χριστός επιστοποίησε για τον εαυτό του: «Εκείνον τον οποίον ο Πατήρ ηγίασε, και απέστειλεν εις τον κόσμον, σεις λέγετε, Ότι βλασφημείς, διότι είπον, Υιός του Θεού είμαι;» (Ιωάν. 10:36) Στην περίπτωσι των ακολούθων του Χριστού ο Θεός το πράττει αυτό δια του Χριστού Ιησού: «Επειδή και ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός είναι πάντες.»—Εβρ. 2:11.
Οι ηγιασμένοι αυτοί ή «άγιοι» δεν περιορίζονται σε λίγους θαυματουργούς, αλλ’ εμπερικλείουν όλο το πνευματικό σώμα του Χριστού. Έτσι ο Παύλος κατ’ επανάληψιν απευθύνει τις επιστολές του στους ηγιασμένους, που καλούνται «άγιοι».—Βλέπε Ρωμαίους 1:7· 1 Κορινθίους 1:2· Εφεσίους 1:1· Φιλιππησίους 1:1· Κολοσσαείς 1:2.
Πάνω σε ποια βάσι τους αγιάζει αυτούς ο Ιεχωβά Θεός; Πάνω στη βάσι της απολυτρωτικής θυσίας του Χριστού: «Με το οποίον θέλημα είμεθα ηγιασμένοι δια της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού άπαξ γενομένης.» «Όθεν και ο Ιησούς, δια να αγιάση τον λαόν δια του ίδιου αυτού αίματος, έξω της πύλης έπαθεν.» (Εβρ. 10:10, 29· 13:12) Ο Θείος λόγος της αληθείας, επίσης, παίζει ένα ζωτικό ρόλο στο έργον του ξεχωρισμού αυτών για την υπηρεσία του Θεού. Γι’ αυτό προσηυχήθη ο Ιησούς: «Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου· ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια.» (Ιωάν. 17:17) Επιπρόσθετα χρειάζεται και η ενεργός δύναμις του Θεού επί το έργον, κι έτσι αναγινώσκομε ότι οι Χριστιανοί είναι «ηγιασμένοι δια πνεύματος αγίου.»—Ρωμ. 15:16, ΜΝΚ.
Ο Ιεχωβά Θεός και ο Χριστός Ιησούς κάνουν το μέρος των αγιάζοντας τον Χριστιανό δια του αίματος του Χριστού, δια της αληθείας του Θείου λόγου και του αγίου πνεύματος. Αλλά δεν θα υπάρξη ως αποτέλεσμα αγιασμός, αν δεν κάμη ένας Χριστιανός, επίσης, το μέρος του. Πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να πιστέψη, διότι μας λέγεται ότι οι Χριστιανοί ‘αγιάζονται με την πίστι των σ’ αυτόν’, τον Χριστό· ‘με την πίστι των στην αλήθεια’.—Πράξ. 26:18· 2 Θεσ. 2:13.
Επίσης, ο Χριστιανός πρέπει ν’ αποχωρισθή από τον ακάθαρτο κόσμο όχι με το να μπη σ’ ένα μοναστήρι ή κοινόβιο, αλλά με το να μην κηλιδωθή με το άπληστο εμπόριο του κόσμου τούτου, με τη διεφθαρμένη πολιτική του, με τις ψευδείς του θρησκείες. (Ιάκ. 1:27· 1 Ιωάν. 2:15-17) Πρέπει, επίσης, να τηρήται ηθικά καθαρός, όπως ετόνισε ο Παύλος στις επιστολές του προς Θεσσαλονικείς και προς Τιμόθεον: «Επειδή τούτο είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας, να απέχησθε από της πορνείας· να εξεύρη έκαστος υμών να κρατή το εαυτού σκεύος εν αγιασμώ και τιμή· ουχί εις πάθος επιθυμίας.» «Θέλει είσθαι σκεύος τιμίας χρήσεως, ηγιασμένον, και εύχρηστον εις τον δεσπότην, ητοιμασμένον εις παν έργον αγαθόν. Τας δε νεανικάς επιθυμίας φεύγε· και ζητεί την δικαιοσύνην, την πίστιν, την αγάπην, την ειρήνην μετά των επικαλουμένων τον Κύριον εκ καθαράς καρδίας.»—1 Θεσ. 4:3-5· 2 Τιμ. 2:21, 22.
Τα προηγούμενα λόγια του Παύλου μάς δίνουν, επίσης, τον σκοπό του αγιασμού, δηλαδή, το να είμεθα σκεύη εύχρηστα εις τον Θεόν, προετοιμασμένοι να κάνωμε το έργον του. Ναι, ενώ το να τηρούνται καθαροί σ’ αυτά τα πράγματα είναι απαίτησις απ’ όλους τους ανθρώπους, αποτελεί ειδική υποχρέωσι των Χριστιανών να καθαρισθούν, διότι έχουν το προνόμιο και την ευθύνη να βαστάζουν τα σκεύη του Ιεχωβά, τις αλήθειες του λόγου του Θεού και τα προνόμια υπηρεσίας, που συμβαδίζουν με την κατανόησι αυτών.—Ησ. 52:11.
Ο αγιασμός πρωτίστως αφορά τους Χριστιανούς εκείνους, που έχουν ουράνια ελπίδα, εκείνους, οι οποίοι, λόγω της πίστεως και της αφιερώσεώς των να πράττουν το θέλημα του Θεού «εν καιρώ δεκτώ», εκηρύχθησαν δίκαιοι από τον Ιεχωβά Θεό και τους εδόθη μια ουράνια ελπίδα. (Ρωμ. 5:1· 2 Κορ. 6:2) Αυτοί αναφέρονται ως ένα «μικρόν ποίμνιον» ως ‘η νύμφη, του Αρνίου η γυναίκα’· ως το «σπέρμα του Αβραάμ», που θα ευλογήση όλες τις φυλές της γης. (Γέν. 22:17, 18· Λουκ. 12:32· Γαλ. 3:29· Αποκάλ. 21:9) Αυτοί καλούνται μικρόν ποίμνιον, διότι ο αριθμός των περιορίζεται σε 144.000, όπως αναγράφεται σαφώς στην Αποκάλυψι 7:4-8 και 14:1, 3. Σ’ αυτούς μόνον απευθύνονται τα λόγια του Παύλου: «Ζητείτε ειρήνην μετά πάντων, και τον αγιασμόν, χωρίς του οποίου ουδείς θέλει ιδεί τον Κύριον».—Εβρ. 12:14.
Εν τούτοις, η Γραφή, επίσης, τονίζει ότι υπάρχουν και «άλλα πρόβατα», ένας «πολύς όχλος» αφιερωμένων Χριστιανών, που έχουν επίγεια ελπίδα. (Ιωάν. 10:16· Αποκάλ. 7:9-17) Επίγεια ελπίδα; Ναι, διότι ο λόγος του Θεού μάς διαβεβαιώνει ότι η γη διαμένει στον αιώνα και έχει δημιουργηθή για να κατοικηθή ότι είναι τα υποπόδιον των ποδών του Θεού και ότι Αυτός θα την καταστήση ένδοξη. (Εκκλησ. 1:4· Ησ. 45:18· 60:13· 66:1) Στην ένδοξη εκείνη νέα γη οι άνθρωποι θα οικοδομούν σπίτια και θα κατοικούν σ’ αυτά, θα φυτεύουν αμπελώνας και θα τρώγουν τον καρπόν των· οι άνθρωποι θα ειρηνεύουν μεταξύ των και με τα κατώτερα ζώα· βαθμιαίως δε ο θάνατος και τα συνακόλουθά του, ήτοι ασθένειες, θλίψεις και πόνοι, θα παρέλθουν.—Ησ. 65:17-25· Αποκάλ. 21:4.
Στις ημέρες της τυπικής θεοκρατίας του Ισραήλ, ο Θεός είχε ένα νόμο για τους ιθαγενείς και τους ξένους σ’ ένα μεγάλον αριθμό πραγμάτων. Το ίδιο γίνεται και σήμερα· από μερικές απόψεις ο Θεός έχει ένα νόμο για τον πνευματικό του Ισραήλ και για τους «ξένους», τους Χριστιανούς, οι οποίοι αφιερώθησαν μεν στον Ιεχωβά Θεό, αλλ’ έχουν μια επίγεια ελπίδα. Μολονότι αυτοί δεν θεωρούνται αυστηρά ως ηγιασμένοι ή «άγιοι», ωστόσο, κι αυτοί επωφελούνται από τη λυτρωτική θυσία του Χριστού στον παρόντα καιρό, έχουν την αλήθεια του Θείου λόγου και λαμβάνουν από την ενεργό του δύναμι ή άγιον πνεύμα. Κι αυτοί, επίσης, πρέπει να πιστέψουν, να τηρούνται χωρισμένοι από τον κόσμο και ηθικώς καθαροί καθόσον υπηρετούν ως όργανα του Θεού για να γνωστοποιήσουν τις αλήθειες του σε άλλους.