Χριστιανική Λατρεία και Διατήρησις της Αρετής
«Το λοιπόν, αδελφοί, όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα καθαρά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, αν υπάρχει τις αρετή, και εάν τις έπαινος, ταύτα συλλογίζεστε.»—Φιλιππησ. 4:8.
1. Σε τι βρίσκουν τώρα βεβαίωσι εκείνοι που αγαπούν δικαιοσύνη;
ΑΠΟ κάθε πλευρά οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αποδείξεις του Ιεχωβά Θεού, τις οποίες δεν μπορούν να διαφύγουν. Μολονότι τον αρνούνται, τον αμφισβητούν και τον υποτιμούν, η υπεροχή του και η δικαιοσύνη του στέκουν ακλόνητες, και αποτελούν πλήρη βεβαίωσι για κείνους που τον λατρεύουν. (Ψαλμ. 14:1· 53:1-4) Είναι άρα γε τούτο αληθινό ακόμη και σήμερα, που οι καιροί είναι τόσο κρίσιμοι και που οι άνθρωποι γενικά δεν αγαπούν τον Θεό; Μάλιστα, αυτό ειδικά αληθεύει τώρα, διότι οι ακρότητες της αδικίας προς κάθε κατεύθυνσι, όχι μόνο αποτελούν ένα μεγάλο σημείο απελευθερώσεως εκείνων που αγαπούν τη δικαιοσύνη του Ιεχωβά, αλλά, επιπρόσθετα, κάνουν τη δικαιοσύνη του Ιεχωβά να εξέχη με θαυμαστή, αντίθεσι.—Λουκ. 21:28-33· Ψαλμός 36.
2. Ποιοι εκτιμούν την αρετή, και τι πρέπει να κάμουν αυτοί;
2 Οι άνθρωποι βρίσκουν χαλεπούς και δυσκόλους αυτούς τους κρίσιμους καιρούς, αλλά όχι επειδή έχουν προσηλωμένες τις σκέψεις των σε πράγματα που είναι ενάρετα. Μάλλον, αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπακούουν στην προσταγή, «Αν υπάρχη τις αρετή, και εάν τις έπαινος, ταύτα συλλογίζεσθε.» (Φιλιππησ. 4:8) Είναι γεγονός ότι σήμερα η αρετή εκτιμάται αληθινά από μια μειονότητα μόνο. Τι γίνεται με σας; Επιθυμείτε μήπως ν’ απομακρυνθήτε από εκείνους που είναι χωρίς αρετή; Σημαντικό είναι το προφητικό χωρίον, που είναι τόσο γνωστό: «Γίνωσκε δε τούτο, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν έλθει καιροί κακοί· διότι θέλουσιν είσθαι οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς εις τους γονείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άσπλαχνοι, αδιάλλακτοι, συκοφάνται, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι, έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής· και τούτους φεύγε.» (2 Τιμ. 3:1-5) Τα προηγούμενα περιγράφουν ανθρώπους που στερούνται αρετής, τους οποίους οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποφεύγουν. Δείχνουν αντίθεσι και αντιλογία μεταξύ εκείνου που είναι ενάρετο και εκείνου που δεν είναι.
3. Τι αποδεικνύει ότι υπάρχουν οι ιδιότητες της αρετής;
3 Αν δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα όπως τα στοιχεία που αποτελούν την αρετή, η Γραφική αυτή περικοπή δεν θα είχε καμμιά δύναμι. Εν τούτοις, η αρετή υπάρχει. Αυτό τούτο το γεγονός ότι υπάρχουν ζωτικά επίμαχα ζητήματα και αμφισβητήσεις μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας είναι απόδειξις ότι υπάρχουν αυτές οι καλές ιδιότητες της αρετής. Το επίμαχο αυτό ζήτημα ή αμφισβήτησις που περιλαμβάνει την αρετή, φανερώνεται επίσης εις Τίτον 1:16, όπου αναφέρεται: «Ομολογούσιν ότι γνωρίζουσι τον Θεόν, με τα έργα όμως αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και εις παν έργον αγαθόν αδόκιμοι.» Με συνέπεια, ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει την αδικία σε αντίθεσι με τον Ιεχωβά Θεό και τη δικαιοσύνη του, και έτσι, παρά τους ισχυρισμούς περί ευσεβείας, τα λόγια του παλαιού κόσμου αποδεικνύουν ότι αυτός δεν είναι σε αρμονία με τον Ιεχωβά Θεό.
4. Πώς η αρετή και οι αντιλογίες στις οποίες περιλαμβάνεται αποδεικνύουν την ύπαρξι του δικαίου Θεού Ιεχωβά;
4 Οι υλισταί που μισούν τη Γραφή δεν μπορούν ν’ αρνηθούν ότι οι αρχές της αρετής υπάρχουν. Με τον ισχυρισμό τους περί υλισμού και τις προσπάθειές τους να διαγράψουν την ιδιότητα του Ιεχωβά ως Δημιουργού και Θεού, αποπειρώνται να διαγράψουν επίσης και την αρετή. Για ν’ αρνηθούν τον Θεό, πρέπει ν’ αρνηθούν και τις υψηλές ηθικές αξίες· ή, για ν’ αρνηθούν τις υψηλές ηθικές αξίες, πρέπει ν’ αρνηθούν την ύπαρξι του Ιεχωβά. Τέτοια άρνησις είναι κάτι το αδύνατον. Η αρετή και οι υψηλές ηθικές αξίες δεν πηγάζουν από τα άψυχα δημιουργήματα ούτε πηγάζουν από την κατώτερη έμψυχη κτίσι, που δεν είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που επλάσθη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Ιεχωβά. (Γέν. 1:26, 27) Αν δεν ήταν έτσι πλασμένος ο άνθρωπος, αλλά ήταν όμοιος με την κατώτερη έμψυχη ή άψυχη δημιουργία, δεν θα εύρισκε τον εαυτό του σε μια αντιλογία που περιλαμβάνει την αρετή. Αυτό τούτο το γεγονός ότι βρίσκει έτσι τον εαυτό του αποδεικνύει την ύπαρξι ενός εναρέτου Θεού· αλλιώς, οι αρετές και η αντιλογία στην οποία περιλαμβάνονται δεν θα υπήρχαν ποτέ.
5. Δείξτε μια διάκρισι μεταξύ ανθρώπου και κατωτέρας κτίσεως, και προσδιορίστε το αποτέλεσμα που αυτή καθιστά δυνατόν για σας.
5 Αν ο άνθρωπος είναι σαν τα ψάρια, σαν τα πτερωτά πλάσματα, σαν τα κατοικίδια ζώα, σαν τα ερπετά, γιατί έχει ένα λεξιλόγιο που εκφράζει σκέψεις αρετής, ηθικής, ακεραιότητος, πίστεως, ελπίδος, νομιμοφροσύνης, τιμιότητος και άλλων ιδιοτήτων λατρείας; Τα κατώτερα ζώα δεν ομολογούν ούτε εξασκούν τέτοιες ιδιότητες. Αυτές οι ιδιότητες είναι αποκλειστικές στους ανθρώπους επάνω στη γη, και η ύπαρξίς των είναι απόδειξις ότι ο Ιεχωβά Θεός υπάρχει και είναι δίκαιος και ότι οι άνθρωποι που έχουν υλιστικό φρόνημα σφάλλουν. Από εκείνους που αντιτίθενται στον Θεό, δυσφημώντας το όνομα του Ιεχωβά, αρνούμενοι την αρετή, από τέτοια άτομα και οργανώσεις απομακρύνεσθε, αν θέλετε να έχετε την επιδοκιμασία του Θεού και αν θέλετε να έχετε ζωή!
6. Τι είδους Θεός είναι ο Ιεχωβά, και τι έχει διατηρήσει;
6 Ο Ιεχωβά είναι Θεός αγάπης, δικαιοσύνης, σοφίας και δυνάμεως. Είναι ο Θεός της ακεραιότητος, είναι αξιόπιστος, έντιμος, πιστός, ηθικός. Πράγματι, τα λόγια που χρησιμοποιούμε για να εκφράσωμε τις ευγενείς σκέψεις των ανθρώπων και την κατανόησι και εκτίμησι που έχουν αυτών των καλών και υψηλών ιδιοτήτων, είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν πλήρως τη δικαιοσύνη του Ιεχωβά. Όχι μόνο υπάρχουν αυτές οι υψηλές ιδιότητες, αλλά το γεγονός ότι είναι δυνατόν να επιτευχθούν από ανθρώπους αποτελεί μια θαυμαστή βεβαίωσι για κείνους που αγαπούν τη δικαιοσύνη. Ο Παντοδύναμος πάντοτε εφρόντισε να διατηρήται η λατρεία του στη γη. Η διατήρησις της λατρείας του Ιεχωβά εσήμαινε τη διατήρησι της ανθρωπίνης ζωής επάνω στη γη. Εσήμαινε επίσης τη διατήρησι επάνω στη γη της αρετής, έτσι ώστε στην εποχή μας είναι δυνατόν να ‘συλλογιζώμεθα αυτά τα πράγματα’.
7. Περιγράψτε τη θεοκρατική οργάνωσι και ένα από τα χαρακτηριστικά της.
7 Ως Θεός και Βασιλεύς εκείνων που τον υπηρετούν και τον λατρεύουν, ο Ιεχωβά είναι ο μέγας Θεοκράτης, ο Θεός-Άρχων, ο δε άνθρωπος επλάσθη για να ζη υπό τον δίκαιον αυτόν Θεοκράτην. Η μεγάλη διάταξις που περιλαμβάνει τον Ιεχωβά Θεόν ως Κεφαλήν και Θεοκράτην και τα δίκαια πλάσματα που υπηρετούν υπ’ αυτόν και τον λατρεύουν, αποτελεί μια θεοκρατική οργάνωσι. Ένα από τα χαρακτηριστικά της θεοκρατικής αυτής οργανώσεως υπήρξε πάντοτε η αποκοπή των πλασμάτων εκείνων και οργανώσεων που αρνούνται να είναι ενάρετα, που αρνούνται να υποστηρίξουν τις αρχές της δικαιοσύνης που χαρακτηρίζουν τη θεοκρατική οργάνωσι.
8. Αναφέρατε περιπτώσεις αποκοπής και διατηρήσεως.
8 Μια περίπτωσις της λειτουργίας αυτής της αρχής βρίσκεται στην εκδίωξι του ανθρώπου από την Εδέμ. (Γέν. 3:23, 24) Λίγον καιρό κατόπιν συνετελέσθη μια άλλη μεγάλη αποκοπή με τον καθαρισμό της γης με νερό, μέσα στο οποίο κατεστράφη ένας ασεβής κόσμος. Μέσα από τον καθαρισμόν αυτόν συνετελέσθη μια μεγάλη διαφύλαξις, διατήρησις της ζωής ανθρώπων και ζώων επάνω στη γη καθώς και της λατρείας του Ιεχωβά, η οποία δεν εξηλείφθη, και διατήρησις της αρετής. Δεν μπορεί να υπάρξη αμφιβολία ότι ήσαν αναμεμιγμένες οι ιδιότητες της ακεραιότητος και της λατρείας στον καιρό του Κατακλυσμού.—Γέν. 6:5-22.
9. Ατομικώς, τι έπρεπε να κάμουν οι άνθρωποι, το οποίο περιελάμβανε αρετή, και γιατί;
9 Ο άνθρωπος ήταν αβοήθητος, σε μια θέσι τελείας εξαρτήσεως από τον Ιεχωβά για τις ευλογίες της προσωρινής του ζωής και ασφαλώς για οποιαδήποτε πιθανή ελπίδα αιωνίου ζωής. Ο Ιεχωβά είχε φανερώσει τον σκοπό του να πραγματοποιήση απελευθέρωσι για τη διεκδίκησι του ονόματός του, αλλ’ όσον αφορά τους ανθρώπους ατομικώς, ο καθένας έπρεπε να ενεργήση θετικά για ν’ αποδείξη ότι κατείχε τις ιδιότητες της αρετής. Αν δεν το έπρατταν αυτό, δεν θα ετάσσοντο με το μέρος του Ιεχωβά στο επίμαχο ζήτημα και δεν θα εξεδηλώνοντο υπέρ της υπεροχής του και προς δικαίωσιν της δικαιοσύνης του. Μια πορεία αδικίας είναι άρνησις της δικαιοσύνης και συνεπώς άρνησις του δικαίου Θεού. Η εμμονή σε μια τέτοια πορεία μαρτυρεί την έλλειψι ενδιαφέροντος ενός άτομου για τη δικαιοσύνη και συνεπώς την έλλειψι ενδιαφέροντος για τον υποσχεμένο Νέο Κόσμο, στον οποίον θα κατοική δικαιοσύνη. (2 Πέτρ. 3:11-13) Αφού η μεγάλη αποκοπή και ο καθαρισμός μέσω του Κατακλυσμού είχαν περάσει στην ιστορία, εκείνοι που επέζησαν και οι απόγονοί των είχαν ενώπιον των τη θαυμαστή ευκαιρία να υποστηρίξουν εκείνα τα πράγματα που επεδοκίμαζε ο Ιεχωβά Θεός. Αυτή η πορεία ενεργείας αποτελούσε λατρείαν του Ιεχωβά, η δε εξάσκησις αρετής περιελάμβανε τη βασική ιδιότητα της αγάπης καθώς και διακράτησι ακεραιότητος, πίστιν στον λόγον του Ιεχωβά, βέβαιη ελπίδα στις επαγγελίες του, νομιμοφροσύνη σ’ αυτόν και στην υπόθεσί του, τιμιότητα ενώπιόν του και απέναντι του ανθρώπου, ηθική σε πράγματα προσωπικά και δημόσια.
Η ΤΥΠΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΣ
10. Ποια προνόμια εδόθησαν στον Ισραήλ;
10 Ο Ιεχωβά, προχωρώντας στην εκτέλεσι του σκοπού του και χρησιμοποιώντας άτομα που συνεταυτίζοντο πρόθυμα μαζί του και με τη λατρεία του, ωργάνωσε το τυπικό θεοκρατικό έθνος του Ισραήλ. Απελευθερώνοντας πραγματικά, αλλά και εξεικονιστικά, τους Ισραηλίτας από τη δουλεία στην παγκόσμια δύναμι της διαβολολάτριδος Αιγύπτου, επετέλεσε την αποκοπή ενός ολοκλήρου ειδωλολατρικού κόσμου, χωρίζοντας τον λαό του Ισραήλ απ’ αυτόν. Το τυπικό θεοκρατικό έθνος Ισραήλ έπρεπε να παραμένη καθαρό για τη λατρεία του μόνου αληθινού Θεού, διατηρώντας έτσι μέσα στα εθνικά του σύνορα τις υψηλές ιδιότητες της καθαρής λατρείας, τις αρετές της δικαιοσύνης.
11. Εξηγήστε τον σκοπό και την ανάπτυξι της κρίσεως μέσα στον τυπικόν Ισραήλ.—Εξοδ. 18:25, 26.
11 Ο νόμος του Θεού εδόθη στον Ισραήλ μέσω του Μωυσέως ως Μεσίτου και εβασίζετο σε αρχές δικαιοσύνης, οι οποίες δεν μεταβάλλονται. Ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός, Νομοθέτης, Βασιλεύς, και Κριτής του Ισραήλ. (Ησ. 33:22) Για να μην καταλήξη σε παραβίασι δικαίων αρχών η ατελής κρίσις ή η ιδιοτελής ενέργεια από μέρους ατόμων στον Ισραήλ, τα προσωπικά καθώς και τα εθνικά προβλήματα εφέροντο στον Μωυσή για απόφασι. Αυτός ήταν μια διάνοια που διηυθύνετο από το πνεύμα του Θεού και λεπουργούσε σε αρμονία με τις αρχές του νόμου του. Αυτή η φιλάγαθη βοήθεια απεδείχθη ότι ήταν ένα καθήκον πολύ μεγάλο για έναν άνθρωπο και έτσι ο Μωυσής, με την επιδοκιμασία του Ιεχωβά, προέβη στο να κάμη μια διαίρεσι της θρησκευτικής δικαστικής εξουσίας, διορίζοντας άλλους ανθρώπους στη θεοκρατική οργάνωσι με την ευθύνη να βοηθούν στην εφαρμογή του νόμου του Θεού και στη συμμόρφωσι μ’ αυτόν σε υποθέσεις μεγάλες και μικρές. Οι θέσεις που κατείχοντο από τον Μωυσή και τους ανθρώπους που αυτός διώρισε, δεν ήσαν απλώς τιμητικές και κενές περιεχομένου, αλλά ήσαν σπουδαίες και πρακτικές και για τον ειδικό σκοπό δικαίας κρίσεως. Όσον αφορά τους θεοκρατικούς αυτούς διορισμούς διαβάζομε: «Και εξέλεξεν ο Μωυσής εκ παντός του Ισραήλ άνδρας αξίους, και κατέστησεν αυτούς αρχηγούς επί του λαού, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους, και δεκάρχους· και έκρινον τον λαόν εν παντί καιρώ· τας μεν υποθέσεις τας δυσκόλους ανέφερον προς τον Μωυσήν, πάσαν δε μικράν υπόθεσιν έκρινον αυτοί.»
12. Εν σχέσει με τον νόμον του Θεού, ποια ευθύνη έφεραν εκείνοι που ανήκαν στον Ισραήλ;
12 Ο κανών ενεργείας που διείπε την Ισραηλιτική οργάνωσι ήταν ο νόμος του Ιεχωβά. Οι υπεύθυνοι στην οργάνωσι εδίδασκαν τον νόμο στον λαό και ο λαός είχε την ευθύνη να πληροφορήται όσον αφορά τον νόμου του Θεού. Αυτοί εγνώριζαν ποιες ήσαν οι αρχές της λατρείας και εγνώριζαν τη λεπτομερή εφαρμογή των αρχών εκείνων, εν σχέσει με τα ζητήματα τα οποία ερρύθμιζε ο νόμος, ζητήματα εθνικά, οικογενειακά και προσωπικά. Εγίνοντο προμήθειες εξιλεώσεως για αμαρτίες και αδυναμίες της πεπτωκυίας Ισραηλιτικής σαρκός. Οι διάφορες μορφές του νόμου προωρίζοντο να κρατήσουν το έθνος σε αρμονία με τον Θεό, ώστε να τον λατρεύη, πάντοτε να τον αναγνωρίζη, και, επί πλέον, να κρατή ζωντανή και ζωτική την ιδιότητα της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον και τα στοιχεία της αρετής σε όλες τις υποθέσεις. Ο Ιεχωβά δεν επρόκειτο να επιτρέψη να εξαλειφθούν από τη γη η λατρεία του και οι καλές του ιδιότητες, αλλά, μάλλον, να διατηρηθούν στον τυπικόν Ισραήλ.
13, 14. Για ποια δραστικά μέτρα ελαμβάνετο πρόνοια, και για ποιο σκοπό;
13 Μερικές φορές ήταν ανάγκη να ληφθούν δραστικά μέτρα για τη διατήρησι αυτών των καλών ιδιοτήτων. Δεν εγίνετο ελάφρυνσις των θεοκρατικών κανόνων για να ευχαριστηθούν εκείνοι που είχαν μεγαλύτερη αγάπη για την αδικία παρά για τη δικαιοσύνη. Οι πταίσται, που επέμεναν να υπερβαίνουν τα όρια των προμηθειών εξιλασμού, εθανατώνοντο, και η συνάθροισις των Ισραηλιτών είχε άμεση ευθύνη για τον θάνατό τους. Η θρησκεία ή λατρεία δεν ήταν χωρισμένη από τις κυβερνητικές και οικονομικές υποθέσεις του έθνους, επειδή η αναγνώρισις του Ιεχωβά έπρεπε να είναι παρούσα σε όλες τις μορφές της ζωής των. Ο νόμος, λοιπόν, προνοούσε, «Εάν εγερθή εν μέσω σου προφήτης, ή ενυπνιαζόμενος ενύπνια . . . λέγων, Ας υπάγωμεν κατόπιν άλλων θεών, τους οποίους δεν εγνώρισας, και ας λατρεύσωμεν αυτούς, δεν θέλεις δώσει ακρόασιν εις τους λόγους του προφήτου εκείνου, ή εκείνου του ενυπνιαζομένου ενύπνια· διότι δοκιμάζει εσάς Ιεχωβά ο Θεός σας, δια να γνωρίση εάν αγαπάτε Ιεχωβά τον Θεόν σας, εξ όλης της καρδίας σας, και εξ όλης της ψυχής σας· . . . . Εκείνος δε ο προφήτης, ή εκείνος ο ενυπνιαζόμενος ενύπνια, θέλει θανατωθή·. . . και θέλεις εξαφανίσει το κακόν εκ μέσου σου.—Δευτ. 13:1-5, ΜΝΚ.
14 Η θανατική ποινή δεν περιωρίζετο στον ψευδή προφήτη ή ενυπνιαζόμενο επειδή «εάν ο αδελφός σου, ο υιός της μητρός σου, ή ο υιός σου, ή η θυγάτηρ σου, ή η γυνή του κόλπου σου, ή ο φίλος σου όστις είναι ως η ψυχή σου, σε παρακίνηση κρυφίως, λέγων, Ας υπάγωμεν, και ας λατρεύσωμεν άλλους θεούς, . . . δεν θέλεις συγκατανεύσει εις αυτόν, ουδέ θέλεις δώσει ακρόασιν εις αυτόν, ουδέ θέλει φεισθή αυτόν ο οφθαλμός σου, ουδέ θέλεις σπλαγχνισθή, ουδέ θέλεις κρύψει αυτόν αλλά εξάπαντος θέλεις θανατώσει αυτόν· η χειρ σου θέλει είσθαι πρώτη επ’ αυτόν δια να θανατώσης αυτόν, και η χειρ παντός του λαού έπειτα. Και θέλεις λιθοβολήσει αυτόν με λίθους, ώστε να αποθάνη· διότι εζήτησε να σε αποπλανήση από Ιεχωβά του Θεού σου, όστις σε εξήγαγεν εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. Και πας ο Ισραήλ ακούσας θέλει φοβηθή, και δεν θέλει κάμει πλέον εν μέσω σου τοιούτον κακόν.» (Δευτ. 13:6-11, ΜΝΚ) Τι έπρεπε να γίνη αν μια ολόκληρη κοινότης έπαιρνε κακό δρόμο και εστρέφετο εναντίον της λατρείας του δικαίου Θεού Ιεχωβά; Τότε ολόκληρη αυτή η κοινότης έπρεπε να εξολοθρευθή.—Δευτ. 13:12-18.
15. Δώστε τον ορισμό της αρετής και δείξτε πώς η θρησκεία περιλαμβάνεται στην άσκησί της.
15 Τα προηγούμενα είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν τη διατήρησι της λατρείας του Ιεχωβά χωρίς μόλυνσι και την τήρησι των δικαίων εντολών του, διατηρώντας έτσι επίσης και τις ιδιότητες της αρετής γενικά. Η αρετή αναφέρεται σε ηθικές πράξεις ή ενέργειες σύμφωνες με τον κανόνα του δικαίου, την υπεροχή και ακεραιότητα πορείας, την ορθότητα διαγωγής, την ευθύτητα, την ηθική. Δεν είναι απλή αποχή από βλάβη, αλλά είναι μια ενεργός ιδιότης ή δύναμις, είτε σωματικής είτε ηθικής φύσεως, ιδιότης ισχύος, θάρρους και ανδρείας. Αναφέρεται στην υπεροχή οποιουδήποτε είδους, στην αξία, στην εξοχότητα, στην πολυτιμότητα, στην αγνότητα, στην καθαρότητα. Αφού ο δίκαιος Θεός Ιεχωβά είναι ο πρωτουργός όλων αυτών των στοιχείων της αρετής, η λατρεία του περιλαμβάνεται σε όλες αυτές, και απομάκρυνσις από τη λατρεία του είναι απομάκρυνσις από κάθε αρετή. Συνεπώς η εξόντωσις των λατρευτών του διαβόλου από τον Ισραήλ με τη θανάτωσι εκείνων που ασκούσαν ψευδή θρησκεία εχρησίμευε στη διατήρησι της αληθινής λατρείας και της αρετής.
16. Ποια έμφασι δίδει στην καθαρή λατρεία ο νόμος ο σχετικός με την υπερηφάνεια;
16 Το δέκατο έβδομο κεφάλαιο του Δευτερονομίου περιγράφει περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Ισραηλίται έπρεπε να έχουν θάρρος να δώσουν αληθινή μαρτυρία εναντίον ενός ατόμου βδελυκτού στον Ιεχωβά και επίσης θάρρος να εκτείνουν πρώτοι τα χέρια τους για να θανατώσουν τους παραβάτας, στην ενέργειά τους δε αυτή έπρεπε ν’ ακολουθηθούν από όλον τον λαό, και έτσι «θέλεις εκβάλει το κακόν εκ μέσου σου.» (Δευτ. 17:7) Εκείνοι που διαφωνούσαν με τις δίκαιες κρίσεις των ιερέων έπρεπε και αυτοί να θανατωθούν. «Εάν τύχη εις σε υπόθεσίς τις πολύ δύσκολος να κρίνης αυτήν, . . . τότε θέλεις σηκωθή, και θέλεις αναβή εις τον τόπον όντινα εκλέξη Ιεχωβά ο Θεός σου· και θέλεις υπάγει προς τους ιερείς τους Λευίτας, και προς τον κριτήν τον όντα κατ’ εκείνας τας ημέρας, και θέλεις ερωτήσει και θέλουσιν αναγγείλει προς σε την απόφασιν της κρίσεως· και θέλεις κάμει κατά την απόφασιν, την οποίαν σε αναγγείλωσιν. . . . Κατά την απόφασιν του νόμου την οποίαν σε αναγγείλωσι, και κατά την κρίσιν την οποίαν σε είπωσι, θέλεις κάμει· δεν θέλεις εκκλίνει από του λόγου τον οποίον σε αναγγείλωσι, δεξιά, ή αριστερά. Ο άνθρωπος δε όστις φερθή υπερηφάνως, ώστε να μη υπακούση εις τον ιερέα τον παριστάμενον να λειτουργή εκεί ενώπιον Ιεχωβά του Θεού σου, ή εις τον κριτήν, ο άνθρωπος εκείνος θέλει αποθάνει· και θέλεις εκβάλει το κακόν εκ του Ισραήλ. Και πας ο λαός θέλει ακούσει, και φοβηθή, και δεν θέλουσιν υπερηφανεύεσθαι πλέον.»—Δευτ. 17:8-13, ΜΝΚ.
17. Ποιο καλό αποτέλεσμα προήχθη με αυτές τις αυστηρές μορφές του νόμου προς τον τυπικόν Ισραήλ;
17 Αυτό δεν ήταν αιμοδιψία. Ήταν ενέργεια από μέρους του Ιεχωβά Θεού για τη διατήρησι της γραμμής του Σπέρματος της επαγγελίας, το οποίο τελικά ήλθε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Μέσω της προμηθείας αυτής του αντιλύτρου και του ιερατικού αξιώματος που επληρώθη από αυτόν τον πιστόν δούλον του Ιεχωβά, τίθεται ενώπιον των ανθρώπων η πιθανότης αιωνίου ζωής στον Νέο Κόσμο της δικαιοσύνης. Ευχαριστούμε τον Θεό ότι έκαμε θετική ενέργεια για να διατηρήση άθικτη και αμόλυντη τη γραμμή καταγωγής του Σπέρματος της επαγγελίας και διετήρησε ομοίως επάνω στη γη τη λατρεία του με αγία αφοσίωσι στη δικαιοσύνη.
18. Απηγορεύοντο οι κατά γράμμα ή οι συμβολικές παραβάσεις, ή και οι δύο;
18 Μεταξύ των προσωπικών αμαρτιών ή παραβάσεων οι οποίες κατεδικάζοντο από τον Θεό στον νόμο του προς τον Ισραήλ, και οι οποίες έπρεπε ν’ αποφεύγωνται από εκείνους που ήθελαν να λατρεύουν τον Ιεχωβά με καθαρότητα και αλήθεια, ήσαν η κλοπή, η μοιχεία και η μέθη, για να κατονομάσωμε μόνο τρεις. Αυτές οι κατά γράμμα παραβιάσεις της αρετής δεν ήσαν μόνο άδικες οι ίδιες, αλλά υιοθετήθησαν Γραφικώς ως σύμβολα πνευματικών αμαρτιών, δηλαδή, αμαρτιών όχι εν σχέσει με υλικά πράγματα που επηρεάζουν τη σχέσι ενός ατόμου προς τον Ιεχωβά Θεό, αλλά εν σχέσει με αόρατα πράγματα που επηρεάζουν τη σχέση ενός ατόμου προς τον Ιεχωβά. Εν τούτοις, και οι ίδιες οι κατά γράμμα πράξεις, ακόμη και αφού έφθασαν ν’ αντιπροσωπεύουν πνευματικές παραβάσεις, δεν επετρέποντο στον Ισραήλ. Τούτο τονίζεται εν σχέσει με την αντιτυπική θεοκρατική Χριστιανική οργάνωσι που ενεφανίσθη στη σκηνή κατά την λήξι της διαθήκης του Μωσαϊκού νόμου, υπό την οποίαν είχε οργανωθή ο Ισραήλ.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ
19. Ποια μεγάλη αλλαγή επρομήθευσε ο Ιεχωβά μέσω του Χριστού Ιησού;
19 Ο Ιεχωβά, προχωρώντας στην εκτέλεσι των σκοπών του που απέβλεπαν στην πλήρη διεκδίκησι του ονόματός του, έφθασε στον καιρό που θα επέφερε τον τερματισμό καθώς και την προφητική εκπλήρωσι του νόμου του Ισραήλ στον αγαπητό του Υιό Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς άρχισε την ανάπτυξι μερικών πραγμάτων νέων, διαφορετικών από το τυπικό θεοκρατικό έθνος του Ισραήλ, δηλαδή, της πραγματικής θεοκρατικής Χριστιανικής οργανώσεως. Ενώ η διαθήκη του νόμου με τον Ισραήλ ετερματίσθη με τον Ιησού Χριστό και δεν έχει ισχύν από τη σταύρωσί του και την ανάληψί του στον ουρανό, εν τούτοις, οι δίκαιες αρχές του νόμου εξακολουθούν να ισχύουν πλήρως, και, πράγματι, με μεγαλύτερη δύναμι και αποτέλεσμα επάνω σ’ εκείνους που ανήκουν στη Χριστιανική οργάνωσι. Με την απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού ως βάσιν, ο Ιεχωβά ανέπτυξε τη Χριστιανική εκκλησία υπό την νέα διαθήκη.
20. Όσον αφορά τη Χριστιανική αρετή, τι μπορεί να λεχθή με θετικότητα;
20 «Όστις [Θεός] και έκαμεν ημάς ικανούς να ήμεθα διάκονοι της καινής διαθήκης, ουχί του γράμματος, αλλά του πνεύματος· διότι το γράμμα θανατώνει, το δε πνεύμα ζωοποίει.» (2 Κορ. 3:2-6) Σημειώνομε ότι ο Παύλος δεν λέγει ότι υπάρχει γράμμα του νόμου και πνεύμα του νόμου και ότι υπάρχει αντίθεσις μεταξύ των δύο και ότι, συνεπώς, μπορούμε να παραβιάζωμε το γράμμα του νόμου του Θεού, αλλά να τηρούμε το πνεύμα του. Δεν έχει έτσι το πράγμα. Μάλλον εκείνο που δείχνει ο Παύλος εδώ είναι, ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του γραπτού κώδικος του νόμου που εδόθη στους Ισραηλίτας μέσω του Μωυσέως και του πνεύματος του Θεού. Το πνεύμα του Θεού που είναι επάνω στους Χριστιανούς αναπτύσσει μέσα τους καρπούς δικαιοσύνης και τους καθιστά ικανούς να παραμένουν χωριστοί από τον ασεβή καταδικασμένο κόσμο. Ο γραπτός κώδιξ κατεδίκαζε τους Ισραηλίτας σε θάνατο, αλλά το πνεύμα του Θεού, μέσω της λειτουργίας της νέας διαθήκης βασισμένης στο αντίλυτρον του Ιησού Χρίστου, οδηγεί τους ανθρώπους σε αιώνια ζωή. Εκεί είναι η αντίθεσις. Μπορούμε τάχα για μια στιγμή να υποθέσωμε ότι, ενώ στα άτομα του έθνους Ισραήλ υπό την διαθήκην του νόμου απηγορεύετο να ασκούν τις πράξεις της διαφθοράς που το ανθρώπινο γένος γενικά συνέχιζε τότε, οι Χριστιανοί είναι κάπως ολιγώτερο υποχρεωμένοι να απέχουν από τις πράξεις αυτές; Όχι, φυσικά όχι. Αντιθέτως, οι θετικές Χριστιανικές εντολές για δικαιοσύνη είναι πιο διαπεραστικές από τις αρνητικές εντολές του Μωσαϊκού νόμου· το δε πνεύμα του Θεού που είναι επάνω σ’ εκείνους που τον υπηρετούν με Χριστιανική λατρεία τώρα στη δράσι της κοινωνίας του Νέου Κόσμου, τους καθιστά ικανούς να κρατούν ακεραιότητα με τη βέβαιη ελπίδα ότι θ’ αποκτήσουν τελειότητα για δικαιοσύνη στο ένδοξο μέλλον.