Τι Ελύτρωσε ο Χριστός;
Γιατί το αντίλυτρο ενέχει σπουδαιότητα; Ποιοι ευεργετούνται απ’ αυτό;
ΣΤΗ διάρκεια της δεκαετηρίδας 1930-39 η απαγωγή παιδιών ήταν ένα έγκλημα που ετύγχανε της προτιμήσεως μεταξύ των εκβιαστών. Αποτελούσε πηγή εύκολου χρηματισμού Ένα θύμα απήγετο κι εκρατείτο για ωρισμένα λύτρα, που εποίκιλλαν αναλόγως της οικονομικής αξίας του θύματος ή των φίλων του. Όταν το ζητούμενο ποσό επληρώνετο, αυτό ήταν ένα λύτρον, διότι επέφερε την απόλυσι του θύματος. Η λέξις «λύτρον» ορίζεται από το Νέο Διεθνές Λεξικό του Ουέμπστερ, Δευτέρα Έκδοσις, ως «λύτρωσις η απόλυσις ενός αιχμαλώτου δια πληρωμής μιας αμοιβής. . . . μια πληρωμή που απαλλάσσει από αιχμαλωσίαν, ποινήν ή απώλειαν δικαιώματος.»
Ένα αντίλυτρον δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι χρήμα. Μπορεί να είναι οτιδήποτε πράγμα αξίας. Μπορεί να είναι και άνθρωποι ακόμη. Στο έτος 1780 μια σύμβασις μεταξύ Γάλλων και Άγγλων καθώριζε ότι ένας Γάλλος αντιναύαρχος ή ένας Άγγλος ναύαρχος θα μπορούσε να εξαγορασθή με εξήντα αιχμαλώτους πολέμου. Τα λύτρα διέφεραν αναλόγως του βαθμού του αξιωματικού.
Το ανθρώπινο γένος συνολικά έχει ανάγκην ενός αντιλύτρου. Οι άνθρωποι είναι σε μια κατάστασι αιχμαλωσίας ως αποτέλεσμα ενός γεγονότος που συνέβη πριν από πολύν καιρό όταν οι μόνοι ανθρώπινοι κάτοικοι της γης ήσαν δύο άτομα—ο Αδάμ και η Εύα. Το πρώτο αυτό ανθρώπινο ζεύγος είχε δημιουργηθή τέλειο, με ζωή αιώνια εμπρός του. Ήσαν ελεύθεροι και είχαν την προοπτική μιας ειρηνικής ζωής αφιερωμένης στην καθυπόταξι της γης και την πλήρωσί της με τελείους ανθρώπους όπως αυτοί. «Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν.»—Γέν. 1:28
Ήταν πολύ ορθόν το ν’ απαιτήση ο Θεός υπακοή από τα δύο αυτά νοητικά πλάσματά του. Τους έδωσε ευκαιρία να δείξουν την πορεία που προτιμούσαν ν’ ακολουθήσουν και τους έδωσε επίσης αρκετή προειδοποίησι του τι θα συνέβαινε αν παρήκουαν. (Γέν. 2:16, 17) Αλλά, παρά την προειδοποίησι, αυτοί απειθώς έφαγαν από το δένδρο του οποίου τον καρπό, τους είχε λεχθή να μη φάγουν. Εφόσον αμαρτία σημαίνει παρακοήν στο νόμο του Θεού ή παράβασιν του θελήματός του, μπορεί να λεχθή ότι ο Αδάμ και η Εύα ημάρτησαν.
Επειδή αυτοί ηγνόησαν την προειδοποίησι και παρέβησαν το εκπεφρασμένο θέλημα του Θεού, έγιναν αιχμάλωτοι της αμαρτίας και της κατάρας του θανάτου. Δεν υπήρχε τρόπος ν’ απελευθερωθούν, αυτό δε εσήμαινε ότι και τα τέκνα των θα εγεννώντο στην ίδια κατάστασι αιχμαλωσίας που ήσαν κι αυτοί. Η κατάστασις θα μπορούσε να παραβληθή με δύο συζύγους που είναι σκλαβωμένοι. Τα τέκνα που θ’ αποκτούσαν δεν θα εγεννώντο ελεύθερα αλλά θα κληρονομούσαν την κατάστασι δουλείας των γονέων των. Το ίδιο έχει γίνει και με όλους τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. «Δια τούτο καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.»—Ρωμ. 5:12.
Όλο το ανθρώπινο γένος εκληρονόμησε αμαρτία και την κατάρα του θανάτου από τον Αδάμ διότι η δύναμις της ζωής των προήλθε απ’ αυτόν δια της αναπαραγωγής. Η αμαρτία του μετεβιβάσθη σ’ αυτούς ακριβώς όπως μερικές ασθένειες μεταβιβάζονται απ’ τους γονείς στα τέκνα.
ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΑΝΑΚΤΗΘΗ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΩΛΕΣΘΗ
Ο Αδάμ και η Εύα, με την πράξι της παρακοής των απώλεσαν τέλεια ανθρώπινη ζωή. Δεν ήσαν πια τέλειοι στα όμματα του Θεού· και με την πάροδο του χρόνου, η ατέλεια την οποίαν μετεβίβαζαν θα εγίνετο ολοένα πιο έκδηλη στις σωματικές λειτουργίες των απογόνων των. Αυτοί απώλεσαν επίσης το δικαίωμά τους να ζουν μέσα στον παράδεισο της Εδέμ και να μεταλαμβάνουν των αφθόνων καρπών του. Εκτός απ’ αυτό απώλεσαν και την προοπτική του να ζουν επ’ άπειρον, να γεμίσουν τη γη με τελείους ανθρώπους, και να καθυποτάξουν τη γη, μεταβάλλοντας την σ’ ένα μεγάλο, ειρηνικό κήπο. Όσο μεγάλες κι αν ήσαν αυτές οι απώλειες, υπήρχε μια μεγαλύτερη ακόμη, αυτή δε ήταν η απώλεια του να στέκουν δίκαιοι στον Θεό.
Ήταν πέρα από τη δύναμι του ανθρωπίνου γένους το να εξαγοράση ή επανακτήση εκείνο που απωλέσθη. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν ν’ απελευθερωθούν από την αιχμαλωσία των στην αμαρτία και στο θάνατο με τις δικές των προσπάθειες. Εκείνο που εχρειάζοντο ήταν ένα αντίλυτρο που θα έφερνε απαλλαγή, αλλ’ αυτό έπρεπε να προέλθη από εξωτερική πηγή. Κανένας απόγονος του Αδάμ δεν μπορούσε να το προμηθεύση. «Ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν, μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν.»—Ψαλμ. 49:7.
Το λύτρον που εχρειάζετο για να ελευθερώση τον άνθρωπο έπρεπε να είναι ίσης αξίας με τον Αδάμ. Εφόσον ένας τέλειος άνθρωπος ήταν εκείνος που απώλεσε ζωή για το ανθρώπινο γένος, εχρειάζετο μια τέλεια ανθρώπινη ζωή για να την εξαγοράση. Κανείς από τους απογόνους του Αδάμ δεν ήταν ίσος με αυτόν στην τελειότητά του, κι επομένως κανείς δεν μπορούσε να είναι το αναγκαίον αντίλυτρον. Η ζωή των ζώων ήταν επίσης ανεπαρκούς αξίας. Τα ζώα που εθυσιάζοντο από τους Ισραηλίτας μπορούσαν το πολύ να εξεικονίσουν μόνο την τέλεια ανθρώπινη θυσία που μπορούσε να εξαγοράση το ανθρώπινο γένος.
Η έκχυσις αίματος ζώων σ’ εκείνες τις θυσίες ετόνιζε ένα ακόμη γεγονός, και αυτό είναι το ότι αίμα έπρεπε να εκχυθή για να ελευθερωθή ο άνθρωπος από τ’ αποτελέσματα της αμαρτίας του Αδάμ. Γι’ αυτό η ζωή ενός πλάσματος είναι στο αίμα του. Στην επιστολή προς Εβραίους 9:22 είναι γραμμένο: «Και σχεδόν με αίμα καθαρίζονται πάντα κατά τον νόμον, και χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις.» Έτσι, η ζωή ενός τελείου ανθρώπου, όπως παρίσταται με το αίμα του, έπρεπε να εκχυθή για να εξαγοράση ό,τι απώλεσε ο Αδάμ.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΛΥΤΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Μόνον ο Ιεχωβά Θεός μπορούσε να προμηθεύση ένα κατάλληλο αντίλυτρο για τους απογόνους του Αδάμ. Αυτός μόνος μπορούσε να φέρη σε ύπαρξι έναν άνθρωπο του οποίου η ζωική δύναμις δεν προήρχετο από τον Αδάμ. Αυτό επετελέσθη με τη μεταβίβασι της ζωικής δυνάμεως ενός από τους πνευματικούς του υιούς «εν τη γαστρί» της Μαρίας. Με την κανονική γεννητική ενέργεια, εγεννήθη τότε ένας άνθρωπος, του οποίου η ζωή δεν προήρχετο από τον Αδάμ δι’ αναπαραγωγής. Επειδή δεν προήρχετο έτσι, ο Χριστός ήταν τέλειος και απηλλαγμένος από κληρονομημένη αμαρτία. Δεν ήταν στη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου.
Επειδή ο Χριστός ήλθε στον κόσμο μ’ αυτόν τον τρόπο, ήταν άνθρωπος με όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα ζωής που κατείχε ο Αδάμ πριν αμαρτήση. Ήταν ίσος με τον Αδάμ κι έτσι ήταν ένα κατάλληλο αντίλυτρο για το ανθρώπινο γένος. Αν ήταν μια ενσάρκωσις, ένα πνεύμα περιβεβλημένο σάρκα, δεν θα ήταν ίσος με τον Αδάμ. Ως τοιούτος δεν θα μπορούσε να έχη ανθρώπινα δικαιώματα ζωής και δεν θα μπορούσε να εξαγοράση το ανθρώπινο γένος. Μόνο με την εγκατάλειψι της πνευματικής ζωής και με το να γίνη ένας άνθρωπος με τη γεννητική ενέργεια θα μπορούσε να τύχη των δικαιωμάτων αυτών. «Αλλ’ εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.» (Φιλιππησ. 2:7) Εφόσον δεν ήταν μια ενσάρκωσις, ήταν ‘όμοιος κατά πάντα με τους αδελφούς’.—Εβρ. 2:17.
Ο Χριστός δεν ήταν υποχρεωμένος να παραδώση την ανθρώπινη ζωή του με τα δικαιώματά της για να απολυτρώση τους απογόνους του Αδάμ. Αυτό το έπραξε εκουσίως. Ήταν μια πράξις αγάπης από μέρους του. «Καθώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση, και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.»—Ματθ. 20:28.
Την τρίτη μέρα μετά τον θάνατό του επάνω στο ξύλο, ο Χριστός ανεστήθη ως πνευματικό πλάσμα με ουράνια δικαιώματα ζωής. Ο Πέτρος επιστοποίησε τούτο όταν είπε: «Επειδή και ο Χριστός άπαξ έπαθε δια τας αμαρτίας, ο δίκαιος υπέρ των αδίκων, δια να φέρη ημάς προς τον Θεόν, θανατωθείς μεν κατά την σάρκα, ζωοποιηθείς δε δια του πνεύματος.» (1 Πέτρ. 3:18) Ως πνεύμα μπορούσε να παρουσιάση την αξία της θυσιασμένης ανθρωπίνης ζωής του ενώπιον του Θεού ως απολυτρωτικόν τίμημα για να λυτρώση τους απογόνους του Αδάμ.
Αλλ’ αυτό το αντίλυτρο δεν φέρνει γενική απολύτρωσι σε όλους τους ανθρώπους. Όσοι εμμένουν στο ν’ ακολουθούν την Αδαμιαία πορεία της παρακοής στον Θεό δεν θα ευεργετηθούν από το αντίλυτρο. Αυτό προωρίσθη για εκείνους που δεν θα ακολουθούσαν την εσφαλμένη εκείνη πορεία αλλά θα ήσαν ευπειθείς και θα ασκούσαν πίστι. «Όστις πιστεύει εις τον Υιόν, έχει ζωήν αιώνιον όστις όμως απειθεί εις τον Υιόν, δεν θέλει ιδεί ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επάνω αυτού.»—Ιωάν. 3:36· 1 Τιμ. 4:10.
Γιατί ο Θεός να γίνη Σωτήρ εκείνων οι οποίοι δεν επαναπαύουν την ελπίδα των σ’ Αυτόν και οι οποίοι δεν είναι πιστοί; Γιατί η πολύτιμη ζωή του αγαπητού του Υιού να χρησιμοποιηθή για να τους φέρη τα πολύτιμα πράγματα που έχασε ο Αδάμ, όταν αυτοί είναι ανάξιοι αυτών; Ο Ιεχωβά δεν έδωσε τον Υιόν του ως αντίλυτρον για κάθε άνθρωπο αλλά μάλλον για εκείνους που θα ασκούσαν πίστι και θα ήσαν ευπειθείς. Αυτοί είναι εκείνοι τους οποίους επιθυμούσε να σώση.
Ένας κόσμος που να συνίσταται αποκλειστικά από τέτοια άτομα, κάθε είδους ανθρώπων, είναι αυτός τον οποίον έθεσε ως σκοπό του ο Θεός. Αυτός ο δίκαιος νέος κόσμος είναι εκείνος, τον οποίον αγάπησε ο Θεός τόσον ώστε έδωσε τον Υιόν του ως θυσία εξιλεωτική των αμαρτιών. Το αντίλυτρον επληρώθη για όλους τους ευπειθείς ανθρώπους που ασκούν πίστι και οι οποίοι θα ήσαν κάτοικοι του δικαίου αυτού νέου κόσμου. «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.»—Ιωάν. 3:16.
Αυτοί που ασκούν πίστι θα καθαρισθούν από την αμαρτία που εκληρονόμησαν από τον Αδάμ δια του αίματος του Χριστού, διότι αυτό μόνο μπορεί να καθαρίση από αμαρτίες. (1 Ιωάν. 1:7) Επειδή καθαρίζει από αμαρτίες, αυτοί θα ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. Ό,τι απώλεσε ο Αδάμ θα εξαγορασθή έτσι γι’ αυτούς. Η μία θυσία του Χριστού το πράττει αυτό, και δεν πρόκειται αυτό να επαναληφθή. «Τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, δια να αθετήση την αμαρτίαν δια της θυσίας εαυτού.»—Εβρ. 9:26.
ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΠΙΣΤΙΣ ΣΤΟ ΑΝΤΙΛΥΤΡΟΝ
Αν λεχθή σε ένα δούλον το πώς μπορεί να λυτρωθή, αλλ’ αυτός αρνήται να πιστέψη στο μέσον με το οποίον θα μπορούσαν να τον ελευθερώσουν κι έτσι το απορρίπτη, θα εξακολουθήση να παραμένη στη δουλεία. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανθρώπινο γένος. Ο Θεός δεν επιβάλλει τα οφέλη του αντιλύτρου του Χριστού σε κανένα. Η ύπαρξις αντιλύτρου έχει προκηρυχθή στο ανθρώπινο γένος και εναπόκειται σε κάθε άτομο το να δεχθή ή ν’ απορρίψη το αντίλυτρον. Μόνο αν το δεχθή κανείς και ασκήση πίστι σ’ αυτό, θα γνωρίση απαλλαγήν από την αμαρτία και την κατάρα του θανάτου. «Η γραφή όμως συνέκλεισε τα πάντα υπό την αμαρτίαν, δια να δοθή η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χριστού εις τους πιστεύοντας.»—Γαλ. 3:22.
Υπάρχουν πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί που αρνούνται ν’ ασκήσουν πίστι στην απολυτρωτική θυσία του Χριστού. Αρνούνται να ίδουν οιαδήποτε εξιλεωτική αξία στο χυθέν αίμα του. Μοιάζουν μ’ εκείνους στους οποίους ανεφέρθη ο Πέτρος όταν είπε: «Υπήρξαν όμως και ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, καθώς και μεταξύ σας θέλουσιν είσθαι ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς Δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν.» (2 Πέτρ. 2:1) Ο Χριστός εξηγόρασε τους Χριστιανούς με την τέλεια ανθρώπινη ζωή του, αλλ’ αυτά τα άτομα έπαυσαν ν’ αναγνωρίζουν τη δεσποτεία του. Όταν οι άνθρωποι τον απορρίπτουν, και αυτός τους απορρίπτει. Ποτέ δεν θα λάβουν τα όσα απώλεσε ο Αδάμ και εξηγόρασε ο Χριστός.
Αν ένα άτομο δεν έχη γνώσιν του αντιλύτρου και της αιτίας για την οποίαν αυτό είναι αναγκαίον, δεν είναι δυνατόν ν’ ασκήση πίστι σ’ αυτό. Πρέπει πρώτα να γνωρίση κάτι για το αντίλυτρο, και τούτο απαιτεί διδασκαλία στις αλήθειες του Θείου λόγου. Οι Γραφές διασαφηνίζουν ότι ο Θεός δεν είχε υποχρέωσι να προμηθεύση αντίλυτρο για το ανθρώπινο γένος. Το γεγονός ότι το επρομήθευσε αποτελεί εκδήλωσιν της παρ’ αξίαν αγαθότητός του προς τον άνθρωπο. Αυτό πρέπει να εκτιμηθή απ’ εκείνους που θέλουν ελευθερία από το Αδαμιαίον αμάρτημα.—Τίτον 3:4, 5.
Για να επωφεληθή ένα άτομο από το αντίλυτρο πρέπει ν’ αναγνωρίση την αμαρτωλή του κατάστασι. Δεν μπορεί να κλείση τα μάτια του σ’ αυτήν και να φαντάζεται τον εαυτό του ελεύθερο από αμαρτία, όπως μερικοί προσπαθούν να κάμουν. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν δεν έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια δεν είναι εν ημίν.» (1 Ιωάν. 1:8) Πρέπει το άτομο ν’ αποκτήση επίγνωσι και, όταν την αποκτήση, τότε έχει μια βάσι για ν’ ασκήση πίστι στο αντίλυτρο και στο γεγονός ότι ο Θεός είναι «μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.»—Εβρ. 11:6.
ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΦΑΡΜΟΣΘΟΥΝ ΓΕΝΙΚΑ ΤΑ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΛΥΤΡΟΥ
Ο Θεός έχρισε τον Χριστόν Ιησούν για να είναι Βασιλεύς του δικαίου κόσμου τον οποίον έθεσε ως σκοπόν του απ’ αρχής. Μέσω αυτού και της Βασιλείας της οποίας ηγείται, το παρόν πονηρόν σύστημα πραγμάτων θα εξαλειφθή από τη γη. Κατόπιν ο Χριστός θα προχωρήση στην εκπλήρωσι του σκοπού τού Πατρός του για τη γη, παρέχοντας σ’ όσους επιζήσουν από την εκκαθαριστική εκείνη πράξι τα ευεργετήματα της απολυτρωτικής του θυσίας. Αυτό θα δώση αρχή σε μια αναζωογόνησι του ανθρωπίνου γένους, η οποία θα προχωρήση ώσπου το ανθρώπινο γένος να επανακτήση ό,τι ο Αδάμ απώλεσε γι’ αυτούς.
Στη διάρκεια της αναζωογονητικής αυτής περιόδου των χιλίων ετών, οι νεκροί που κρίνονται άξιοι αναστάσεως θα αναστηθούν για ζωή. Αυτό θ’ αποτελέση εκκένωσιν του κοινού τάφου του ανθρωπίνου γένους και θα σημαίνη ότι ο θάνατος που οφείλεται στην αμαρτία του Αδάμ θα χάση το κέντρον του. Το Αδαμιαίον αμάρτημα δεν θα καταλήγη πια σε περαιτέρω θάνατο για τον άνθρωπο. Τα οφέλη της απολυτρωτικής θυσίας του Χριστού θα τον καταργήσουν. Τότε θα εκπληρωθή η προφητεία που λέγει: «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος.»—1 Κορ. 15:26.
Μετά από μια βραχεία και τελική δοκιμασία το ευπειθές ανθρώπινο γένος θα δικαιωθή από τον Θεό και θα έχη άλλη μια φορά μια δίκαιη στάσι ενώπιον Αυτού. Το δώρον της αιωνίου ζωής θα είναι τότε δικό τους. Η απολυτρωτική θυσία του Χριστού όχι μόνο θα έχη φέρει σ’ αυτούς απελευθέρωσι από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου, αλλά και θα έχη εξαγοράσει γι’ αυτούς όλα όσα απώλεσε ο Αδάμ.
Αλλ’ οποιοσδήποτε θέλει σήμερα να είναι μεταξύ εκείνων που θα ζήσουν για να τα ίδουν αυτά, πρέπει να υπακούση στο θέλημα του Θεού. Πρέπει ν’ ασκήση πίστι στις υποσχέσεις του Θεού και στην αξία της απολυτρωτικής θυσίας του Χριστού. Μόνο με υπακοή και πίστι τώρα θα μπορέση να ζήση τότε.