Ο Διοκλητιανός Προσεπάθησε να Καταστρέψη τη Χριστιανοσύνη
Ο ΙΗΣΟΥΣ είπε στους ακολούθους του: «Εάν εμέ εδίωξαν, και σας θέλουσι διώξει.» Από τους πρώτους χρόνους ο Διάβολος εχρησιμοποίησε διάφορα μέσα για ν’ απομακρύνη τους ανθρώπους από τη λατρεία του Ιεχωβά Θεού. Μετεχειρίσθη ύπουλα τον υλισμό, ελκύοντας την επιθυμία προς τα πράγματα του κόσμου ή την επιδοκιμασία των ανθρώπων, εγκατασπείροντας αυτά με σφοδρή εναντίωσι προωρισμένη να εμβάλη τρόμο στην καρδιά εκείνων που είναι ακόμη σταθεροί· κι αν αυτά αποτύχουν να τους μεταστρέψουν, τότε επιζητεί να τους καταστρέψη με βία, όπως και στην περίπτωσι του Ιησού Χριστού.—Ιωάν. 15:20· Παροιμ. 29:25.
Μετά τη σταύρωσι του Χριστού συνεσωρεύθη διωγμός εναντίον της Χριστιανικής εκκλησίας και από τον όχλον και από το κράτος. Σκληροί διωγμοί εξέσπασαν σε διάφορα μέρη και κατόπιν κατέπαυσαν. Αλλά στον τέταρτον αιώνα υπό τον Ρωμαίον αυτοκράτορα Διοκλητιανόν εξαπελύθη σ’ όλη την αυτοκρατορία ένα δαιμονόπνευστο πρόγραμμα εξαλείψεως κάθε ίχνους Χριστιανοσύνης. Ένα μετάλλιο του Διοκλητιανού που πιστοποιεί αυτή την εκκαθάρισι φέρει την επιγραφή, «Το όνομα των Χριστιανών ηφανίσθη».1
Τ’ αποτελέσματα της Χριστιανοσύνης δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα στον Ρωμαϊκό κόσμο. Η αληθινή λατρεία είναι περισσότερο από απλή μορφή αφοσιώσεως· θίγει ολόκληρη την οδό της ζωής εκείνων που την ασκούν. Και όσοι προσχωρούν σ’ αυτή, την πιστεύουν και ομιλούν πειστικά γι’ αυτήν στους άλλους. «Γι’ αυτό, οι ειδολωλάτραι ιερείς, από βασίμους φόβους μήπως η Χριστιανοσύνη, προς μεγάλην και διαρκή ζημίαν των, εξαπλώση ευρέως τους θριάμβους της, προσεπάθησαν να διεγείρουν τον Διοκλητιανό, που ήξεραν ότι ήταν δειλός και εύπιστος, χρησιμοποιώντας πλαστούς χρησμούς και άλλα απατηλά μέσα, ν’ ασχοληθή στη δίωξι των Χριστιανών.»2 Όταν οι προσπάθειές των απέτυχαν να συγκινήσουν τον αυτοκράτορα, εργάσθηκαν μέσω του γαμβρού του Γαλερίου, ο οποίος κυβερνούσε το βόρειο μέρος της αυτοκρατορίας υπό τον Διοκλητιανό.
Ο Γαλέριος παρεχείμαζε στα ανάκτορα της Νικομηδείας με τον αυτοκράτορα. Στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 303 μ.Χ., εορτήν του Ρωμαίου θεού Τερμίνου, οι προσπάθειες του Γαλερίου άρχισαν να παράγουν τον σάπιο καρπό των, όταν οι άνθρωποί του εφώρμησαν στον κυριώτερο τόπο συναθροίσεως των Χριστιανών στη Νικομήδεια και, μη βρίσκοντας τίποτα άλλο, κατέκαυσαν αντίτυπα των Αγίων Γραφών. Την άλλη μέρα εξεδόθη ένα γενικό διάταγμα: Όλες οι Χριστιανικές εκκλησίες έπρεπε να κατεδαφισθούν. Τα βιβλία και οι Άγιες Γραφές έπρεπε να καούν. Τα πολιτικά δικαιώματα θα αφηρούντο. Όσοι ανήκαν στις χαμηλές τάξεις, αν ήσαν σταθεροί, έπρεπε να γίνουν σκλάβοι. Οι σκλάβοι ποτέ δεν θ’ απηλευθερώνοντο. Μολονότι στην αρχή «οι δημόσιοι λειτουργοί απείχαν από την έκχυσι αίματος· . . . η χρήσις κάθε άλλης σκληρότητος επετρέπετο, και μάλιστα συνιστάτο, στον ζήλο των,» και σε λίγο η άρνησις των Χριστιανών να παραδώσουν τα βιβλία των εθεωρείτο επαρκής λόγος για τιμωρία με θάνατο.3 Ήταν μια έντονη προσπάθεια για να καταστρέψουν την Αγία Γραφή και κάθε ενθύμησί της, αν ήταν δυνατόν.
Όταν ένας, που είχε θιγή από το διάταγμα, έσχισε εκδικητικά την προκήρυξι, συνελήφθη, κατεβασανίσθη δαιμονικά και στο τέλος εψήθη ζωντανός προς τιμωρίαν του. Είτε κατά τύχην είτε σκοπίμως, εξερράγη δύο φορές πυρκαϊά τις επόμενες δύο εβδομάδες μέσα στο υπνοδωμάτιο του Διοκλητιανού. Το αν προεκλήθη από καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς ή από κανένα κακεντρεχή Γαλεριανό, ποτέ δεν απεδείχθη. Αλλ’ αυτά τα επεισόδια, μαζί με άλλες ταραχές, εχρησιμοποιήθησαν γοργά και πανούργα για να διεγείρουν το μίσος του Διοκλητιανού εναντίον των Χριστιανών. Ο αυτοκράτωρ, ο οποίος στην αρχή άφησε τον Γαλέριο να προωθήση τον διωγμό, έλαβε τότε ένα πολύ ενεργό μέρος σ’ αυτόν. Φαίνεται ότι ένας αριθμός Χριστιανών υπηρετούσε μέσα στα ίδια τα ανάκτορα, σε μερικούς δε απ’ αυτούς είχε ανατεθή σημαντική ευθύνη, αλλ’ ούτε αυτών δεν εφείσθησαν.
Ο Διοκλητιανός, όταν είδε ότι οι νόμοι του δεν έκαναν τους Χριστιανούς να εγκαταλείψουν τη λατρεία των, εξωργίσθη. «Η εχθροπάθεια, ή οι φόβοι του Διοκλητιανού, στο τέλος τον μετέφεραν πέρα από τα όρια της μετριοπαθείας που είχε τηρήσει έως τότε, και εξεδήλωσε, σε μια σειρά σκληρών διαταγμάτων, τον σκοπό του να εξαλείψη το Χριστιανικό όνομα. . . . οι διοικηταί των επαρχιών ωδηγήθησαν να συλλάβουν όλα τα άτομα που κατείχαν εκκλησιαστικούς βαθμούς· και οι φυλακές που προωρίζοντο για τους χειροτέρους κακούργους εγέμισαν γρήγορα» μ’ εκείνους που κατείχαν θέσεις εποπτείας μέσα στις εκκλησίες.3 Επακολούθησε σε λίγο άλλο ένα διάταγμα, που «διέτασσε ότι όλοι αυτοί οι κρατούμενοι πρέπει να εξαναγκασθούν με βασανισμούς και τιμωρίες να προσφέρουν θυσίες στους θεούς.»2 Ήλπιζε ότι αν μπορούσε να επιτύχη να θραυσθή η ακεραιότης των, οι άλλοι θ’ ακολουθούσαν το παράδειγμά τους.
Ο Ευσέβιος αφηγείται πώς ωρισμένοι από τους αδελφούς υπέστησαν μαρτύρια ως παραδείγματα για την τρομοκράτησι των εκκλησιών. Λέγει ότι «είχε δοθή η διαταγή ότι οι κρατούμενοι θα επετρέπετο ν’ αφεθούν ελεύθεροι αν εθυσίαζαν, αλλ’ αν ηρνούντο να θυσιάσουν, θα ηκρωτηριάζοντο με αναρίθμητα μαρτύρια.» Σε μια περίπτωσι, ένας «διετάχθη να κάμη θυσία· και, επειδή ηρνήθη, εδόθη διαταγή να τον ανυψώσουν γυμνόν και να του επιφέρουν πληγές σε όλο το σώμα με μαστιγώσεις, ώσπου να ενδώση, και μάλιστα να πράξη παρά τη θέλησί του ό,τι του εζητήθη. Αλλ’ όταν παρέμεινε ανένδοτος και κάτω απ’ αυτά τα παθήματα ακόμη,» υπεβλήθη σε άλλα βασανιστήρια τόσο πολύ διαβολικά, ώστε δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν.4
Το κράτος, αφού απέτυχε στις προσπάθειές του να εξαλείψη τη Χριστιανική πίστι μ’ αυτό τον τρόπο, έστρεψε την άγρια μανία του όχι μόνον εναντίον των επισκόπων, αλλά και εναντίον όλων όσοι διακρατούσαν την πίστι. «Στο δεύτερο έτος του διωγμού, 304 μ.Χ., ο Διοκλητιανός εξέδωκε ένα τέταρτο διάταγμα καθ’ υποκίνησιν του γαμβρού του και των άλλων εχθρών των Χριστιανών. Με το διάταγμα αυτό οι δημόσιοι λειτουργοί ελάμβαναν οδηγίες να εξαναγκάσουν όλους τους Χριστιανούς να προσφέρουν θυσίες στους θεούς, και να χρησιμοποιήσουν βασανιστήρια για τον σκοπό αυτόν.»2 Αυτοκρατορικά διατάγματα εγχαραγμένα σε μέταλλα καθώς και τοπικές διαταγές ανηρτήθησαν σε κάθε πόλι για να τα βλέπουν όλοι.1 Ποτέ προηγουμένως δεν είχε γίνει μια τέτοια προσυμφωνημένη προσπάθεια από τη Ρώμη για την κατάργησι της Χριστιανικής πίστεως. Ειδικά ο Μαξιμιανός στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ηυχαριστήθη για την εκκαθάρισι.3 Ακόμη και στην Ισπανία βρέθηκε μια στήλη με την εξής επιγραφή: «Διοκλητιανώ . . . τω Χριστιανών όνομα αφανίσαντι.»1
Μετά δύο ακριβώς έτη αφότου εξέδωκε το πρώτο διάταγμα, δηλαδή το έτος 305 μ.Χ., ο Διοκλητιανός απεσύρθη από την εξουσία. Αλλ’ ο διωγμός δεν έπαυσε. Τώρα, οπότε ο Γαλέριος ανέλαβε την ανώτατη διακυβέρνησι, ικανοποίησε πλήρως το μίσος του εναντίον των Χριστιανών και τον πόθο του για ωμότητα. Με σκληρότητα, η οποία παρουσίαζε ποικιλία ανάλογη με τη διάθεσι των τοπικών διοικητών, η καταδυνάστευσις συνεχίσθη αδιάκοπα έως λίγον καιρό πριν από τον θάνατο του Γαλερίου, οπότε αυτός εξέδωκε ένα διάταγμα σχετικής ανοχής, το οποίον ακολουθήθηκε στο έτος 313 από μια προκήρυξι του Κωνσταντίνου από το Μιλάνο, που παρείχε ελευθερία λατρείας.
Οι πιστοί Χριστιανοί του τετάρτου αιώνος θεωρούσαν την περίπτωσί τους όπως και οι τρεις Εβραίοι ενώπιον του μανιασμένου Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ: «Εάν ήναι ούτως, ο Θεός ημών, τον οποίον ημείς λατρεύομεν, είναι δυνατός να μας ελευθερώση εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης· και εκ της χειρός σου, βασιλεύ, θέλει μας ελευθερώσει. Αλλά και αν ουχί, ας ήναι γνωστόν εις σε, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν λατρεύομεν, και την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν έστησας, δεν προσκυνούμεν.» Στον λαό του ο Ιεχωβά εξασφαλίζει συνεχή νίκη παρ’ όλη την εναντίωσι, ως την απελευθέρωσί των μέσα στον νέο κόσμο, οπότε λέγει: «Θέλουσι σε πολεμήσει, αλλά δεν θέλουσιν υπερισχύσει εναντίον σου· διότι εγώ είμαι μετά σου δια να σε ελευθερόνω, λέγει ο Ιεχωβά.»—Δαν. 3:17, 18· Ιερεμ. 1:19, ΑΣ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Η Ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού, υπό Ιωσήφ Μίλνερ, σελ. 258, 270.
2 Μοσχάιμ, Εκκλησιαστική Ιστορία, μετάφρασις υπό Ι. Σ. Ράιντ, σελ. 114, 115.
3 Ιστορία της Χριστιανοσύνης, υπό Έντουαρντ Γκίμπων, σελ. 270-275, 277.
4 Ευσεβίου Η Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμ. 2, μεταφρασμένη υπό Ι. Ε. Λ. Ούλτων, σελ. 265, 269.