ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w57 1/6 σ. 189-191
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1957
  • Παρόμοια Ύλη
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1958
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1962
  • Δέχομαι με Χαρά την Κατεύθυνση του Ιεχωβά
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1999
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1957
Δείτε Περισσότερα
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1957
w57 1/6 σ. 189-191

Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή

Αφήγησις του Θωμά Ρ. Γητς

ΑΝΑΣΚΟΠΩΝΤΑΣ τον τρόπο με τον οποίον επεδίωκα τον σκοπό μου στη ζωή, βρίσκω πολλές ελλείψεις. Αφ’ ετέρου, με τη χάρι του Ιεχωβά Θεού υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα για τα οποία πρέπει να είμεθα ευγνώμονες παρά για να λυπούμεθα. Αν κι εμεγάλωσα στην αλήθεια, εν τούτοις δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά πάντοτε συναισθανόμουν το γεγονός ότι η αλήθεια είναι κάτι πολύ ειδικό, ένας πολύτιμος λίθος μεγάλης αξίας.

Είμαι ο μεγαλύτερος γυιός μιας μεγάλης οικογενείας κι εμεγάλωσα σ’ ένα αγρόκτημα τελείως απομονωμένος από κάθε εκκλησία του λαού του Ιεχωβά. Γι’ αυτό, όταν μετακομίσαμε πλησιέστερα σε μια πόλι το 1931 άρχισα να αναλαμβάνω δράσι στο έργον της μαρτυρίας, σε ηλικία 17 ετών. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ένας αδελφός μου έδωσε απλώς μερικά βιβλία και μου είπε: «Πήγαινε σ’ εκείνο το σπίτι». Πήγα, αλλ’ ήμουν πολύ νευρικός. Κατά σύμπτωσιν οι ένοικοι εκείνου ακριβώς του σπιτιού ήσαν καλής θελήσεως άνθρωποι, και μ’ εβοήθησαν σημαντικά. Στο τέλος της πρώτης μέρας αισθανόμουν σαν να ήμουν ένας παλαίμαχος ευαγγελιζόμενος. Από το έτος 1931 ως το 1938 ήμουν ένας πολυάσχολος ευαγγελιζόμενος εκκλησίας. Στο έτος 1938 παρακολούθησα την πρώτη μου σημαντική συνέλευσι στο Κάλετζ Παρκ, Μαίρυλαντ, και άκουσα τον Αδελφό Ρόδερφορδ να μιλή απ’ το Λονδίνο της Αγγλίας, με θέμα «Γεμίσατε την Γην» και «Αντιμετωπίσατε τα Γεγονότα». Σ’ εκείνη τη συνέλευσι εβαπτίσθηκα και είδα, επίσης, τον Αδελφόν Εδουάρδον Κέλλερ για πρώτη φορά, αλλά μετά επτά χρόνια εγνωρίσθηκα πολύ καλά μαζί του στην Ισπανική τάξι της σχολής Γαλαάδ.

Στο 1939 παρακολούθησα τη συνέλευσι της πόλεως Νέας Υόρκης και πέρασα πολύ συγκινητικά ταξιδεύοντας με τον υπόγειο σιδηρόδρομο και βλέποντας τη μεγάλη αυτή πόλι για πρώτη φορά, για να μην πω και για την οχλοβοή του Μάντισον Σκουαίαρ Γκάρντεν στη διάρκεια της δημοσίας ομιλίας που έγινε την Κυριακή. Έφθασα στη Νέα Υόρκη με 4 δολλάρια στην τσέπη μου, κι επέστρεψα σπίτι μου μ’ ένα μόνο δολλάριο.

Στο 1940 παρακολούθησα τη συνέλευσι του Ντητρόιτ, Μίσιγκαν, όπου εξεδόθη το βιβλίο Θρησκεία. Εκεί είδα τον αδελφό Κόβινγκτον για πρώτη φορά. Επίσης, ένας φίλος μού συνέστησε τη μέλλουσα σύζυγό μου, ένα κορίτσι από το Σύρακιους της Νέας Υόρκης, που υπέγραψε αίτησι για έργον σκαπανέως σ’ εκείνη τη συνέλευσι και διετέλεσε σκαπανεύς από τότε.

Την άνοιξι του 1941 συνελήφθην (για πρώτη φορά στη ζωή μου) μαζί με άλλους σαράντα περίπου όταν εκάναμε έργον περιοδικού στο δρόμο σε μια συνέλευσι περιοχής στην πόλι Στώντον, Βιρτζίνια. Μας εκράτησαν επί μια ώρα στο αστυνομικό τμήμα, ενώ ο Αδελφός Μακμίλλαν πήγε και ανέγνωσε την απόφασι του Ανωτάτου Δικαστηρίου στον εισαγγελέα της πόλεως, ο οποίος είπε ότι δεν είχε ιδέα περί του ότι είχαμε μια τόσο λαμπρή νίκη. Εκάλεσε τον διευθυντή της αστυνομίας και του είπε να μας αφήση να φύγωμε. Πήγαμε πάλι στο δρόμο και διεθέσαμε όλα τα περιοδικά που είχαμε. Το ίδιο έτος παρακολούθησα τη συνέλευσι του Σαν Λούις. Τότε έγινα υπηρέτης εκκλησίας. Τον Οκτώβριο του 1941 έλαβα το ερωτηματολόγιό μου για τον στρατό, πράγμα που έγινε ένα ολόκληρο έτος μετά την εγγραφή μου για τη στρατιωτική υπηρεσία. Τον Νοέμβριο, δύο περίπου εβδομάδες πριν από τα γεγονότα του Περλ Χάρμπορ, ενώ ήμουν ακόμη ευαγγελιζόμενος εκκλησίας, έλαβα δελτίον κατατάξεώς μου στην κλάσι 4-D ως διάκονος απαλλαγμένος στρατιωτικής θητείας και παρέμεινα σ’ αυτή την κατάταξι σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Την άνοιξι του 1942, ένας νεαρός σκαπανεύς αδελφός πέρασε από την πόλι μας και είπε μεταξύ άλλων ότι πρέπει να επιδείξω περισσότερη εκτίμησι για την κατάταξί μου ως διακόνου και να μπω στην ολοχρόνιο διακονική υπηρεσία σκαπανέως. Είχα τότε ένα καινούργιο αυτοκίνητο κι εκέρδιζα αρκετά εκτός από την εκτέλεσι διακονικής υπηρεσίας. Μερικοί από την τοπική εκκλησία με ανεχαίτιζαν (δεν ήταν δύσκολο) λέγοντας ότι έπρεπε ν’ αφήσω κάποιον που κερδίζει λιγώτερα χρήματα να βγη στο έργον του σκαπανέως. Εν τούτοις, στις 4 Ιουλίου 1942, διεκήρυξα την ανεξαρτησία μου κι άρχισα το έργον του σκαπανέως. Ήταν τότε εν προόδω μια εκστρατεία με βιβλιάρια, και διέθεσα 400 περίπου εκείνον τον μήνα. Ετηρούσα λεπτομερή λογαριασμό των εσόδων και εξόδων μου, κι ετελείωσα τον μήνα με 10 δολλάρια περισσότερα από όσα είχα στην αρχή. Από τότε ποτέ δεν βρέθηκα σε ειδικά δύσκολη θέσι από χρήματα, και βέβαια δεν έμεινα ποτέ νηστικός.

Εγώ είχα αυτοκίνητο αλλ’ όχι ρυμουλκούμενο όχημα· η μνηστή μου είχε ρυμουλκούμενο αλλ’ όχι αυτοκίνητο· απεφασίσαμε, λοιπόν, ότι το καλύτερο που έπρεπε να κάμωμε ήταν να νυμφευθούμε. Μετά τη συνέλευσι του Κλήβελαντ, τον Σεπτέμβριο του 1942, κατευθύνθηκα στο Σύρακιους, παρά τη συμβουλή μερικών από τους Νοτίους φίλους μου, και πήρα τη «Γιάγκινη» σύζυγό μου και το ρυμουλκούμενο όχημά της κι εξακολουθήσαμε την υπηρεσία σκαπανέως στη Βιρτζίνια μ’ επιτυχία κι ευτυχία.

Περίπου ένα χρόνο πριν απ’ αυτό είχα συμπληρώσει μια αίτησι για υπηρεσία μέσα στο Μπέθελ και την είχα σχεδόν ξεχάσει. Μετά μια εβδομάδα περίπου από του γάμου μας έλαβα μια επιστολή από την Εταιρία που έλεγε ότι αν ήμουν ακόμη άγαμος μπορούσα να παρουσιασθώ στο Αγρόκτημα της Βασιλείας, στο Σάουθ Λάνσιγκ της Νέας Υόρκης. Επληροφόρησα την Εταιρία ότι δεν ήμουν πια άγαμος, αλλ’ αν υπήρχε καμμιά ευκαιρία για ανδρόγυνο, θα εχαίραμε να πάμε και οι δύο. Σε λίγο ελάβαμε μια επιστολή απ’ τον Αδελφό Νορρ που έλεγε ότι δεν υπήρχε τότε θύρα ευκαιρίας, αλλά να συνεχίσωμε το έργον σκαπανέως και ο Ιεχωβά θα μας ευλογούσε. Το επράξαμε, και ο Ιεχωβά μας ευλόγησε.

Τον Ιούνιο του 1944, έγινα ειδικός σκαπανεύς. Εστάλημε στην Αππαλάτσια, Βιρτζίνια, μια πόλι με μεταλλεία γαιάνθρακος, ακριβώς πάνω απ’ το Μπιγκ Μπλακ Μάουνταιν της Κομητείας Χάρλαν, Κεντώκυ. Εκεί οι άνθρωποι ήσαν λίγο άξεστοι αλλά πολύ καλόκαρδοι και γενναιόδωροι όταν εγνωρίζοντο με κάποιον. Συναντήσαμε κι απεκτήσαμε φίλους που εξακολουθούν να είναι μεταξύ των καλυτέρων μας. Ήταν η πρώτη φορά που απουσίαζα απ’ το σπίτι μου πάνω από δέκα μέρες συνεχώς, και μου ήταν πράγματι σκληρό αυτό. Ποτέ δεν υπήρξα τόσο μακριά απ’ την κατοικία μου στον ξένο τομέα διορισμού μου (2.000 μίλια απ’ την κατοικία μου) όσο ήμουν σ’ εκείνα τα βουνά που απείχαν μόνο 200 μίλια. Εκείνη η εκπαίδευσις ήταν ακριβώς ό,τι εχρειάζετο για τη σχολή Γαλαάδ και ένα ξένο τόπο διορισμού. Όλοι οι άρρενες σκαπανείς είχαν εκδιωχθή με οχλοκρατίες από την Κομητεία του Χάρλαν, αλλ’ υπήρχαν δύο πιστές ηλικιωμένες αδελφές που έκαναν έργον σκαπανέως εκεί και με κρατούσαν σχεδόν κάθε μήνα για μερικά καθήκοντα. Η πρώτη κηδεία στην οποία υπηρέτησα ήταν στην Κομητεία Χάρλαν, όπου κάτι οχλοκράται έβλεπαν πάνω απ’ τον ώμο μου να διακρίνουν αν εδιάβαζα από τη Γραφή του Βασιλέως Ιακώβου (όπως και έκανα). Εκεί υπηρέτησα για πρώτη φορά σε τελετή της Αναμνήσεως και έκαμα την πρώτη μου δημοσία ομιλία.

Αλλά σ’ εκείνο τον τόπο διορισμού μου, η εξέχουσα πείρα που είχα ήταν στην Αππαλάτσια, Βιρτζίνια. Ένα πρωί, ενώ επήγαινα από σπίτι σε σπίτι στο καλύτερο τμήμα της πόλεως, άφησα ένα βιβλιάριο Τα Νέα της Βασιλείας σε μια πρόσχαρη κυρία. Αργότερα έβγαινα από μια εξώθυρα, οπότε κάποιος ερχόταν ορμητικά απ’ το δρόμο σαν ένας μανιασμένος ταύρος, σωρεύοντας ύβρεις εναντίον μου, λέγοντας ότι πρέπει να εκδιωχθώ από την πόλι, κλπ. Ήταν ένας τοπικός γιατρός. Υστερ’ από λίγους μήνες ανέβηκα στα βουνό μια ψυχρή χιονισμένη νύχτα για να κάμω μια συμμελέτη μ’ έναν νεαρό καλής θελήσεως άνθρωπο και τον βρήκα άρρωστο βαριά. Με παρεκάλεσε αν μπορούσα να κατέβω στην πόλι και να του καλέσω αυτόν τον ίδιο γιατρό. Το έπραξα. Απ’ το τηλέφωνο ο γιατρός είπε, «Έχετε κανένα αυτοκίνητο;» «Μάλιστα.» «Λοιπόν, θα με φέρετε σεις εκεί πάνω, διότι δεν τ’ οδηγώ εγώ τ’ αυτοκίνητό μου εκεί πάνω στο βουνό απόψε· να με πάρετε απ’ το νοσοκομείο.» Ήταν πυκνό σκοτάδι όταν βγήκε ο γιατρός, κι έτσι δεν μπορούσε να με ιδή καλά. Εγώ παρέμεινα ήσυχος ενώ αυτός μιλούσε για την πρόοδο του πολέμου (ήταν περίπου ο καιρός της Μάχης του Βουλτς). Όταν ανεβήκαμε περίπου ένα μίλι πάνω στο βουνό, είπε: «Παρακαλώ, ποιος είσθε;» Πραγματικά περιήλθε σε αμηχανία όταν του είπα ποιος είμαι. Επερίμενα και τον πήγα πίσω στην πόλι. Μα ήταν αυτό κάρβουνα αναμμένα στο κεφάλι του. Ποτέ πια δεν άκουσα ότι θα εκδιωχθώ απ’ την πόλι.

Ενώ ήμεθα σ’ αυτόν τον ειδικό διορισμό, παρακολουθήσαμε τη συνέλευσι του Μπώφφαλο της Νέας Υόρκης, στο 1944· εκεί συνεπληρώσαμε προκαταρκτικές αιτήσεις για τη σχολή Γαλαάδ. Είχαμε ακούσει πάρα πολλά για τις δυσκολίες των μαθημάτων της σχολής Γαλαάδ, ώστε η σύζυγός μου ήταν εναντίον της ιδέας αυτής. Της είπα ότι δεν θα έβλαπτε να πάμε απλώς και ν’ ακούσωμε τι είχε να πη ο Αδελφός Νορρ στους υποψηφίους Γαλααδίτας. Εκαθήσαμε σε μιαν άκρη και στο τέλος υπεβάλαμε τις αιτήσεις μας.

Τον Δεκέμβριο του 1944 ελάβαμε τις αιτήσεις μας για τη σχολή Γαλαάδ. Η σύζυγός μου προέτεινε να τις επιστρέψωμε λευκές, αλλ’ εγώ είπα: ‘Ας τις συμπληρώσωμε και να πούμε πως δεν είσαι πολύ καλά, και δεν θα κληθούμε οπωσδήποτε.’ Το εκάμαμε αυτό, και τον Ιούνιο του 1945 ελάβαμε την πρόσκλησι να παρουσιασθούμε για την έκτη σειρά, σπουδαστών.

Λίγους μήνες προτού πάμε στη σχολή Γαλαάδ μας επεσκέφθη ένας ζηλωτής υπηρέτης περιοχής, ο οποίος εβάδιζε με μαθηματικόν κανόνα και μετρούσε σχεδόν τα πάντα. Όταν εφθάσαμε στη σχολή Γαλαάδ, το πρώτο άτομο που συναντήσαμε ήταν ο υπηρέτης περιοχής μας. Εγώ του είπα: «Δεν μου λέτε, θα πάτε και σεις στη σχολή μ’ εμάς;» Αυτός απήντησε: «Όχι, μ’ έφεραν εδώ για να διδάξω.» Εγέλασα πάνω σ’ αυτό, αλλ’ εξεπλάγην πραγματικά όταν παρετήρησα ότι αυτός ήταν όντως ο διδάσκαλός μας των μαθηματικών.

Η σχολή Γαλαάδ απετέλεσε μια θαυμάσια πείρα και, μολονότι επεράσαμε έναν καιρό πολυάσχολο, δεν ήταν βέβαια τόσο δύσκολα όπως είχαμε οδηγηθή να πιστεύωμε. Επέρασα μια ζωή εντελώς κανονική στη σχολή Γαλαάδ, πηγαίνοντας στην υπηρεσία σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, και διαβάζοντας τη Σκοπιά μου και το Ξύπνα! απ’ την αρχή ως το τέλος, όπως έκανα πάντοτε αφότου μπορούσα να διαβάζω. Διετήρησα, επίσης, μια κανονική αλληλογραφία με την οικογένειά μου και με τους φίλους μου.

Από τη σχολή Γαλαάδ διωρισθήκαμε να εργασθούμε με την εκκλησία της Μπαγιόν, Νέας Ιερσέης. Ήταν ένας από τους καλύτερους τόπους διορισμού που είχαμε ποτέ, οι δε φίλοι εκεί μας περιποιήθηκαν ηγεμονικά. Ποτέ δεν θα τους ξεχάσωμε.

Ο διορισμός μας στο εξωτερικό ήταν οι Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες κι εφθάσαμε στο Βίλλεμσταντ, Κυρασό, στις 16 Μαΐου 1946. Σε μια μικρή συνάθροισι το πρώτο βράδι ο αδελφός που προσηυχήθη ευχαρίστησε τον Ιεχωβά τόσο θερμά για την άφιξί μας ώστε ποτέ δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε να τους εγκαταλείψωμε. Εκείνο τον καιρό η στεγαστική κατάστασις ήταν πολύ κακή στο Βίλλεμσταντ και επί έξη μήνες περάσαμε πολύ σκληρά, ώσπου τελικά βρήκαμε ένα καλό σπίτι. Το νερό ήταν φοβερό, και είχαμε αλλεπάλληλες περιόδους δυσεντερίας, αλλά δεν αποθαρρυνθήκαμε. Οι επιτόπιοι φίλοι είχαν την ευγενή καλωσύνη να προσκομίζουν διαφόρων ειδών φαρμακευτικά βότανα για να παράσχουν την εξυπηρέτησί τους.

Ελέχθη ότι όταν περάση κανείς από τη σχολή Γαλαάδ και πάη στον τόπο διορισμού του στο εξωτερικό, η συγκίνησις παρέρχεται και αρχίζει η σκληρή εργασία. Για μένα όμως ποτέ δεν έπαυσε η συγκίνησις. Ό,τι κάνει ενδιαφέρουσα τη ζωή, ειδικά για τους μάρτυρας του Ιεχωβά, δεν είναι οι συνθήκες, ούτε η γραφικότης του τόπου, ούτε και η γλώσσα ακόμη, αλλ’ είναι οι άνθρωποι, τους οποίους και έχει κανείς σε κάθε τόπο διορισμού.

Ένα πράγμα που μας έκαμε να λυπηθούμε ήταν ότι μετά την εδώ παραμονή μας επί ενάμισυ έτος, ο πατέρας μου πέθανε ξαφνικά. Ανεμέναμε πράγματι να τον ιδούμε και πάλι, διότι εφαίνετο αρκετά καλά στην υγεία του, όταν ανεχωρήσαμε απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν ένας πιστός μάρτυς, ο οποίος ανέθρεψε μια μεγάλη οικογένεια «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Στη συνέλευσι του Σταδίου Γιάγκη του 1953 ήταν συγκεντρωμένη ολόκληρη η οικογένειά μας για πρώτη φορά σε μια οκταετία. Αυτή η συνέλευσις όχι μόνον απετέλεσε σταθμό στην ιστορία της κοινωνίας του Νέου Κόσμου, αλλά και στην ιστορία της οικογενείας μου επίσης.

Στο έτος 1950 ο Αδελφός Νόρρ επεσκέφθη τις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες για πρώτη φορά και ίδρυσε ένα τμήμα της Εταιρίας, εγώ δε διωρίσθηκα υπηρέτης του τμήματος και διατηρώ ακόμη αυτή τη θέσι με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά. Το να είναι κανείς υπηρέτης τμήματος σ’ ένα μικρό τόπο σημαίνει ότι κατά καιρούς ενεργεί, επίσης, ως υπηρέτης περιφερείας, καθώς και ως υπηρέτης περιοχής, πράγμα που είναι πιο συγκινητικό. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγαμε στη νήσο Μποναίρ. Όταν εφθάσαμε εκεί για τη δημοσία διάλεξι, επερίμεναν πάνω από εκατό άνθρωποι. Είπαμε: «Τι ωραίο πλήθος!» Όταν μπήκαν τριάντα περίπου άτομα μέσα, ενομίσαμε ότι οι άλλοι έμειναν από συστολή, αλλά σε λίγο διεπιστώσαμε ότι άρχισαν να πέφτουν πάνω στην τσίγκινη στέγη πέτρες σαν τη χάλαζα της Αιγύπτου, εξεσφενδονίζοντο χαρτοροκέτες, ο όχλος χτυπούσε τενεκέδες και ούρλιαζε. Τι θόρυβος! Μένω έκπληκτος ως τώρα που δεν χτυπήθηκε κανείς εκείνο το βράδι. Πολλοί όμως από τους ανθρώπους άλλαξαν. Όταν προσφάτως προεβάλαμε την ταινία «Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει» στο θέατρο της Μποναίρ, αυτό ήταν κατάμεστο, μερικοί δε από τους παρόντας ήσαν από τους άλλοτε ταραχοποιούς, και τους άρεσε η ταινία.

Σ’ έναν ξένο τόπο διορισμού δεν χρειάζεται πάντοτε να μαθαίνη κανείς μια ξένη γλώσσα, αλλά συνήθως τη μαθαίνει· αυτό δε είναι κάτι ενδιαφέρον. Αν και δεν μαθαίνετε ποτέ να μιλήτε τη γλώσσα τέλεια, θα μάθετε να την καταλαβαίνετε, και αυτό είναι κάτι ενθουσιώδες. Εδώ εμάθαμε τη γλώσσα Παπιαμέντο.

Όταν για πρώτη φορά ήλθα στο Κυρασό, συνελήφθην δεύτερη φορά στη ζωή μου για το ίδιο πράγμα, για έργο στο δρόμο με περιοδικά. Ωδηγήθην στο αστυνομικό τμήμα, αλλ’ όταν εξήγησα τη φύσι του έργου μου, και ότι αυτό δεν ήταν εμπορικό, ο αξιωματικός υπηρεσίας μου είπε να συνεχίσω, προς μεγάλην λύπην του αστυφύλακος. Την επαύριον ακριβώς επήγαινα από σπίτι σε σπίτι, ένας δε Ολλανδός με προσεκάλεσε να εξηγήσω την αποστολή μου στη σύζυγό του. Όταν έφευγα του είπα: «Φαίνεσθε γνωστός· πού σας είδα προηγουμένως;» Αυτός γέλασε και μου είπε: «Είμαι ο αξιωματικός υπηρεσίας που σε άφησα χθες να φύγης.» Εγώ δεν μπόρεσα να τον αναγνωρίσω χωρίς τη στολή του.

Ο Ιησούς ασφαλώς εγνώριζε τι έλεγε όταν είπε ότι όποιος άφησε σπίτι και οικογένεια χάριν αυτού και του ευαγγελίου, εκατονταπλάσια θα εύρισκε τώρα και αιώνια ζωή στον μέλλοντα κόσμον.

Μολονότι οι επιστολές και τα δέματα από τον τόπο μας ενίοτε δεν αποτελούν ανάγκη για ένα επιτυχές ιεραποστολικό στάδιο, μπορούν ν’ αποτελέσουν πηγή ιδιαιτέρας ευχαριστήσεως. Κάθε τεύχος των περιοδικών Σκοπιά και Ξύπνα! είναι σαν μια επιστολή από τον τόπο μας, πάντοτε γεμάτο εκπλήξεις, πάντοτε κάτι νέον. Εδώ περιλαμβάνονται λίγες μόνον από τις πολλές πείρες που είχα. Τόμοι θα εχρειάζοντο για να τις πω όλες, όπως λόγου χάριν εκείνη που είχα όταν προέβαλα την ταινία «Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει» για τον διοικητή και την οικογένειά του στην αυλή του σπιτιού του.

Πολλοί λέγουν: «Ω, να μπορούσα μόνο να ξαναζήσω τη ζωή μου.» Εγώ λέγω, Αν μπορούσα, ο σκοπός μου θα ήταν ο ίδιος, δηλαδή να επιδιώξω τον σκοπό μου για μια ζωή αίνου προς τον Ιεχωβά τον Δημιουργό μου.

[Εικόνα στη σελίδα 190]

ΘΩΜΑΣ Ρ. ΓΗΤΣ

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση