Ο Διοκλητιανός Επιτίθεται στη Χριστιανοσύνη
ΣΤΗ γιορτή του ρωμαϊκού θεού Τέρμινου που διεξάχθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 303 Κ.Χ. στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι άνθρωποι συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα δείξει τον περισσότερο πατριωτισμό. Αλλά η απουσία τής αρκετά μεγάλης Χριστιανικής κοινότητας ήταν πολύ αισθητή.
Από την πλεονεκτική τους θέση στο παλάτι, ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός και ο υφιστάμενος Γαλέριος Καίσαρας παρατηρούσαν το χώρο συνάθροισης των ντόπιων Χριστιανών. Μόλις δόθηκε το προκαθορισμένο σύνθημα, στρατιώτες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπήκαν με τη βία μέσα στο κτίριο των Χριστιανών, το λεηλάτησαν και έκαψαν όσα αντίτυπα της Αγίας Γραφής βρήκαν. Τελικά, ισοπέδωσαν το οικοδόμημα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε μια περίοδος διωγμού η οποία αμαύρωσε τη βασιλεία του Διοκλητιανού. Οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο ως «τον τελευταίο μεγάλο διωγμό», «τον πιο βίαιο διωγμό», ακόμα «τίποτα λιγότερο από την εξάλειψη του ονόματος Χριστιανός». Μια ματιά στο ιστορικό φόντο αυτών των συγκλονιστικών γεγονότων αποδεικνύεται πολύ αποκαλυπτική.
Η Ειδωλολατρία Εναντίον της Χριστιανοσύνης
Ο Διοκλητιανός, ο οποίος γεννήθηκε στη Δαλματία, μια περιοχή της χώρας που αργότερα ονομάστηκε Γιουγκοσλαβία, ανήλθε στην εξουσία μέσα από τις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 284 Κ.Χ. και έγινε γνωστός για την πολιτική μεταρρύθμιση που εφάρμοσε θεσπίζοντας την τετραρχία, μια συλλογική αρχηγία αποτελούμενη από τέσσερα άτομα τα οποία επρόκειτο να διευθύνουν την αυτοκρατορία. Ο Διοκλητιανός διόρισε τον Μαξιμιανό, έναν παλιό του συμπολεμιστή, για να υπηρετεί στο πλευρό του ως δεύτερος αυτοκράτορας, ως δεύτερος Αύγουστος, ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος κυρίως για το δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας. Τόσο ο Διοκλητιανός όσο και ο Μαξιμιανός είχαν έναν υποδεέστερο Καίσαρα στον οποίο δίνονταν τα δικαιώματα της διαδοχής. Ο Κωνστάντιος Χλωρός υπηρετούσε ως Καίσαρας του Μαξιμιανού, ενώ ο Γαλέριος από τη Θράκη κατείχε εξουσία υπό τον Διοκλητιανό.
Ο Γαλέριος Καίσαρας ήταν, όπως και ο Διοκλητιανός, ένας ένθερμος λάτρης των ειδωλολατρικών θεών. Φιλοδοξώντας να διαδεχτεί τον αυτοκράτορα, ο Γαλέριος προσποιήθηκε ότι φοβόταν μήπως γίνει ανταρσία στο στρατό. Δεν του άρεσε η αυξανόμενη επιρροή των στρατιωτών που ισχυρίζονταν πως ήταν Χριστιανοί. Από τη μεριά του αυτοκράτορα, η άρνησή τους να συμμετάσχουν σε ειδωλολατρική λατρεία ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της εξουσίας του. Έτσι ο Γαλέριος παρακίνησε τον Διοκλητιανό να αναλάβει δράση για να εξολοθρεύσει τη Χριστιανοσύνη. Τελικά, το χειμώνα του 302/303 Κ.Χ., ο αυτοκράτορας υπέκυψε στα αντιχριστιανικά αισθήματα του Καίσαρα και συμφώνησε να απαλλάξει το στρατό και την αυλή απ’ αυτά τα άτομα. Αλλά ο Διοκλητιανός αποδοκίμασε τη σφαγή, επειδή φοβόταν ότι ο μαρτυρικός θάνατος ορισμένων ατόμων υπέρ της Χριστιανικής ιδέας μπορεί να παρακινούσε άλλους να δείξουν ανυπακοή.
Ωστόσο, μένοντας ανικανοποίητος απ’ αυτή την προσέγγιση στο πρόβλημα, ο Διοκλητιανός συμβουλεύτηκε στρατιωτικούς διοικητές και αξιωματούχους, περιλαμβανομένου του Ιεροκλή, κυβερνήτη της Βιθυνίας. Αυτός ο ένθερμος ελληνιστής υποστήριξε την ανάληψη βίαιης δράσης εναντίον όλων των Χριστιανών. Η υποστήριξη του Διοκλητιανού στους παραδοσιακούς θεούς της Ρώμης οδήγησε σε σύγκρουση με τη Χριστιανοσύνη. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το βιβλίο Ο Διοκλητιανός και η Ρωμαϊκή Ανόρθωση (Diocletian and the Roman Recovery) του Στίβεν Γουίλιαμς, ήταν «αμείλικτος πόλεμος μέχρις εσχάτων μεταξύ των θεών της Ρώμης και του θεού των Χριστιανών».
Τα Διατάγματα
Για να φέρει σε πέρας την εκστρατεία του διωγμού, ο Διοκλητιανός εξέδωσε τέσσερα διαδοχικά διατάγματα. Την επόμενη μέρα μετά την επίθεση στη Νικομήδεια, πρόσταξε να καταστραφούν όλοι οι τόποι συνάθροισης και η περιουσία των Χριστιανών και διέταξε να παραδοθούν και να καούν τα ιερά βιβλία. Οι Χριστιανοί που είχαν κάποια επίσημη κρατική θέση έπρεπε να υποβιβαστούν.
Όταν ξέσπασαν δυο φωτιές μέσα στο ίδιο το παλάτι του αυτοκράτορα, η ευθύνη επιρρίφθηκε στους Χριστιανούς που εργάζονταν εκεί. Αυτό οδήγησε στην έκδοση του δεύτερου διατάγματος, το οποίο διέταζε τη σύλληψη και τη φυλάκιση όλων των επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων. Επιτρέποντας τα βασανιστήρια αν ήταν αναγκαία, το τρίτο διάταγμα αποσκοπούσε στο να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να αποστατήσουν, απαιτώντας να θυσιάσουν στους ρωμαϊκούς θεούς. Το τέταρτο διάταγμα προχώρησε ακόμα περισσότερο επιβάλλοντας την ποινή του θανάτου σε οποιονδήποτε ομολογούσε ότι ήταν Χριστιανός.
Το κύμα των θηριωδιών που επακολούθησε δημιούργησε μια τάξη ανθρώπων οι οποίοι στιγματίστηκαν ως τραντιτόρες (traditores· σημαίνει, «αυτοί που παρέδωσαν»), προδότες του Θεού και του Χριστού, οι οποίοι προσπάθησαν να διασφαλίσουν τη ζωή τους με το να παραδώσουν τα αντίτυπά τους των Γραφών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γουίλ Ντουράν, «χιλιάδες Χριστιανών εξώμοσαν . . . Οι πλείστοι όμως εκ των διωκομένων παρέμειναν σταθεροί, η δε όψις ή η πληροφορία περί ηρωικής σταθερότητος εις την πίστιν υπό τα μαρτύρια, ενίσχυσε την πίστιν των διστακτικών και προσείλκυσε νέα μέλη εις τας διωκομένας κοινότητας». Χριστιανοί στη Φρυγία, στην Καππαδοκία, στη Μεσοποταμία, στη Φοινίκη, στην Αίγυπτο και στα περισσότερα άλλα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πέθαναν μαρτυρικά.
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος της Καισάρειας υπολόγισε ότι χιλιάδες Χριστιανοί χάθηκαν στη διάρκεια του διωγμού. Αντίθετα, ο Έντουαρντ Γκίμπον, συγγραφέας του βιβλίου Η Παρακμή και η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (The Decline and Fall of the Roman Empire), ισχυρίζεται ότι ο αριθμός δεν έφτασε ούτε τις δυο χιλιάδες. «Ο Γκίμπον αντιμετωπίζει πολλές απ’ αυτές τις αφηγήσεις με κάποιο σκεπτικισμό, επειδή προέρχονται από μεροληπτικές Χριστιανικές πηγές, οι οποίες είχαν ως στόχο τους να δοξάσουν αυτούς που πέθαναν με μαρτυρικό θάνατο και να εποικοδομήσουν τους πιστούς», εξηγεί ένας συγγραφέας. «Χωρίς αμφιβολία», συνεχίζει, «ορισμένοι συγγραφείς υπερβάλλουν μετατρέποντας με ευκολία λίγους θανάτους σε ‘πλήθη’, μην κάνοντας διάκριση ανάμεσα στους ανεπιθύμητους μαρτυρικούς θανάτους και αυτούς που προέρχονται από ηθελημένη πρόκληση· και αφηγούμενοι πώς άγρια ζώα στα αμφιθέατρα ξέσχιζαν λυσσαλέα όλους τους άλλους εγκληματίες αλλά τα σταματούσε μια ‘υπερφυσική δύναμη’ για να μην αγγίξουν τους Χριστιανούς. Όμως, ακόμα και αν αφήσουμε περιθώριο για κάποιο επινόημα, αυτό που απομένει είναι αρκετά φρικτό». Ασφαλώς, ξέσπασε πράγματι ένας πολύ θηριώδης διωγμός, στη διάρκεια του οποίου υπέβαλλαν τα θύματα σε φρικτά βασανιστήρια με το να τα καίνε, να τα γδέρνουν και να χρησιμοποιούν λαβίδες ως μέσο βασανισμού.
Ορισμένες αυθεντίες έχουν την άποψη ότι ο Γαλέριος, και όχι ο Διοκλητιανός, ήταν ο υποκινητής του διωγμού. Ο καθηγητής Γουίλιαμ Μπράιτ στο βιβλίο Η Εποχή των Πατέρων (The Age of the Fathers) ισχυρίζεται πως «έχει βαθιά ηθική σημασία το γεγονός ότι η υπέρτατη προσπάθεια που κατέβαλε η ειδωλολατρική παγκόσμια δύναμη για να ποδοπατήσει τη ζωή της Βασιλείας, η οποία δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο, θα έπρεπε να φέρει το όνομα του Διοκλητιανού αντί να φέρει το όνομα του αληθινού δημιουργού της, του Γαλέριου». Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μέσα στην τετραρχία ο Διοκλητιανός διατηρούσε τον απόλυτο έλεγχο, όπως διαβεβαιώνει ο συγγραφέας Στίβεν Γουίλιαμς: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Διοκλητιανός είχε τον έλεγχο κάθε σημαντικής πολιτικής κίνησης στην Αυτοκρατορία μέχρι το 304 και φέρει την κύρια ευθύνη για το διωγμό μέχρι εκείνον τον καιρό». Ο Διοκλητιανός αρρώστησε και τελικά παραιτήθηκε το 305 Κ.Χ. Επί έξι χρόνια περίπου έπειτα απ’ αυτό, ο συνεχιζόμενος διωγμός αντανακλούσε το βαθύ μίσος του Γαλέριου για όλα όσα είχαν σχέση με τη Χριστιανοσύνη.
Η Χριστιανοσύνη του Τέταρτου Αιώνα
Αυτά τα φρικιαστικά γεγονότα που συνέβησαν στις αρχές του τέταρτου αιώνα επιβεβαιώνουν όσα είχαν προείπει οι απόστολοι Παύλος και Πέτρος, καθώς και άλλοι θεόπνευστοι συγγραφείς. Ο προειπωμένος «άνθρωπος της αμαρτίας [ανομίας, ΜΝΚ]», η άρχουσα τάξη του κλήρου των καθ’ ομολογία Χριστιανών, είχε ήδη εδραιωθεί, όπως πιστοποιεί ιδιαίτερα το δεύτερο από τα διατάγματα του Διοκλητιανού. (2 Θεσσαλονικείς 2:3, 4· Πράξεις 20:29, 30· 2 Πέτρου 2:12) Μέχρι τον τέταρτο αιώνα οι αποστατικές συνήθειες ήταν ήδη κάτι το κοινό. Αρκετοί καθ’ ομολογία Χριστιανοί ήταν μέλη του ρωμαϊκού στρατού. Δεν υπήρχαν καθόλου Χριστιανοί εκείνη την εποχή οι οποίοι ήταν πιστοί στο «υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων» που είχαν λάβει από τους αποστόλους;—2 Τιμόθεον 1:13.
Ο Ευσέβιος αναφέρει ονομαστικά μερικά από τα θύματα του διωγμού, περιγράφοντας ακόμα με παραστατικό τρόπο τα βασανιστήρια, τα παθήματα και τελικά το μαρτυρικό θάνατό τους. Το αν όλα αυτά τα άτομα που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο πέθαναν κρατώντας την ακεραιότητά τους στην αποκαλυμμένη αλήθεια, όπως αυτή ήταν διαθέσιμη εκείνον τον καιρό, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε προς το παρόν. Αναμφίβολα μερικοί θα είχαν πάρει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του Ιησού να αποφεύγουν το σχηματισμό αιρέσεων, την ανηθικότητα και κάθε είδους συμβιβασμό. (Αποκάλυψις 2:15, 16, 20-23· 3:1-3) Προφανώς, μερικοί πιστοί που επέζησαν αποσιωπήθηκαν από ιστορική άποψη. (Ματθαίος 13:24-30) Πράγματι, τα μέτρα για την καταστολή της δημόσιας Χριστιανικής λατρείας ήταν τόσο αποτελεσματικά ώστε ένα ισπανικό μνημείο εκείνης της περιόδου χαιρετίζει τον Διοκλητιανό επειδή ‘κατάργησε τη δεισιδαιμονία του Χριστού’. Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες που έγιναν για να βρεθούν και να καταστραφούν τα αντίτυπα των Γραφών, ένα από τα βασικά σημεία της επίθεσης του Διοκλητιανού εναντίον της Χριστιανοσύνης, δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν εντελώς το Λόγο του Θεού.—1 Πέτρου 1:25.
Αποτυγχάνοντας στην προσπάθειά του να εξολοθρεύσει πλήρως τη Χριστιανοσύνη, ο Σατανάς ο Διάβολος, ο άρχοντας του κόσμου, συνέχισε τις ‘πανούργες πράξεις’ του μέσω του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ο οποίος κυβέρνησε από το 306 ως το 337 Κ.Χ. (Ιωάννης 12:31· 16:11· Εφεσίους 6:11, υποσημείωση στη ΜΝΚ) Ο ειδωλολάτρης Κωνσταντίνος δεν πολέμησε τους Χριστιανούς. Αντίθετα, το θεώρησε σκόπιμο να συγχωνεύσει τις ειδωλολατρικές και τις Χριστιανικές πεποιθήσεις σε μια νέα κρατική θρησκεία.
Τι προειδοποίηση παίρνουμε εμείς απ’ όλα αυτά! Όταν αντιμετωπίζουμε σκληρό διωγμό, η αγάπη μας για τον Ιεχωβά θα μας βοηθήσει να μη συμβιβαστούμε για χάρη οποιασδήποτε προσωρινής σωματικής ανακούφισης. (1 Πέτρου 5:9) Παρόμοια, δεν θα επιτρέψουμε σε μια ειρηνική περίοδο να εξασθενίσει τη Χριστιανική μας ζωτικότητα. (Εβραίους 2:1· 3:12, 13) Η αυστηρή προσκόλληση στις Βιβλικές αρχές θα μας βοηθήσει να παραμείνουμε όσιοι στον Ιεχωβά, τον Θεό που μπορεί να απελευθερώνει το λαό του.—Ψαλμός 18:25, 48.
[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 28]
Musei Capitolini, Roma