Επιδιώκοντας τον Σκοπόν μου στη Ζωή
ΜΙΑ από τις πρώτες και πιο ζωηρές αναμνήσεις που έχω από τις ημέρες που ήλθα για πρώτη φορά σε γνώσι της Γραφικής αληθείας είναι η σχεδόν καταπληκτική εντύπωσις που δημιουργήθηκε στο νου μου όταν διεπίστωσα ότι ένας Χριστιανός πρέπει να είναι πρόθυμος να εγκαταλείψη μερικά πράγματα που είναι πολύ ορθά και κατάλληλα· ότι αφιέρωσις στον Ιεχωβά σημαίνει όχι μόνο την εγκατάλειψι πραγμάτων που είναι κακά και ανήθικα, αλλά μπορεί και να περιλαμβάνη την εγκατάλειψι πραγμάτων που είναι εντελώς νόμιμα, για ν’ αφιερώση κανείς τον χρόνον του και τις ενέργειές του περισσότερο στα συμφέροντα της βασιλείας. Αυτή η αλήθεια έκαμε μια τόσο ζωηρή εντύπωσι στο νου μου ώστε προεξέχει απότομα σαν η πρώτη μεγάλη δοκιμασία που είχα ν’ αντιμετωπίσω και να λάβω τη σχετική απόφασι.
Για πρώτη φορά ήλθα σε κάποια κατανόησι της αληθείας στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Ήμουν στον Αγγλικό στρατό τέσσερα χρόνια και μόλις άρχιζα να ξαναζώ τη ζωή του πολίτου. Είχα υπ’ όψι μου να νυμφευθώ αλλά με άτομο που δεν ενδιεφέρετο για την αλήθεια κι έτσι εκείνη η υπόθεσις γρήγορα ετερματίσθη. Ωστόσο ενδιαφερόμουν πολύ ζωηρά για μερικές ερασιτεχνικές ασχολίες, όπως η φωτογραφική και η τότε νέα ενασχόλησις ραδιοφωνικών εκπομπών. Επίσης, είχα μια καλή προοπτική εργασίας. Εσυνήθιζα όταν κατεκλινόμουν τη νύχτα να σκέπτομαι σοβαρά τις ευχές της αφιερώσεώς μου. Είχα φίλους οι οποίοι είχαν μεγάλο ζήλο για την υπηρεσία της Βασιλείας (όπως εγίνετο τότε στο 1920) και μου είχαν μιλήσει για το έργον «τακτικού βιβλιοπώλου» (σκαπανέως). Επάλεψα με τον εαυτό μου καθώς εξήταζα τους λόγους του Ιησού προς τον πλούσιον νεαρόν άρχοντα (Ματθ. 19:21), αλλ’ αφού διέκρινα τη σημασία των λόγων του Ιησού δεν απέμεινε αμφισβήτησις στη διάνοιά μου. Με το πνεύμα του Ιεχωβά ποτέ δεν εδίστασα. Υπέβαλα την παραίτησί μου στον οίκον όπου εργαζόμουν, έγραψα στο γραφείο του Λονδίνου ζητώντας οδηγίες τι να πράξω, και μέσα σε τρεις μήνες βγήκα στην ολοχρόνια υπηρεσία.
Τα πρώτα λίγα χρόνια της υπηρεσίας σκαπανέως δεν μου ήσαν διόλου δύσκολα. Νομίζω πως έφθανα περίπου τον μέσον όρον διαθέσεως εντύπων και έχοντας λίγα χρήματα στην άκρη, ποτέ δεν ανησυχούσα για την οικονομική πλευρά του έργου. Γινόμουν ολοένα πιο ώριμος σε γνώσι και κατανόησι του Θείου λόγου και στην ικανότητα να τον χρησιμοποιώ στη διακονία. Μου δόθηκαν μερικές ευκαιρίες δημοσίας ομιλίας σε αγροτικούς τομείς, τις οποίες απήλαυσα πλήρως, και βρέθηκα με πολύ περισσοτέρους φίλους από όσους απέκτησα σε όλη μου την προηγούμενη ζωή. Επηκολούθησε κατόπιν άλλη δοκιμασία.
Ήμουν σε μια συνέλευσι του Λονδίνου, όπου υπηρέτησε ο Αδελφός Ρόδερφορδ και μερικοί από τους Αμερικανούς αδελφούς, και επέστρεψα στον αγροτικό τομέα μου, οπότε έλαβα ένα τηλεγράφημα από το γραφείο του Λονδίνου που έλεγε ότι ο Αδελφός Ρόδερφορδ ήθελε να με ιδή. Ένοιωσα κάπως ότι θα επρόκειτο για μια πρόσκλησι να πάω στο εξωτερικό. Δεν είχα ιδέαν του τόπου. Πήγα στο Λονδίνο την επόμενη μέρα συλλογιζόμενος τι εννοούσε πράγματι αυτό το τηλεγράφημα, αλλ’ απεφάσισα πλήρως, αν επρόκειτο για πρόσκλησι να υπηρετήσω σε ξένη χώρα, να πω χωρίς δισταγμό, Ναι, αδιάφορο σε ποια χώρα. Βεβαίως, η πρώτη ερώτησις που μου απηύθυνε ο Αδελφός Ρόδερφορδ ήταν: «Σε ενδιαφέρει σε ποιο μέρος του κόσμου εργάζεσαι;» Εγώ είπα, «Όχι».—«Πώς θα σου φαινόταν να πας στις Ινδίες;» ήταν η δεύτερη ερώτησις. Η απάντησίς μου ήταν, «Πότε θέλετε να πάω;» Σε διάστημα τριών εβδομάδων, ένας άλλος αδελφός κι εγώ μπήκαμε στο πλοίο για τις Ινδίες. Επρόκειτο για μια περίπτωσι απόπλου προς ένα μεγάλο «άγνωστον», και θυμήθηκα ότι είχε λεχθή στον Αβραάμ να μεταβή σε τόπο άγνωστο σ’ αυτόν. Σκέφθηκα ότι αν ο Αβραάμ μπορούσε να το κάμη αυτό, τότε κι εγώ θα μπορούσα, διότι ο ίδιος Θεός ήταν εκείνος που έκανε την πρόσκλησι. Ο Αβραάμ «εξήλθε μη εξεύρων που υπάγει». (Εβρ. 11:8.) Κι εμείς το ίδιο θα μπορούσαμε να κάμωμε.
Όλα αυτά συνέβησαν πριν από είκοσι οκτώ χρόνια και πλέον. Βρίσκομαι ακόμη στις Ινδίες, και δεν πέθανα ακόμη! Εδοκιμάσαμε βέβαια πολλές και διάφορες πείρες με την πάροδο των ετών. Όταν για πρώτη φορά αποβιβασθήκαμε στις Ινδίες και οι πείρες δεν ήσαν πολύ ενθαρρυντικές, συνηθίζαμε να παρηγορούμε ο ένας τον άλλον, λέγοντας ότι τα πρώτα είκοσι χρόνια είναι πάντοτε τα χειρότερα. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κανονισμοί «αδειών απουσίας» για ιεραποστόλους, και μας δόθηκε εισιτήριο μεταβάσεως μόνον. Μετά πέντε χρόνια μπόρεσα να παρακολουθήσω άλλη μια συνέλευσι στο Λονδίνο, και επήγα στον τόπο μου για δυο εβδομάδες. Μετά τη σύντομη αυτή διακοπή, είχα άλλη μια παραμονή δεκαπέντε ετών στις Ινδίες, χωρίς να πάω στον τόπο μου, αλλά τότε πια υπήρχαν φίλοι και σπίτια στις Ινδίες, όπου ήμουν ευχαρίστως δεκτός, η δε αλήθεια των λόγων του Ιησού στο κατά Ματθαίον 19:29 ήταν έκδηλη. Πράγματι, τώρα είμαι εντελώς «στον τόπο μου» στις Ινδίες, και φαντασθήτε ότι θα μου φαινόταν σαν να είμαι σε ξένη χώρα τώρα αν επρόκειτο να επιστρέψω στην Αγγλία για πάντα.
Η πείρα διδάσκει ότι δεν έχει πραγματικά σημασία το πού υπηρετεί κανείς. Ο κόσμος όλος τώρα δεν είναι παρά ένας σχετικά μικρός τόπος. Υπάρχουν άνθρωποι της κοινωνίας του Νέου Κόσμου σε κάθε χώρα, και είναι τόσο αξιαγάπητοι στη μία χώρα όσο και στην άλλη. Γρήγορα συνηθίζει κανείς στις συνθήκες των ξένων χωρών. Είναι απλώς ζήτημα αποφάσεως το να προβή κανείς, και κατόπιν να εκζητήση το πνεύμα του Ιεχωβά για να μπορέση να υπερνικήση τα εμπόδια. Η συμβουλή μου είναι, Πάντοτε να δέχεσθε ένα διορισμό έργου από την οργάνωσι του Ιεχωβά και με χαρά ν’ αποφασίζετε να προχωρήσετε.
–Φ. Ε. ΣΚΙΝΝΕΡ