Ολοχρόνια Υπηρεσία—Ένας Ένδοξος Θησαυρός
«Επειδή όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδία σας.»—Ματθ. 6:21.
1. Τι πρέπει να παρατηρήσωμε όταν εξετάζωμε ένα θησαυρό; Γιατί;
ΕΙΝΑΙ μια φούχτα σιτηρά μεγαλυτέρας αξίας από μια φούχτα διαμάντια; Είναι ένα ποτήρι νερό πιο επιθυμητό από ένα ποτήρι μαργαριτάρια; Είναι μια φιάλη οξυγόνου καλύτερο αποθησαύρισμα από μια φιάλη ρουμπινιών; Δεν μπορούμε να πούμε ούτε ναι ούτε όχι σ’ αυτές τις ερωτήσεις, επειδή οι περιστάσεις στις οποίες βρίσκεται ένα άτομο καθορίζουν την αντίληψί του περί αξιών. Σ’ έναν πεινασμένο άνθρωπο, απομονωμένο σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος της γης, μια φούχτα σιτηρά θα ήταν σημαντικώτερη από μια φούχτα διαμάντια. Ένας διψασμένος άνθρωπος σε μια αποξηραμμένη έρημο θα απέρριπτε ένα ποτήρι μαργαριτάρια προτιμώντας ένα ποτήρι νερό. Και ένας άνθρωπος που ασφυκτιά από πνευμονία θα θεωρούσε μια φιάλη οξυγόνου πολυτιμότερη από μια φιάλη ρουμπίνια. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις τα πράγματα έχουν διαφορετική αξία από εκείνη που θα είχαν κανονικά, επειδή βρίσκεται σε κίνδυνο η ζωή. Ζωή σημαίνει κάτι περισσότερο από πολυτίμους λίθους· διότι χωρίς ζωή δεν μπορεί κανείς ν’ απολαύση τέτοια πράγματα. Συνεπώς, όταν εξετάζωμε ένα θησαυρό, πρέπει να εξακριβώσωμε τους λόγους της αξίας του και γιατί πρέπει να θέσωμε την καρδιά μας σ’ αυτόν.
2, 3. (α) Γιατί ο συνετός άνθρωπος δεν θα έθετε την καρδιά του σε υλικούς θησαυρούς; (β) Επάνω σε τι θέτει την καρδιά του, και γιατί αυτό πρέπει να εκτιμηθή κατάλληλα;
2 Οι πολύτιμοι λίθοι της γης ετοποθετήθησαν εκεί από τον Δημιουργό για να τους απολαύση ο άνθρωπος, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί είναι επιθυμητοί θησαυροί. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και για την τροφή, το νερό και τον αέρα—πράγματα ουσιώδη για τη διατήρησι της ζωής. Και αυτά επίσης είναι θησαυροί δοσμένοι στον άνθρωπο από ένα στοργικό Δημιουργό. Πρέπει, όμως, να θέσωμε την καρδιά μας στο ν’ αποκτήσωμε υλικούς θησαυρούς, αφού η απόλαυσίς των είναι μόνο προσωρινή; Πρέπει οι ανάγκες, οι επιθυμίες και οι τέρψεις της σαρκός να εκτιμηθούν τόσο πολύ ώστε να γίνουν η αιτία για την οποία ζούμε, ο σκοπός της ζωής; Δεν θα ήσαν τα μέσα, με τα οποία ένα άτομο θα μπορούσε ν’ αποκτήση αιώνια ζωή, ένας πολύ πιο πρακτικός σκοπός;
ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΖΩΟΔΟΤΗΝ
3 Αφού ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Δημιουργός των πολλών θησαυρών της γης και είναι ο Δοτήρ αιωνίου ζωής, ο συνετός άνθρωπος θα θέση την καρδιά του στο να Τον υπηρετή. Διαρκής απόλαυσις και αληθινή ικανοποίησις έρχονται σ’ εκείνους που υπηρετούν ολοχρονίως αυτόν τον στοργικόν Δοτήρα κάθε αγαθού και τελείου δώρου. Αυτός είναι ένας ένδοξος θησαυρός που υπερέχει κατά πολύ από όλους τους άλλους θησαυρούς επάνω στους οποίους θα μπορούσε ένα άτομο να θέση την καρδιά του. Είναι ένας θησαυρός που μπορεί να φέρη αιώνια ζωή. Είναι, συνεπώς, υψίστης σπουδαιότητος το να έχη ένα άτομο την κατάλληλη εκτίμησι του θησαυρού αυτού. Πρέπει να τον βλέπη με την ορθή προοπτική. Πρέπει να κατανοή τους λόγους για τους οποίους είναι ανεκτίμητος. Αποκτώντας ακριβή γνώσι όσον αφορά αυτόν, θα αναπτύξη το φρόνημα που εσκόπευε ο Ιεχωβά να έχουν τα πλάσματά του εν σχέσει με την υπηρεσία του.
4. Ποιος ήταν ο σκοπός για τον οποίον ο Θεός εδημιούργησε ζωντανά, νοήμονα πλάσματα;
4 Ο Ιεχωβά είχε θετικούς σκοπούς υπ’ όψιν όταν άρχισε να δημιουργή ζωντανά, νοήμονα πλάσματα πριν από αναριθμήτους αιώνες. Δεν τα εδημιούργησε απλώς για συντροφιά, επειδή δεν αισθανόταν μόνωσι. Ήταν αυτάρκης και δεν εξηρτάτο από κανέναν άλλον. Γιατί, λοιπόν, εδημιούργησε; Το έκαμε αυτό επειδή ευηρεστήθη να δημιουργήση και να επιτρέψη σε άλλους ν’ απολαμβάνουν την αγαθότητά του, τη συντροφιά του και τη σοφία του. Επιθυμούσε να μοιρασθή τη ζωή ανιδιοτελώς με άλλους. Και έτσι περιέβαλε τον εαυτό του με εκατοντάδες εκατομμυρίων ισχυρών πνευματικών πλασμάτων που μπορούσαν ν’ απολαμβάνουν άμεσα την ακτινοβόλο δόξα του. Ήταν σκοπός του να τον υπηρετούν εξακολουθητικά, εκτελώντας πιστά τα καθήκοντα που αυτός προσδιώρισε γι’ αυτά. Τους εδόθη έτσι ο ένδοξος θησαυρός της ολοχρονίου υπηρεσίας. Η πρόθεσίς του γι’ αυτά ήταν ν’ αφιερώνουν τον χρόνον των στο να φέρουν τιμή και δόξα στο όνομά του, στο ν’ απολαμβάνουν την αγαθότητά του και την αγάπη του και στο ν’ απορροφούν σοφία απ’ αυτόν. Επειδή αυτός είναι η πηγή της σοφίας, οι βουλές του είναι πολύτιμες και μεγίστης αξίας για τα πλάσματά του. «Πόσον δε πολύτιμοι είναι εις εμέ αι βουλαί σου, Θεέ! πόσον εμεγαλύνθη ο αριθμός αυτών!» «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού, και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού!—Ψαλμ. 139:17· Ρωμ. 11:33.
5. Πώς θεωρούσαν οι άγγελοι την ολοχρόνια υπηρεσία του Δημιουργού;
5 Στα ποικίλα καθήκοντά των οι άγγελοι υπηρετούσαν με χαρά τα συμφέροντα του στοργικού Δημιουργού των. Δεν έθεσαν κατά μέρος αυτά τα καθήκοντα ως δευτερεύοντα απέναντι των προσωπικών συμφερόντων. Όχι, έδωσαν αμέριστη την προσοχή των και τις πλήρεις ενέργειες και ικανότητές των στο να υπηρετούν τον μέγαν Κυρίαρχον του σύμπαντος. Τίποτε δεν ήταν μεγαλυτέρας σπουδαιότητος γι’ αυτούς. Εκείνοι που απεστέλλοντο ως αγγελιαφόροι επήγαιναν χωρίς να διστάσουν ούτε για μια στιγμή. Δεν υπήρχε ενδοιασμός ή η ελαχίστη ένδειξις απροθυμίας να δεχθούν κάτι που τους ανετίθετο. Ηυφραίνοντο να πράττουν το θέλημα του Ιεχωβά επειδή εκεί ακριβώς βρισκόταν η καρδιά τους. Εύρισκαν χαρά υπηρετώντας τον ολοχρονίως.
6. Ποια ήσαν μερικά από τα ειδικά καθήκοντα που είχαν ανατεθή στο πρώτο δημιούργημα του Ιεχωβά;
6 Στο πρώτο από αυτά τα πνευματικά δημιουργήματα είχαν δοθή πολλά ειδικά καθήκοντα, μεταξύ των οποίων ήταν η δημιουργία των ουρανίων στρατιών. Ο ισχυρός αυτός Υιός του Θεού με χαρά αφιέρωσε τις ενέργειές του αυτό το έργον, βρίσκοντας ευχαρίστησι στην ολοχρόνια υπηρεσία του Θεού και Πατρός του. Επειδή είχε ορισθή ως ειδικός εκπρόσωπος του Ιεχωβά, ωνομάζετο «Ο Λόγος». Όσον αφορά αυτόν, ο Ιωάννης 1:1-3 (ΜΝΚ) λέγει: «Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και θεός ήτο ο Λόγος. Ούτος ήτο εν αρχή παρά τω Θεώ. Πάντα δι’ αυτού έγειναν· και χωρίς αυτού δεν έγεινεν ουδέ έν το οποίον έγεινεν.» Και κατόπιν ο απόστολος Παύλος μάς λέγει: «Όστις είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· επειδή δι’ αυτού εκτίσθησαν τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα.»—Κολ. 1:15, 16.
7, 8. (α) Ποια ήταν η διάθεσίς του απέναντι της ολοχρονίου υπηρεσίας; (β) Μήπως τον απεθάρρυνε μια μακρά περίοδος υπηρεσίας σ’ ένα έργον ανατεθειμένο σ’ αυτόν;
7 Αυτός εδέχετο με χαρά οτιδήποτε του ανέθετε ο Θεός. Δεν θεωρούσε την ολοχρόνια υπηρεσία ένδοξο θησαυρό σ’ ένα μέρος του σύμπαντος, και ανεπιθύμητη σ’ ένα άλλο. Δεν εύρισκε διαφορά στο πού διωρίζετο να υπηρετήση εφ’ όσον μπορούσε να χρησιμοποιήται από τον Θεό και Πατέρα του. Η διάθεσίς του διετυπώθη ωραία στον Ψαλμό 40:8: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.» Έδειξε αυτή την ίδια ταπεινή διάθεσι και προθυμία να υπηρετή, σε όλη τη μακρά σταδιοδρομία του ολοχρονίου υπηρεσίας. Είπε σε μια περίπτωσι: «Δεν ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πεμψαντός με.» (Ιωάν. 5:30) Αυτό υπήρξε το φρόνημά του από την αρχή ακόμη. Για τούτο, αποτελεί παράδειγμα που όλα τα άλλα πλάσματα θα έκαναν καλά να ακολουθήσουν.
8 Όταν ο Ιεχωβά απεφάσισε να παραγάγη το υλικό σύμπαν και να κάμη ένα από τα υλικά σώματα παραδεισιακό οίκο για νοήμονα, σάρκινα πλάσματα, ο Λόγος ήταν εκείνος στον οποίον ανετέθη να φέρη τον σκοπόν αυτόν σε καρποφορία. Και έτσι, με το υπόδειγμα και τη δύναμι που παρεσχέθησαν από τον Ιεχωβά Θεό, επροχώρησε στο έργον της υλικής δημιουργίας. Μολονότι η διαμόρφωσις της γης και η ετοιμασία της για ζωή ήσαν έργα που απαιτούσαν μια μεγάλη χρονική περίοδο, ο Λόγος δεν έχασε το ενδιαφέρον για την εργασία του. Δεν επέτρεψε τα δισεκατομμύρια έτη στο ίδιο καθήκον να τον αποθαρρύνουν και να τον κάμουν να παραιτηθή. Ενέμεινε στο έργον του και ειργάσθη πιστά σ’ αυτό ώσπου το ετελείωσε.
9. Τι απέδειξε αυτός εμμένοντας στο προσδιωρισμένο έργον του, και τι αυτό έφερε σ’ αυτόν;
9 Με την πιστή αυτή υπηρεσία απέδειξε την αξιοπιστία του και γι’ αυτό του ανετέθησαν και άλλα καθήκοντα. Ένα απ’ αυτά φαίνεται ασφαλώς να υπήρξε η απελευθέρωσις των Ισραηλιτών από τη δουλεία της Αιγύπτου. Αυτός είχε την ευθύνη να τους οδηγή με μια στήλη πυρός τη νύχτα και με μια στήλη νεφέλης την ημέρα. Και έπειτα, όταν ο λαός έφθασε στους πρόποδας του Όρους Χωρήβ, αυτός ο αγαπητός Υιός του Υψίστου ήταν προφανώς εκείνος που μετέδωσε τον θείον Νόμον στους Ισραηλίτες μέσω του Μωυσέως. Όσον αφορά τον ισχυρόν αυτόν πνευματικόν Υιόν, που ονομάζεται Μιχαήλ, ο Δανιήλ 12:1 λέγει ότι είναι «ο άρχων ο μέγας, ο ιστάμενος υπέρ των υιών του λαού σου.» Ασφαλώς ο άγγελος που τους είχε οδηγήσει και είχε πιστά μεταδώσει σ’ αυτούς τις οδηγίες του Θεού και τους είχε επίσης τιμωρήσει για απείθεια στον θείον Νόμον, ήταν εκείνος που ίστατο ως άρχων του εκλεκτού λαού του Θεού.a
10. Ποιο ήταν το πιο δύσκολο έργο που ανετέθη στον μονογενή Υιόν, και ποια διάθεσι έδειξε εν σχέσει μ’ αυτό;
10 Το πιο δύσκολο έργο ανετέθη στον Λόγον όταν ο Ιεχωβά τού έδωσε εντολή να εγκαταλείψη τη ζωή στο ουράνιο βασίλειο ως ένδοξο πνευματικό πλάσμα και να αναλάβη ολοχρόνια υπηρεσία επάνωστη γη ως άνθρωπος. Μολονότι η εντολή αυτή εσήμαινε το να γίνη κατώτερος από τους αγγέλους περιελάμβανε θυσιαστικόν θάνατον όταν ήταν στη γη, δεν έκαμε τον Υιόν ν’ απορρίψη το έργον που του ανετέθη. Ταπεινά αυτός εσυμφώνησε να πράξη οτιδήποτε είχε αποφασίσει ο μέγας Κυρίαρχος. Και έτσι είναι γραμμένο εις Φίλιππησίους 2:5-8: «Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού· όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να είναι ίσα με τον Θεόν· αλλ’ εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους· και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.» Παρά τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες που επήλθαν στον μονογενή Υιόν του Θεού στο ειδικό αυτό έργο που του ανετέθη, αυτός ούτε για μια στιγμή δεν εσκέφθη να το εγκαταλείψη και να εκπέση από την ολοχρόνια υπηρεσία του ουρανίου Πατρός του. Το εξετίμησε περισσότερο από τα προσωπικά του αισθήματα, την προσωπική του άνεσι και τη ζωή του ακόμη.
11, 12. (α) Είχε ο Χριστός την κατάλληλη εκτίμησι του θησαυρού της ολοχρονίου υπηρεσίας; (β) Τι έδειξε με τις πράξεις του;
11 Αδιάφορο σε ποιές περιστάσεις ευρίσκετο ο Χριστός, πάντοτε είχε την κατάλληλη εκτίμησι του ενδόξου θησαυρού της ολοχρονίου υπηρεσίας. Η εκτίμησίς του δεν μετεβάλλετο όταν μετεβάλλοντο οι περιστάσεις, όπως μεταβάλλεται η εκτίμησις εκείνων που θέτουν την καρδιά τους επάνω σε υλικά αποκτήματα. Εγνώριζε ότι δεν υπήρχε ανάγκη ακόμη και να σκεφθή να συγκρίνη την αξία της υπηρεσίας του Πατρός του με οποιαδήποτε από τις πολυτέλειες και τις ανέσεις του κόσμου τούτου, ούτε ακόμη και με τα χρειώδη της ζωής. Κάποτε είπε: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού.» (Ιωάν. 4:34) Απέρριψε τα πλούτη, την τιμή και την εξουσία ολοκλήρου αυτού του κόσμου και επροτίμησε την υπηρεσία του Ιεχωβά. (Ματθ. 4:8-10) Το να εκπληρώση την αποστολή αυτή, όπως είχε εκπληρώσει και άλλες αποστολές, ήταν όλο εκείνο που τον ενδιέφερε. Η ευσεβής αυτή υπηρεσία ήταν πολύ μεγαλυτέρας αξίας γι’ αυτόν, επειδή εσήμαινε την επιδοκιμασία του Ιεχωβά και αιώνια ζωή.
12 Το παράδειγμα ευσεβούς υπηρεσίας που εδόθη από τον αγαπητόν αυτόν Υιόν είναι αναμφιβόλως το λαμπρότερο που οποιοδήποτε πλάσμα θα μπορούσε να ακολουθήση. Τα δισεκατομμύρια έτη της πιστής ολοχρονίου υπηρεσίας του και της ταπεινής προθυμίας ν’ αποδέχεται και να εκτελή οποιοδήποτε έργον του ανετίθετο, καθώς και η υπομονή του υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύουν σαφώς τη βαθιά του αγάπη για τον Πατέρα. Αυτό είναι ένα έξοχο παράδειγμα εκτιμήσεως του θησαυρού της ολοχρονίου υπηρεσίας, και διευκρινίζει καλά την κατάλληλη αποτίμησι αυτού του θησαυρού.
Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΧΕΙ ΠΟΙΚΙΛΕΙ
13. (α) Περιωρίσθη αυτός ο θησαυρός σε έναν τρόπο υπηρεσίας; (β) Πώς υπηρέτησε ο Νώε;
13 Ο τρόπος, με τον οποίον πλάσματα έλαβαν το προνόμιο να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά Θεό ολοχρονίως, έχει ποικίλει. Ο μονογενής Υιός, όπως είδαμε, υπηρέτησε με περισσοτέρους από έναν τρόπο. Και όταν εξετάζωμε την ιστορία πιστών ολοχρονίων υπηρετών επάνω στη γη, βρίσκομε ότι αυτό είναι αληθινό και γι’ αυτούς επίσης. Δεν υπηρέτησαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ο Νώε, παραδείγματος χάριν, έλαβε μια εντολή να εκτελέση έργον μάρτυρος. Έπρεπε να κηρύξη μια προειδοποίησι για το βίαιο τέλος που επρόκειτο να επέλθη στον προκατακλυσμιαίο κόσμο, και, επιπρόσθετα, έπρεπε να κατασκευάση μια κιβωτό για τη διαφύλαξι των πλασμάτων, ανθρώπων και κτηνών, που θα προσδιώριζε ο Θεός. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο Νώε επρόκειτο ν’ αποδώση υπηρεσία στον Ιεχωβά. Ήταν μια υπηρεσία μεγίστης σπουδαιότητος. Αυτός, συνεπώς, δεν μπορούσε να την θέση σε δευτερεύουσα μοίρα εν σχέσει με τις προσωπικές του επιχειρήσεις και συμφέροντα. Επειδή η καρδιά του ήταν στην ολοχρόνια υπηρεσία του Δημιουργού, ενέμεινε στο έργο που του ανετέθη ώσπου το ετελείωσε.
14. Πώς ο Μωυσής είχε λόγους ν’ αποθαρρυνθή;
14 Το ίδιο αλήθευε και για τον Μωυσή, ο οποίος εγκατέλειψε το έργο του ποιμένος για να υπηρετήση τον Ιεχωβά ολοχρονίως. Και αυτός επίσης παρέμεινε σταθερός στην υπηρεσία αυτή. Ο τρόπος, εν τούτοις, με τον οποίον υπηρέτησε, διέφερε από τον τρόπο του Νώε, επειδή ήταν μια εντολή να φροντίση για τα συμφέροντα του Ιεχωβά όσον αφορά το έθνος Ισραήλ. Απεδείχθη ότι ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο, λόγω της μεμψίμοιρης, πείσμονος και στασιαστικής διαθέσεως του λαού. Μολονότι αυτό τον έκαμε ν’ αποθαρρυνθή πολύ σε μερικές περιπτώσεις, δεν απεμακρύνθη όμως από τις ευθύνες της ηγεσίας, αφήνοντας κάποιον άλλον ν’ αγωνισθή με τα προβλήματά της. Το να παραιτηθή και ν’ απομακρυνθή θα εσήμαινε ν’ αποσυρθή από τον θησαυρόν της ολοχρονίου υπηρεσίας, ο δε Μωυσής επροτίμησε να βαστάση το φορτίον προτού το κάμη αυτό. Ενέμεινε, λοιπόν, στο έργον του παρά την αποθάρρυνσί του σε μερικές περιστάσεις. Η καρδιά του ήταν στην υπηρεσία του Θεού του.—Εβρ. 3:2, 5.
15. (α) Ποια κληρονομία είχαν οι Λευίτες; (β) Πώς ήταν διαφορετική η υπηρεσία που τους ανετέθη;
15 Μια άλλη μορφή ολοχρονίου υπηρεσίας ήταν εκείνη που εξετελέσθη από τη φυλή του Λευί. Αυτή είχε ξεχωρισθή από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ για υπηρεσία ναού. Στους Λευίτες είχε ανατεθή ν’ αφοσιώνουν όλη την προσοχή τους στην εκτέλεσι των διαφόρων καθηκόντων που εσχετίζοντο με τη λατρεία του έθνους. Επομένως, η συνεχής υπηρεσία των επρόκειτο να είναι στη σκηνή ή εν σχέσει μ’ αυτήν. Αυτός ο θησαυρός της ολοχρονίου υπηρεσίας του Θεού επρόκειτο να είναι η κληρονομία των, όπως τονίζεται στο Δευτερονόμιον 10:9 (ΜΝΚ): «Δια τούτο δεν έχουσιν οι Λευίται μερίδιον ή κληρονομίαν μεταξύ των αδελφών αυτών· ο Ιεχωβά είναι η κληρονομία αυτών, καθώς Ιεχωβά ο Θεός σου υπεσχέθη εις αυτούς.» Ασφαλώς η κληρονομία των ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη γη που ελάμβαναν οι δώδεκα φυλές.
16, 17. (α) Είχαν οι προφήτες λόγους να αποθαρρυνθούν; (β) Ποια παραδείγματα μπορείτε να δώσετε μερικών που δεν εγκατέλειψαν την ολοχρόνια υπηρεσία λόγω αποθαρρύνσεως;
16 Αργότερα, όταν ηγέρθησαν προφήτες μεταξύ των Ισραηλιτών, βρίσκομε μια ακόμη πιο διαφορετική μορφή ολοχρονίου υπηρεσίας. Ο Ιεχωβά τούς χρησιμοποίησε να σαλπίσουν προειδοποιήσεις στο δύστροπο έθνος του Ισραήλ. Αυτό το έκαμαν πιστά παρά τις ύβρεις που επεσωρεύθησαν επάνω τους. «Λάβετε, αδελφοί μου, παράδειγμα της κακοπαθείας και της μακροθυμίας τους προφήτας, οίτινες έλάλησαν εν τω ονόματι του Ιεχωβά. Ιδού! μακαρίζομεν τους υπομείναντας.» (Ιάκ. 5:10, 11, ΜΝΚ· 2 Χρον. 36:16) Μολονότι, λοιπόν, δεν υπήρξαν ευπρόσδεκτοι και είχαν επαρκείς λόγους για να αποθαρρυνθούν, δεν παρητήθησαν. Τι θα μπορούσε να είναι πιο αποθαρρυντικό από το να γνωρίζη κανείς, προτού μιλήση, ότι ο λαός δεν θα επρόσεχε; Ο Ιερεμίας είχε ν’ αγωνισθή μ’ αυτό. Ο Θεός τού είπε: «Δια τούτο θέλεις λαλήσει προς αυτούς πάντας τούτους τους λόγους, και δεν θέλουσι σε ακούσει· και θέλεις φωνάξει προς αυτούς, και δεν θέλουσι σοι αποκριθή.» (Ιερεμ. 7:27) Τι θα εκάνατε αν αντιμετωπίζατε μια όμοια κατάστασι σήμερα; Γνωρίζοντας, προτού καν αρχίσετε να μιλήτε, ότι οι προσπάθειές σας θα ήσαν άκαρπες, θα απεσύρεσθε; Θα εγκαταλείπατε την ολοχρόνια υπηρεσία του Ιεχωβά επειδή θα ησθάνεσθε ότι οι κόποι σας είναι εις μάτην; Ή θα προσεκολλάσθε σ’ αυτόν τον θησαυρόν και θα εξεπληρώνατε την αποστολή σας όπως έπραξε ο Ιερεμίας; Η Γραφή δείχνει ότι αυτή ήταν κατά το μάλλον ή ήττον η κατάστασις που αντιμετώπισαν όλοι οι προφήται που απεστάλησαν στο έθνος Ισραήλ. «Αφ’ ης ημέρας εξήλθον οι πατέρες σας εκ γης Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης, εξαπέστειλα προς εσάς πάντας τους δούλους μου τους προφήτας, καθ’ ημέραν εγειρόμενος πρωί και αποστέλλων· πλην δεν μου υπήκουσαν, ουδέ έκλιναν το ωτίον αυτών· αλλ’ εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών· έπραξαν χειρότερα των πατέρων αυτών.» (Ιερεμ. 7:25, 26) Οι προφήτες είχαν την κατάλληλη εκτίμησι του θησαυρού της ευσεβούς υπηρεσίας και έτσι προσεκολλήθησαν σ’ αυτόν παρά τις αποθαρρυντικές αυτές περιστάσεις. Η διάθεσις του λαού δεν μετέβαλε την αντίληψί των περί αξιών.
17 Ακόμη και όταν ο Ηλίας ενόμισε ότι ήταν ο μόνος σε όλον τον Ισραήλ που δεν είχε εγκαταλείψει τη λατρεία του Ιεχωβά, δεν εσκέφθη ούτε για μια στιγμή ότι έπρεπε να παραιτηθή από το έργο του ως προφήτου. Ενέμεινε σ’ αυτό ώσπου τον επήρε ο Ιεχωβά. Όπως και άλλοι πιστοί προφήτες διεκράτησε ακεραιότητα προς τον Ιεχωβά Θεό κάτω από τις πιο δοκιμαστικές και αποθαρρυντικές περιστάσεις. Όμως παρά τις δοκιμασίες του και τις αποθαρρύνσεις του δεν έχασε τη μεγάλη του εκτίμησι για τον ανεκτίμητο θησαυρό της ολοχρονίου υπηρεσίας.—1 Βασ. 19:2, 4, 9, 10.
18. Με ποιον τρόπο ο Δαβίδ υπηρέτησε ολοχρονίως;
18 Ο Βασιλεύς Δαβίδ είχε αυτή την ίδια εκτίμησι για την υπηρεσία του Ιεχωβά. Υπηρέτησε ολοχρονίως ως ένας από τον Θεό διωρισμένος βασιλεύς του έθνους Ισραήλ. Αυτό ήταν το έργο που του είχε ανατεθή, έργο που ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχε ανατεθή στους προφήτες. Ως κεχρισμένος βασιλεύς του εκλεκτού λαού του Θεού, είχε τη διάκρισι να είναι εκπρόσωπος της κυριάρχου εξουσίας του μεγάλου Άρχοντος του σύμπαντος. Γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί να λεχθή ότι εκάθησε επάνω στον θρόνο του Ιεχωβά. Η έκφρασις αυτή χρησιμοποιείται στο 1 Χρονικών 29:23 όσον αφορά τον υιόν του Δαβίδ Σολομώντα, όταν εστέφθη βασιλεύς για δευτέρα φορά. Σ’ αυτή την περίπτωσι ο θησαυρός της ολοχρονίου υπηρεσίας του Δαβίδ ως θεοκρατικού βασιλέως μετεβιβάσθη στον Σολομώντα, αλλ’ ο Σολομών απέτυχε να διατηρήση την κατάλληλη εκτίμησι γι’ αυτόν στη διάρκεια όλης της ζωής του, όπως είχε κάμει ο πατέρας του Δαβίδ.
19. Πώς θεωρούσε ο Δαβίδ τον θησαυρό της ολοχρονίου υπηρεσίας, και ποια ήταν η επιθυμία του;
19 Στον Δαβίδ, ωστόσο, τίποτε δεν έφερνε μεγαλύτερη χαρά από το να εξυπηρετή τα συμφέροντα του Θεού του. Κάποτε εξέφρασε την επιθυμία να κατοική στον οίκον του Ιεχωβά όλες τις ημέρες της ζωής του. (Ψαλμ. 27:4) Έτσι απεκάλυψε σαφώς πού ήταν η καρδιά του. Δεν είχε επιθυμία να βρίσκεται κάπου αλλού παρά στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ειλικρινώς ποθούσε να ψάλλωνται οι αίνοι του Ιεχωβά μεταξύ των εθνών και να διακηρύττωνται ευρέως τα θαυμαστά έργα του Δημιουργού. Η επιθυμία αυτή εξεφράσθη ωραία στις ευχαριστίες που αυτός έδωσε στον Ιεχωβά όταν η κιβωτός εφέρθη στην Ιερουσαλήμ και ετοποθετήθη στη σκηνή την οποίαν είχε ετοιμάσει γι’ αυτήν παράπλευρα στο ανάκτορό του. Αυτή ήταν η εγκάρδια έκφρασις ενός που ήταν πλήρως αφωσιωμένος στην υπηρεσία του Θεού και την θεωρούσε ως τον πιο πολύτιμο από όλους τους θησαυρούς. Ο Δαβίδ άρχισε την έκφρασι των ευχαριστιών του ως εξής: «Δοξολογείτε τον Ιεχωβά· επικαλείσθε το όνομα αυτού· κάμετε γνωστά εις τα έθνη τα έργα αυτού. Ψάλλετε εις αυτόν· ψαλμωδείτε εις αυτόν· λαλείτε περί πάντων των θαυμασίων αυτού.» (1 Χρον. 16:8, 9, ΜΝΚ) Αυτό το να γίνωνται γνωστά τα έργα του Ιεχωβά και να κηρύττωνται τα θαυμάσιά του είναι η μορφή υπηρεσίας που ο Μεγαλύτερος Δαβίδ εισήγαγε έπειτα από σημαντικό διάστημα χρόνου.
Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
20, 21. Ποιος νέος τρόπος ολοχρονίου υπηρεσίας του Ιεχωβά εισήχθη από τον Χριστό;
20 Έως τώρα έχομε ιδεί πώς άτομα πίστεως απήλαυσαν τον θησαυρόν της ολοχρονίου υπηρεσίας κατά διαφόρους τρόπους δια μέσου των αιώνων. Τα άτομα αυτά εξετέλεσαν την υπηρεσία των κατά ποικίλους τρόπους, ανάλογα με το έργο που τους είχε αναθέσει ο Θεός. Αλλά με την έλευσι του Μεγαλυτέρου Δαβίδ, του Χριστού Ιησού, εισήχθη μια νέα μορφή ολοχρονίου υπηρεσίας. Αυτή ήταν η εκτέλεσις του ίδιου ακριβώς πράγματος για το οποίο μίλησε ο Δαβίδ—το να καταστούν γνωστά τα έργα του Ιεχωβά μεταξύ των λαών του κόσμου. Ήταν καιρός να διακηρυχθούν τα αγαθά νέα της βασιλείας του Ιεχωβά. Το νέο αυτό έργο εγκαινιάσθη κατάλληλα από Εκείνον που εχρίσθη για να είναι Βασιλεύς της Βασιλείας.
21 Αυτό ήταν μια νέα διακονία που ανετέθη στον μονογενή Υιόν του Θεού, ο οποίος, τριάντα χρόνια πριν από το χρίσμα του ως Βασιλέως, είχε γεννηθή από τη Μαρία ως τέλειος άνθρωπος, διότι η δύναμις της ζωής του είχε μεταφερθή από τους ουρανούς στην κοιλία της Μαρίας. Σε ηλικία, λοιπόν, τριάντα ετών, ως ο κεχρισμένος Βασιλεύς, προέβη στην εγκαινίασι του νέου αυτού τρόπου υπηρεσίας του Δημιουργού. Για να μπορέσουν να μάθουν και άλλοι πώς έπρεπε να αποδίδεται αυτή η υπηρεσία, ο Χριστός έδωσε το παράδειγμα πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο και κηρύττοντας το ευαγγέλιον της Βασιλείας και τις θαυμαστές πράξεις του Θεού. Αυτό ήταν ένα απαράμιλλο εκπαιδευτικό έργο. Ήταν ένα έργο συνάξεως ατόμων που θα ήσαν άξια του δώρου της αιωνίου ζωής. (Ιωάν. 17:3) Ο Χριστός αφιέρωσε ολόκληρον τον χρόνον του σ’ αυτή τη διακονία και την έφερε εις πέρας, καθώς είχε κάμει με κάθε άλλο έργο που του είχε αναθέσει ο Πατήρ του.
22. (α) Ποια μεταβολή επέφερε η διακονία της Βασιλείας όσον αφορά τον θησαυρό της ολοχρονίου υπηρεσίας; (β) Πώς μερικοί ανταπεκρίθησαν στην πρόσκλησι να κάμουν τον θησαυρό δικό τους;
22 Πριν από τις ημέρες του Χριστού, ο θησαυρός της ολοχρονίου υπηρεσίας περιωρίζετο σε ολίγα μόνο άτομα, αλλά η διακονία της Βασιλείας μετέβαλε την τακτική αυτή. Τελικά έκαμε τον θησαυρόν αυτόν προσιτόν σε ανθρώπους όλων των εθνών, ώστε οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τον αποκτήση. Ο Ιωάννης και ο συνάδελφός του αλιεύς Ανδρέας ήσαν οι πρώτοι από χιλιάδες που τον ενεστερνίσθησαν σ’ αυτή τη νέα μορφή. Όταν ο Ιησούς τον προσέφερε σ’ αυτούς και αργότερα στον Πέτρο, δεν εδίστασαν να τον δεχθούν. Το ίδιο αληθεύει και για τον Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννου. Σχετικά με τούτο ο Ματθαίος 4:18-22 λέγει: «Περιπατών δε ο Ιησούς παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, ρίπτοντας δίκτυον εις την θάλασσαν· διότι ήσαν αλιείς. Και λέγει προς αυτούς, Έλθετε οπίσω μου, και θέλω σας κάμει αλιείς ανθρώπων. Οι δε, αφήσαντες ευθύς τα δίκτυα, ηκολούθησαν αυτόν. Και προχωρήσας εκείθεν, είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου, και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών, επισκευάζοντας τα δίκτυα αυτών, και εκάλεσεν αυτούς. Οι δε, αφήσαντες ευθύς το πλοίον και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτόν.» Ο Χριστός, όπως είχε υποσχεθή, τους εδίδαξε και τους έκαμε αλιείς ανθρώπων. Τώρα συνεκέντρωσαν τον χρόνον των και τις ενέργειές των στο έργο της διακηρύξεως των μεγαλοπρεπών σκοπών του Ιεχωβά Θεού.
23. Πώς θεωρούσε ο Παύλος την ολοχρόνια υπηρεσία;
23 Ο απόστολος Παύλος αποτελούσε μια εξέχουσα περίπτωσι από αυτή την άποψι. Αφιέρωσε τα πάντα στη διακονία. Μολονότι υπέστη πολλές δριμείες δοκιμασίες, ποτέ δεν έκαμε ούτε την ελαχίστη σκέψι να εγκαταλείψη την ολοχρόνια υπηρεσία. Σχετικά με μερικές πείρες του η 2 Κορινθίους 11:24-27 λέγει: «Υπό των Ιουδαίων πεντάκις έλαβον πληγάς τεσσαράκοντα παρά μίαν· τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθοβολήθην, τρις εναυάγησα, έν ημερονύκτιον εν τω βυθώ έκαμον· εις οδοιπορίας πολλάκις, εις κινδύνους ποταμών, κινδύνους ληστών, κινδύνους εκ του γένους, κινδύνους εξ εθνών, κινδύνους εν πόλει, κινδύνους εν ερημία, κινδύνους εν θαλάσση, κινδύνους εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν πείνει και δίψη, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι.» Για ένα πρόσωπο που θα του έλειπε η κατάλληλη εκτίμησις του θησαυρού της ολοχρονίου υπηρεσίας, αυτά θ’ αποτελούσαν επαρκή αιτία για να παραιτηθή. Αλλά δεν συνέβη αυτό με τον Παύλο. Αγαπούσε τον θησαυρό αυτόν τόσο πολύ ώστε δεν μπορούσε ούτε να φιλοξενήση καν μια τέτοια σκέψι. Όσες και αν ήσαν οι ταλαιπωρίες και κακουχίες, δεν θα μπορούσαν να τον κάμουν να εγκαταλείψη τον θησαυρό του. Ούτε επέτρεψε η έλξις των υλικών ανέσεων, της οικονομικής εξασφαλίσεως ή των πολυτίμων κοσμημάτων να μεταβάλη την αντίληψί του περί αξιών. Θεωρούσε ζημίαν όλα όσα προσέφερε ο κόσμος από υλική άποψι εν συγκρίσει με τη διακονία και τις ζωοπάροχες αλήθειές της. Σχετικά με τούτο έλεγε: «Μάλιστα δε και νομίζω τα πάντα ότι είναι ζημία δια το έξοχον της γνώσεως του Ιησού Χριστού του Κυρίου μου· δια τον οποίον εζημιώθην τα πάντα, και λογίζομαι ότι είναι σκύβαλα.» (Φιλιππησ. 3:8) Έτσι, τα πράγματα του κόσμου τούτου, στα οποία οι άνθρωποι θέτουν την καρδιά τους, ο Παύλος τα θεωρούσε σκύβαλα εν συγκρίσει με τον θησαυρό που είχε της ολοχρονίου υπηρεσίας του Θεού στη διακονία της Βασιλείας,
24. Ποια είναι η συνετή πορεία που πρέπει λάβη ένα άτομο;
24 Δεν φαίνεται ανόητο να θέσετε την καρδιά σας σε μια μεγάλη ποσότητα σκυβάλων και να την κάμετε σκοπό της ζωής σας; Δεν είναι παράτολμο να την κάμετε θησαυρό σας; Αφού η εκτίμησις των διαμαντιών, των μαργαριταριών και των ρουμπινιών από ένα άτομο μεταβάλλεται τελείως από τις περιστάσεις στις οποίες βρίσκεται, δεν είναι συνετώτερο να θέσετε την καρδιά σας σ’ ένα θησαυρό του οποίου η αξία δεν μεταβάλλεται ποτέ; Ένα θησαυρό που μπορεί να σημαίνη αιώνια ζωή; Ο Ιησούς κάποτε είπε: «Επειδή, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θέλει είσθαι και η καρδία σας.» (Ματθ. 6:21) Τώρα, πού είναι η καρδιά σας; Είναι άρα γε εκεί που είναι και η καρδιά του, στον ένδοξο θησαυρό της ολοχρονίου υπηρεσίας;
[Footnotes]
a Βλέπε το βιβλίο «Νέοι Ουρανοί και Νέα Γη», σελίδες 26-30, παράγρ. 10-15 (στην Αγγλική).
[Εικόνα στη σελίδα 201]
«Χαίρω να Εκτελώ το Θέλημά Σου.»