Οι Πρώτοι Χριστιανοί Πρωτοπόροι στη Σύνταξι του Κώδικος
Οι πρώτοι Χριστιανοί εχρησιμοποίησαν κάθε δυνατό προοδευτικό μέσον για να διαδώσουν τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού. Αυτοί, τότε, ήσαν εκείνοι που υπήρξαν οι πρωτοπόροι της σύγχρονης μορφής του βιβλίου. Ο Σερ Φρέντερικ Κένυον, γράφοντας σχετικώς στο βιβλίο του Η Βίβλος και η Αρχαιολογία, λέγει:
«Χάρις στις ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα ετών, γνωρίζομε ακριβώς με τι ήταν όμοιο ένα Ελληνικό βιβλίο, από τον τρίτον αιώνα π.Χ. κι εμπρός. Το υλικό ήταν πάπυρος, και προήρχετο από την εντεριώνη ομωνύμου υδροφύτου που ανεπτύσσετο στον Νείλο. . . . Ένας Ελληνικός ρόλος πολύ σπάνια υπερέβαινε το μήκος των 30-35 ποδών, το δε σύνηθες ύψος ήταν 9 ή 10 ίντσες. Ένας τέτοιος ρόλος, με συνήθη γραφήν δια χειρός, θα ήταν αρκετός για ένα κείμενο μήκους ενός μόνου Ευαγγελίου ή των Πράξεων. . . .
»Οι ανακαλύψεις, όμως, που έγιναν μέσα στον παρόντα αιώνα και ειδικά μέσα στην τελευταία δεκαετία, κατέδειξαν ότι η Χριστιανική κοινότης σε μια πολύ πρώιμη εποχή κατενόησε το πλεονέκτημα της κατασκευής παπύρου σε σχήμα που είναι γνωστό ως ‘κώδιξ’, το οποίον είναι απλώς το σύγχρονο σχήμα βιβλίου, με φύλλα καμωμένα σε δεσμίδες των 24, από τις οποίες μπορούν οσεσδήποτε να συνδεθούν για να σχηματίσουν έναν τόμο του απαιτουμένου μεγέθους. Για να γίνη αυτό, τα φύλλα του παπύρου, όπως κατεσκευάσθησαν αρχικά, αντί να συνδεθούν το ένα δίπλα στο άλλο για ν’ αποτελέσουν ένα ρόλο, ετοποθετούντο το ένα επάνω στο άλλο και κατόπιν εδιπλώνοντο άπαξ καθέτως. . . .
»Το γεγονός ότι η σε σχήμα κωδικός κατάρτισις του παπυρικού βιβλίου, αν δεν εφευρέθη πραγματικά από τους Χριστιανούς, εχρησιμοποιήθη όμως πρώτα απ’ αυτούς, καταφαίνεται από την απόδειξι που παρέχεται από την Αίγυπτο. Στην περίπτωσι των μη Χριστιανικών βιβλίων, κανένας κώδιξ δεν βρέθηκε πριν από τον τρίτον αιώνα, στον τρίτο δε αιώνα όχι περισσότερα των 5 τοις εκατό από τα τεμάχια που ανεκαλύφθησαν προέρχονται από κώδικες. Ο ρόλος του παπύρου, λοιπόν, επικρατούσε ως τις αρχές του τετάρτου αιώνος.
»Στην περίπτωσι των Χριστιανικών βιβλίων, αφ’ ετέρου, η μεγάλη πλειονότης των παπύρων του τρίτου αιώνος είναι κώδικες, τα δε παραδείγματα είναι γνωστά, . . . και ανάγονται στο πρώτο ήμισυ του δευτέρου αιώνος. Με αυτή την υιοθέτησι του σχήματος κώδικος κατέστη δυνατόν να συγκεντρωθή μια πολύ μεγαλύτερη ποσότης ύλης από όση θα μπορούσε να περιέχεται μέσα σ’ ένα ρόλο.»