Σε τι Καυχάσαι;
Η ΚΑΥΧΗΣΙΣ δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν κακή. Το παν εξαρτάται σε τι ή σε ποιον καυχάσθε. Το να καυχάται κανείς για ένα κακό πράγμα ή άτομο μπορεί να είναι όχι μόνο ανόητο, αλλά και επιβλαβές, ακόμη δε και ασέβεια. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον παρουσιάζει το ζήτημα ο μόνος ασφαλής οδηγός του ανθρώπου, η Αγία Γραφή.
Μερικοί καυχώνται στους προγόνους των, στην εθνικότητα ή στη φυλή των· άλλοι στα φυσικά τους θέλγητρα, στα ωραία τους ενδύματα ή άλλα υλικά αποκτήματα. Άλλοι πάλι καυχώνται για τα μορφωτικά, επιστημονικά ή καλλιτεχνικά των κατορθώματα. Έπειτα είναι κι εκείνοι που έχουν ως καύχημα τους θρησκευτικούς των τίτλους. Όλη αυτή η καύχησις δείχνει έλλειψι κατανοήσεως και εκτιμήσεως της σχέσεως που έχει κανείς με τον Δημιουργό του και τον συνάνθρωπό του.
Κατάλληλα, ο λόγος του Θεού ερωτά για κείνους που καυχώνται έτσι: «Τις σε διακρίνει από του άλλου; και τι έχεις το οποίον δεν έλαβες; Εάν δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;»—1 Κορ. 4:7.
Ο προφήτης του Ιεχωβά, εντυπώνοντας εμφατικά το ίδιο σημείο, παρομοιάζει τον άνθρωπο με το πριόνι και την αξίνη: «Ήθελε καυχηθή η αξίνη κατά του κόπτοντος δι’ αυτής; ήθελε μεγαλαυχήσει το πριόνιον κατά του κινούντος αυτό;» Μήπως γίνεται υπερβολική παρομοίωσις; Όχι, διόλου! Όπως η αξίνη και το πριόνι εξαρτώνται πλήρως από ανθρώπινα χέρια για να εκτελέσουν οτιδήποτε, έτσι κι ο άνθρωπος είναι τελείως εξηρτημένος απ’ τον Δημιουργό του για τον σπινθήρα της ζωής του, τα μέσα της συντηρήσεώς της, καθώς και για όλες τις διανοητικές και φυσικές ικανότητές του. Αν η απανταχού ανθρωπότης εκτιμούσε αυτή την αλήθεια, τι αρμονία και ειρήνη θα διεκρίναμε μεταξύ φυλών, λαών και ατόμων!—Ησ. 10:15.
Ίσως κάποιος θα πη, Μπορώ, όμως, βέβαια να καυχηθώ αν κάνω σοφή κι ενεργητική χρήσι των ικανοτήτων και των ευκαιριών μου, εφόσον τόσο πολλοί αποτυγχάνουν σ’ αυτά. Όχι, δεν μπορεί ένας τέτοιος να καυχηθή· ο λόγος του Θεού ομοίως το αποκρούει αυτό. Εν πρώτοις, όλα τα χαρίσματα του Θεού είναι υπό όρους. Επομένως, ο Θεός δίκαια απαιτεί από εκείνους που λαμβάνουν τα χαρίσματά του να δείξουν εκτίμησι, κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήσι αυτών. Όπως το διετύπωσε κάποτε ο μέγας Διδάσκαλος, Ιησούς Χριστός: «Όταν κάματε πάντα τα διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε, Ότι δούλοι αχρείοι είμεθα επειδή εκάμαμεν ό,τι εχρεωστούμεν να κάμωμεν.»
Επίσης, όσο σκληρά κι αν εργασθούμε, κι οσοδήποτε συνετά, κατά κανόνα έχουν αναμιχθή παράγοντες πέραν του ελέγχου μας, αν έχωμε επιτυχία όπως ακριβώς κι ο γεωργός εξαρτάται απ’ τον καιρό. Για τους Χριστιανούς, η ευλογία του Θεού αποτελεί τον σπουδαιότερο παράγοντα. Σημειώστε πόσο σθεναρά ετόνισε ο απόστολος Παύλος αυτό το σημείο στους Κορινθίους που έδειχναν σαρκικό φρόνημα: «Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων. Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί.»—1 Κορ. 3:6, 7, 9.
Ιδιαίτερα πρέπει να φυλάττωμε τους εαυτούς μας από το να καυχώμεθα για τις αρετές μας ή την ηθική μας δύναμι. «Ο νομίζων ότι ίσταται, ας βλέπη μη πέση.» Ο απόστολος Πέτρος ήταν τόσο βέβαιος για τον εαυτό του, ώστε εκαυχήθη ότι κι αν ακόμη όλοι οι άλλοι απόστολοι εγκατέλειπαν τον Ιησούν, αυτός δεν θα το έκανε, επανέλαβε δε την καύχησί του και αφού ο Ιησούς τον προειδοποίησε ότι θα τον απηρνείτο τρεις φορές την ίδια εκείνη νύχτα. Ενόμιζε ότι έστεκε σταθερά, αλλά, πριν προχωρήση και πολύ εκείνη η νύχτα, ο Πέτρος είχε αποδείξει αληθινά τα λόγια του Διδασκάλου του, απαρνούμενος αυτόν τρεις φορές.—1 Κορ. 10:12· Ματθ. 26:31-35, 69-75.
Το να καυχώμεθα για τα σχέδιά μας για το μέλλον, οι Γραφές το αποδεικνύουν κι αυτό ως ασύνετον. «Μη καυχάσαι εις την αύριον ημέραν· διότι δεν εξεύρεις τι θέλει γεννήσει η ημέρα.» Το πόσο αβέβαιη είναι η ζωή μπορεί να παρατηρηθή από τ’ ατυχήματα, τα δυστυχήματα και τις καταστροφές που δημοσιεύουν κάθε μέρα οι εφημερίδες. Γι’ αυτό, «Όστις περιζώννυται όπλα, ας μη μεγαλαυχή ως ο εκδυόμενος αυτά»—μπορεί να μην επιστρέψη ζωντανός—διότι «ο δρόμος δεν είναι εις τους ταχύποδας, ουδέ ο πόλεμος εις τους δυνατούς.» Γιατί δεν είναι; «Διότι καιρός και περίστασις συναντά εις πάντας αυτούς.»—Παροιμ. 27:1· 1 Βασ. 20:11· Εκκλησ. 9:11.
Ο μαθητής Ιάκωβος χρησιμοποιεί μερικά δυνατά λόγια μιλώντας σ’ αυτούς τους καυχωμένους: «Δεν εξεύρετε το μέλλον της αύριον . . . Αντί να λέγητε, Εάν ο Ιεχωβά θελήση, και ζήσωμεν, θέλομεν κάμει τούτο ή εκείνο. Τώρα όμως καυχάσθε εις τας αλαζονείας σας· πάσα τοιαύση καύχησις είναι κακή.»—Ιάκ. 4:13-16, ΜΝΚ.
Ίσως η πιο κοινή καθώς και η πιο ασύνετη απ’ όλες αυτές τις ανθρώπινες καυχήσεις είναι η ηρωολατρία, η καύχησις σε ανθρωπίνους ηγέτας, θρησκευτικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, μορφωτικούς και παρομοίους, και στα κατορθώματα του ανθρώπου. Όλες αυτές οι καυχήσεις όχι μόνο προορίζονται να καταλήξουν σε απογοήτευσι, αλλά και προκαλούν την οργή του Ιεχωβά Θεού. Γιατί; Διότι η έξαρσις και η λατρεία πλασμάτων αφαιρεί από τον Θεό ό,τι οφείλεται δίκαια κι αποκλειστικά σ’ αυτόν. Έτσι, επίσης, το να εγκωμιάζωνται τα Ηνωμένα Έθνη ως η μόνη ελπίδα του ανθρώπου παραμερίζει το μέσον θεραπείας που επρομήθευσε ο Θεός, τη βασιλεία του Θεού. Ώστε, «μηδείς ας μη καυχάται εις ανθρώπους,» ούτε σε κατορθώματα ανθρώπων. Η εντολή αυτή εδόθη αρχικά διότι μερικοί εκαυχώντο σε ανθρώπους τέτοιους, όπως ήσαν οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Αν δεν υπήρχε λόγος καυχήσεως σ’ αυτούς, ασφαλώς δεν υπάρχει λόγος να καυχάται κανείς σε οποιονδήποτε ο οποίος ζη σήμερα!—1 Κορ. 3:21.
Τελικά δε, ας σημειωθή ότι σε όλη την αιωνιότητα κανείς δεν θα έχη ποτέ λόγους να καυχάται διότι απέκτησε σωτηρία. Το παν θα οφείλεται στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, όπως τονίζει ο λόγος του πολύ σαφώς: «Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι δια της πίστεως· και τούτο δεν είναι από σας· Θεού το δώρον· ουχί εξ έργων, δια να μη καυχηθή τις.»—Εφεσ. 2:8, 9.
Υπάρχει Ένας και μόνο Ένας, στον οποίον μπορούμε να καυχηθούμε, και όσο περισσότερο μαθαίνομε γι’ αυτόν, τόσο περισσότερο θα θέλωμε να καυχώμεθα σ’ αυτόν. Αυτός είναι ο Ιεχωβά Θεός, ο Ύψιστος, ο Βασιλεύς της αιωνιότητος, η Πηγή πάσης ζωής, ο Πατήρ των φώτων, ο Δοτήρ παντός αγαθού και τελείου δώρου ο Μόνος τέλειος σε δύναμι, σοφία, δικαιοσύνη και αγάπη. Ναι, «όστις καυχάται, εν τω Ιεχωβά ας καυχάται.»—1 Κορ. 1:31·. 2 Κορ. 10:17, ΜΝΚ.