Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Τσαρλς Αϊζενχάουερ
ΗΤΑΝ στο έτος 1933, σ’ ένα αγρόκτημα της Πενσυλβανίας, Η.Π.Α., που ήλθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Ο πατέρας μου εδανείσθη το βιβλίο Κυβέρνησις από τον διδάσκαλό μου του Κυριακού σχολείου. Αυτός απήλαυσε το βιβλίο τόσο πολύ ώστε, όταν το επέστρεφε, ήλθε στο σπίτι μ’ ένα άλλο βιβλίο που ελέγετο Η Κιθάρα του Θεού. Τον περισσότερο από τον περισσευούμενο καιρό του ο πατέρας μου τον δαπανούσε μ’ αυτά τα βιβλία.
Μια μέρα είπε στη μητέρα μου και σ’ εμένα τι εδιάβαζε. «Αυτά τα βιβλία,» είπε, «λένε για τη βασιλεία του Θεού. Αποδεικνύουν ότι η γη δεν πρόκειται να καή, ότι δεν υπάρχει τέτοιος τόπος σαν ένα πύρινο άδη, όπως διδάσκουν οι κληρικοί,» και όπως μας εδίδαξαν στη Λουθηρανή εκκλησία.
Τα όσα είπε ο πατέρας μου μ’ έκαμαν ευτυχή. Αν και ήμουν ένα παιδί δεκατεσσάρων μόνο ετών, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένας φιλάγαθος Θεός θα ήθελε να καταστρέψη αυτόν τον πλανήτη, ούτε και το γιατί θα ήθελε να βασανίζη τους ανθρώπους σε φωτιά αιώνια. Η γη για μένα ήταν ένας ωραίος τόπος. Συχνά ήθελα να βαδίζω στα δάση που ήσαν κοντά στο σπίτι μας, η δε ομορφιά και η γαλήνη των με συγκινούσε. «Ας ήταν ολόκληρη η γη τόσο όμορφη και ήρεμη σαν εδώ,» έλεγα με το νου μου. Ό,τι λοιπόν, έλεγε ο πατέρας μου μ’ ευχαριστούσε πολύ. Μου έδινε θάρρος κι ελπίδα και ηύξανε απείρως την εκτίμησί μου για τον Θεό.
Λίγο μετά τη συνομιλία του πατέρα μαζί μας, η μητέρα κι εγώ αρχίσαμε να μελετούμε την Αγία Γραφή με τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι εγκαταλείψαμε τη Λουθηρανή εκκλησία κι εγίναμε κήρυκες των καλών πραγμάτων που είχαμε μάθει ως μάρτυρες του Ιεχωβά. Ωμιλήσαμε πρώτα στους γείτονές μας και κατόπιν σε άλλους.
Η καλλιέργεια του αγροκτήματος μάς απασχολούσε, αλλά δεν την αφήσαμε να παρεμποδίση την υπηρεσία μας της Κυριακής. Πιστοί κάθε Κυριακή επηγαίναμε να κηρύξωμε, παραμένοντας σχεδόν ολόκληρη την ημέρα. Κατόπιν τη νύχτα εταξιδεύαμε είκοσι πέντε μίλια για τη μελέτη Σκοπιάς.
Την πρώτη φορά που εκήρυξα σε μια πόλι με συνέλαβαν και με ωδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα. Ανησύχησα πολύ, ώσπου έφθασα στο τμήμα και βρήκα κι άλλους μάρτυρας εκεί. Αλλά το κήρυγμα των Κυριακών δεν μου ήταν αρκετό. Ήθελα να κάνω περισσότερο. Τότε ήταν που άρχισα να σκέπτομαι να κάμω το έργον σκαπανέως σκοπόν της ζωής μου.
Ωστόσο, πέρασαν χρόνια. Πραγματικά, η αδελφή μου Βιόλα, η οποία στην αρχή εναντιώνετο στο έργον των μαρτύρων του Ιεχωβά, έγινε τώρα και η ίδια μάρτυς του Ιεχωβά κι έκανε έργον σκαπανέως. Τον Σεπτέμβριο του 1938 εβαπτίσθηκα και τον επόμενο μήνα άρχισα να επιδιώκω τον σκοπό μου στη ζωή ως σκαπανεύς.
Με μια φορεσιά ρούχα και τριάντα δολλάρια στην τσέπη μου ξεκίνησα για την Ουάσιγκτων, D.C. Εκεί εργάσθηκα για λίγους μήνες ως σκαπανεύς από την κατοικία μου. Αργότερα οδηγούσα αυτοκίνητο με ηχητικό μηχάνημα και κατόπιν κατοικούσα μέσα σ’ ένα ρυμουλκούμενο σπίτι κι έκανα άφθονο κήρυγμα σε αγρότες και σε χωριά. Από την Ουάσιγκτων πήγα στο Τέξας, όπου έμαθα με τι ακριβώς ωμοίαζε το έργον σκαπανέως. Μερικές μέρες κοιμηθήκαμε με αδειανά στομάχια. Υπήρξαν μέρες που φάγαμε μόνο τα φρούτα, που ανταλλάξαμε με έντυπα, τα οποία διεθέσαμε εκείνη τη μέρα. Αλλά πάντοτε υπήρχε μια αύριον, οπότε τα πράγματα θα ελαμπρύνοντο κάπως. Αυτές οι δοκιμασίες μάς εδίδαξαν πολύτιμα μαθήματα στην πίστι και στο πώς προμηθεύει ο Ιεχωβά. Στο Τέξας έγινα ένας ειδικός σκαπανεύς.
Περιπέτειες, δοκιμασίες και στενοχώριες εχαρακτήριζαν το έτος 1940. Με συνέλαβαν πολλές φορές και με ανέκριναν για τη διακονική μου κατάστασι. Ακόμη και το επώνυμό μου έστρεφε τον νόμο εναντίον μου. Το επώνυμό μου είναι Αϊζενχάουερ, που τυγχάνει να είναι Γερμανικό. Ένεκα τούτου, οι εκπρόσωποι του νόμου στο Τέξας μ’ εθεώρησαν κατάσκοπο των Εθνικοσοσιαλιστών. Αυτό το γεγονός και τώρα ακόμη με διασκεδάζει. Το όνομα Αϊζενχάουερ δεν είχε γίνει ακόμη κοινή λέξις σε όλο τον κόσμο, όπως έφθασε να γίνη όταν ο Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ έγινε αρχηγός των Συμμαχικών δυνάμεων της Ευρώπης και κατόπιν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, των οποίων μέρος αποτελεί το Τέξας.
Σε δύο περιπτώσεις, ενώ επεδίωκα τον σκοπό μου στη ζωή ως σκαπανεύς στο Τέξας, διετάχθην από τα όργανα του νόμου να εγκαταλείψω την πόλι σε είκοσι τέσσερες ώρες. Αλλ’ εγώ παρέμεινα και συνέχισα το έργον. Ένα βράδυ η αστυνομία ήλθε και μου είπε να φύγω απ’ την πόλι ή αλλιώς θα με έβγαζαν δια της βίας. Μου έδωσαν δύο ωρών προθεσμία. Ετελείωνα μια Γραφική μελέτη οπότε αυτοί επανήλθαν. Βλέποντας ότι δεν θα έφευγα οικειοθελώς, μ’ έβγαλαν και μ’ έσπρωξαν μέσα στο αυτοκίνητό μου, με πήγαν ως τα σύνορα της πόλεως και μου είπαν να προχωρήσω φεύγοντας. Το έπραξα, αλλά για μεγάλη τρομάρα των ξαναγύρισα, όχι μόνος, αλλά μαζί μ’ έναν μεγάλων όμιλο μαρτύρων κι εργασθήκαμε στην πόλι. Ηγέρθη οχλοκρατία. Ογδόντα εννέα από μας ενεκλείσθησαν σε κρατητήρια επί εβδομήντα δύο ώρες χωρίς να δεχθούν εγγύησι. Εμένα με κατηγόρησαν ως αρχηγό συμμορίας.
Όταν ήμουν στη φυλακή, εγνωρίσθηκα με μια αγαπητή αδελφή, η οποία μετά τρεις μήνες έγινε σύζυγός μου. Επειδή δεν μπορούσα να εργασθώ σ’ αυτή την πόλι, μου εδόθη άλλος τόπος έργου. Αλλά στο έτος 1942 επεστρέψαμε σ’ αυτή την πόλι, όπου μας είχαν φυλακίσει, όπου είχαμε γίνει στόχος οχλοκρατίας και από όπου μας είχαν εκδιώξει, κι εργασθήκαμε. Οι κάτοικοι της πόλεως ήθελαν να μας διώξουν απ’ τον τόπο τους, οι γυναίκες ήθελαν να μας κυνηγήσουν με τις σκούπες, κι άλλοι εξεστόμιζαν απειλές. Αλλ’ εμείς παρεμείναμε κι εργασθήκαμε και τελικά εσχηματίσαμε μια μικρή εκκλησία. Απ’ εκεί η σύζυγός μου κι εγώ ελάβαμε διορισμό να εργασθούμε στην πόλι Ντάλλας της πολιτείας Τέξας, όπου αντιθέτως είχαμε ευλογίες.
Ο Νοέμβριος του 1942 είναι ένας αξιομνημόνευτος μήνας στη ζωή μας, διότι εκείνο τον μήνα ελάβαμε σχέδια αιτήσεων για να φοιτήσωμε στη Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ, η οποία επρόκειτο ν’ ανοίξη τον Φεβρουάριο του 1943. Αισθανόμεθα τους εαυτούς μας εξαιρετικά ανεπαρκείς αλλά ήμεθα ευγνώμονες για το προνόμιο. Οι αιτήσεις μας έγιναν δεκτές. Επωλήσαμε το αυτοκίνητο και το ρυμουλκούμενο σπίτι μας κι εξεκινήσαμε για τη σχολή.
Ήταν η πρώτη σειρά σπουδαστών της σχολής Γαλαάδ. Η σχολή ήταν νέα. Οι αίθουσες μαθημάτων ήσαν καινούργιες, οι εκπαιδευταί και οι σπουδασταί ήσαν νέοι. Κάθε τι που εσχετίζετο με τη σχολή συνέβαινε για πρώτη φορά. Τόσο πολλά πράγματα συνεκεντρώνοντο στο κεφάλι μας, ώστε κατά καιρούς εφαίνετο αδύνατο να τα περιλάβη όλα. Με τον καιρό προσαρμοσθήκαμε και η σχολή Γαλαάδ εκέρδισε μια πολύ αγαπητή θέσι στη ζωή μας. Μέσα στους σύντομους πέντε μήνες της σχολής Γαλαάδ εμάθαμε πολλά πράγματα που θα μας βοηθούσαν να συνεχίσωμε την υπηρεσία.
Τρεις μήνες μετά την αποφοίτησί μας από τη σχολή Γαλαάδ η σύζυγός μου κι εγώ, μαζί με έναν όμιλο δέκα άλλων ιεραποστόλων, ελάβαμε διορισμό να πάμε στην Κούβα. Ήμεθα οι πρώτοι ιεραπόστολοι της Σκοπιάς που θα αναχωρούσαμε απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα πράγματα ήσαν διάφορα στην Κούβα. Την πρώτη νύχτα κοιμηθήκαμε στο πάτωμα. Την επαύριον αγοράσαμε κρεββάτια, εκάμαμε ντουλάπες και τραπεζάκια από κιβώτια συσκευασίας μήλων. Δεν είχαμε πολλά από τ’ αγαθά του κόσμου τούτου, αλλ’ ήμεθα ένας ευτυχής όμιλος.
Μετά την εγκατάστασί μας υπήρχε έργον κηρύγματος που έπρεπε να γίνη. Για ν’ αναλάβωμε το θάρρος του έργου σε μια ξένη χώρα, απητήθη τεραστίου βαθμού θάρρος και πίστις. Οι Κουβανοί μιλούσαν Ισπανικά με πολύ γρήγορο ρυθμό. Δεν καταλάβαινα ούτε μια λέξι απ’ όσα έλεγαν. Ευτυχώς είχα ένα γραμμόφωνο και μια ομιλία ηχογραφημένη στην Ισπανική γλώσσα. Στη Γαλαάδ είχα απομνημονεύσει λίγους θεοκρατικούς όρους και μια ομιλία στην Ισπανική γλώσσα, την οποίαν επανελάμβανα με κάποια επιδεξιότητα. Όταν, λοιπόν, ετελείωνε η ηχογραφημένη ομιλία, προσπαθούσα, όσο μπορούσα καλύτερα, να εξηγήσω Ισπανικά το έργον που έκανα. Οι άνθρωποι εκλονίζοντο καθόσον εγώ αγωνιζόμουν με τις λέξεις κι εκακοποιούσα την ωραία τους γλώσσα. Ήσαν όμως υπομονητικοί και φιλάγαθοι, πράγμα που μ’ ενεθάρρυνε πολύ. Όταν ετελείωναν τα όσα είχα να πω, απλώς έλεγα αντιός κι έφευγα.
Για να διευθύνω μια Ισπανική συμμελέτη, έπαιρνα μαζί μου δύο σειρές βιβλίων, τη μια σειρά στην Αγγλική και την άλλη στην Ισπανική. Μετά από λίγον καιρό αντελήφθηκα ότι ήταν καλύτερο να προσπαθήσω να λησμονήσω τελείως τ’ Αγγλικά και να επιχειρώ να σκέπτωμαι Ισπανικά. Με τον καιρό μπορούσα να διακρίνω ότι έκανα προόδους. Αυτό με συγκινούσε, διότι εγνώριζα ότι εμάθαινα τη γλώσσα!
Το έργον προχωρούσε καλά. Διάφορα άτομα με τα οποία είχα κάμει συμμελέτες έγιναν ευαγγελιζόμενοι. Η Κούβα έγινε δικός μας τόπος. Μετά την επίσκεψι στην Κούβα του προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά, Αδελφού Νορρ, το 1945, ιδρύθη ένας ιεραποστολικός οίκος. Κάτω από μια νέα διάταξι που άρχισε τότε, εζούσαμε καλύτερα, τρώγαμε καλύτερα κι εκάναμε καλύτερο έργον. Υπήρχαν μόνο 500 ευαγγελιζόμενοι στην Κούβα όταν εφθάσαμε εκεί το έτος 1943. Μετά πέντε χρόνια ο αριθμός αυτός ηυξήθη σε 5.000. Ενοιώθαμε ευτυχία όταν παρατηρούσαμε αυτή την αύξησι και όταν εσκεπτόμεθα ότι είχαμε ένα μέρος σ’ αυτή.
Ο Αδελφός Νορρ μάς είπε ότι θα παραμέναμε στην Κούβα ώσπου να γίνουν 5.000 ευαγγελιζόμενοι. Εφόσον εφθάσαμε σ’ αυτόν τον αριθμό, διηρωτώμεθα αν θα μας εγίνετο κάποτε μια αλλαγή. Αλλά νωρίτερα απ’ ό,τι ανεμένετο ελήφθη μια επιστολή από την Εταιρία που μας ρωτούσε αν θα θέλαμε να πάμε στην Αργεντινή. Δεν ήταν ευχάριστο να σκεφθούμε να φύγωμε απ’ την Κούβα, διότι είχαμε αποκτήσει πολλούς αγαπητούς φίλους. Αλλ’ αφού ήμεθα αποφασισμένοι να κάμωμε το έργον σκαπανέως σκοπόν της ζωής μας, εσπεύσαμε να πάμε.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1948, έξη από μας επιβιβασθήκαμε σε πλοίο για τον νέο μας τόπο, την Αργεντινή. Περιττό να λεχθή ότι ήμεθα συγκεκινημένοι και αισιόδοξοι. Τώρα μετά από εννέα χρόνια που εμείναμε σ’ αυτή τη χώρα, εγίναμε κατά πολύ ένα μέρος του εδάφους της. Πίνομε ματέ, τρώμε ασάδο, κι αισθανόμεθα τους εαυτούς μας πολύ κοντά στο λαό. Επί τρία χρόνια και πλέον υπηρέτησα ως υπηρέτης περιοχής, επισκεπτόμενος όλες τις εκκλησίες της χώρας. Οι ευαγγελιζόμενοι ωρίμασαν και οι εκκλησίες ευδοκίμησαν σε αριθμούς. Το 1953 διωρίσθηκα υπηρέτης του τμήματος, για το πρόσθετο δε αυτό προνόμιο υπηρεσίας ευχαριστώ τον Ιεχωβά και προσεύχομαι να με καθοδηγή στην υπεύθυνη αυτή υπηρεσία.
Σε λίγο θα είναι δεκατέσσερα χρόνια αφότου επιδιώκω τη ζωή ενός σκαπανέως ιεραποστόλου. Όλα δεν υπήρξαν εύκολα χρόνια. Δεν θα ήθελα να το νομίζετε αυτό. Η ιεραποστολική ζωή δεν είναι όλη κατωφερής πορεία. Υπάρχουν πολλές αναρριχήσεις, αλλά με πίστι στον Ιεχωβά θα επιτύχετε.—1 Ιωάν. 5:4.
Όταν άρχισα έργον σκαπανέως το 1938 δεν είχα σχεδόν τίποτα σε πράγματα του κόσμου τούτου. Και τώρα δεν έχω πολλά, αλλά ό,τι έχω δεν αγοράζεται με πλούτη του κόσμου. Έχω ειρήνη της διανοίας, χαρά της καρδιάς και γνήσια αυτάρκεια—δεν είναι μικρός θησαυρός οποιοδήποτε απ’ αυτά—τα έχω όλα. Ο ένδοξος θησαυρός της ολοχρονίου υπηρεσίας μού εγίνετο πολυτιμότερος σε κάθε χρόνο που περνούσε. Στη διάρκεια του καιρού αυτού απέκτησα ανεκτίμητη πείρα. Έμαθα να εμπιστεύωμαι στον Ιεχωβά και να βασίζωμαι στην οργάνωσί του και η ελπίδα της αποκτήσεως αιωνίου ζωής, την οποίαν δίνει ο Ιεχωβά, καίει λαμπρότερα μέσα μου από κάθε άλλη φορά. Το να είναι κανείς ένας ολοχρόνιος υπηρέτης του Βασιλέως των βασιλέων και μέλος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου είναι πραγματικά μια έξοχη επιδίωξις στη ζωή.
Εν τούτοις, καθώς κάθομαι εδώ και γράφω, δεν μπορώ παρά να διερωτώμαι γιατί κι άλλοι ικανοί από σωματική άποψι ευαγγελιζόμενοι δεν επιδιώκουν την ολοχρόνια διακονία. Η ελπίδα μου είναι ότι αυτή η πείρα μου θα σας εμπνεύση να αφήσετε κατά μέρος το βάρος που σας έχει αποτραβήξει από το να κάμετε το έργον σκαπανέως σκοπό σας στη ζωή—έναν ένδοξο στόχο, τον ενδοξότερο που είναι δυνατόν να υπάρξη ποτέ.