ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w61 15/10 σ. 613-616
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
  • Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ ΥΠΕΡΝΙΚΑΤΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
  • ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΝΑΜΑ
  • ΑΝΤΑΜΟΙΒΕΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΟΣ
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1957
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1962
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1957
Δείτε Περισσότερα
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1961
w61 15/10 σ. 613-616

Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή

Αφήγησις υπό Συλβίας Λούνιγκ

Η ΖΩΗ εφαίνετο φοβερά κενή. Εφαίνετο πολύ μάταιο το να σκέπτωμαι μόνο για τον εαυτό μου πάντοτε. Εγνώριζα ότι υπήρχε κάτι το εσφαλμένο σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά και τι άλλο υπήρχε; «Ματαιότης ματαιοτήτων,» σκεπτόμουν συχνά, «τα πάντα ματαιότης.»

Έξαφνα μια μέρα στο 1933 ένας Αντβεντιστής ήλθε στην πόρτα μου στο Μπαΐτον Ρουζ, Λουιζιάνα. Τα όσα είπε για την εκπλήρωσι προφητειών που αναγράφονται στη Βίβλο με είλκυσαν και, μολονότι δεν είχα χρήματα να πάρω τα βιβλία που μου έδειξε, απεφάσισα να θυμηθώ τουλάχιστον ένα Γραφικό εδάφιο που εμνημόνευσε για να μπορέσω να το διαβάσω μετά την αναχώρησί του. Εκείνο που προσηλώθη στη διάνοιά μου ήταν το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του Ματθαίου. Μόλις ανεχώρησε, έβγαλα τη Γραφή μου και το διάβασα. Ήταν καταπληκτικό! Μπορούσα να διακρίνω καθαρά ότι μιλούσε για την εποχή μας, ότι ζούμε στις «έσχατες ημέρες,» κι αισθάνθηκα ότι έπρεπε να βγω και να μιλήσω στους ανθρώπους γι’ αυτό. Αλλά δεν υπήρχε περαιτέρω επαφή μ’ αυτούς τους ανθρώπους, και οι μέριμνες του βίου γρήγορα απέσυραν αυτές τις σκέψεις απ’ το νου μου.

Μετά από έξη μήνες σχεδόν, ήλθε κάποιος άλλος στην πόρτα μου και μου μίλησε για την Αγία Γραφή. Αυτή τη φορά ήταν ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά, αλλ’ αυτό δεν είχε πολλή σημασία για μένα εφόσον ποτέ δεν είχα ακούσει για τον Ιεχωβά ή για τους μάρτυρές του. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι είχε βιβλία για τη Γραφή, τα οποία ζητούσα, και τα έλαβα.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ

Κατόπιν εκάθησα να διαβάσω. Πραγματικά δεν θυμούμαι να έκαμα και τίποτα άλλο στις επόμενες δύο εβδομάδες. Τα όσα διάβασα με συνεκίνησαν και με ικανοποίησαν. Ήταν σαν να πέθαινα από δίψα και βρήκα νερό​—καθαρό κι ευχάριστο. Ήπια πολύ κι άρχισα να ζωογονούμαι. Δεν εφαίνετο πια κενή η ζωή. Υπήρχε κάτι το πραγματικό, κάτι στο οποίον μπορούσα να προσηλωθώ, και η καρδιά μου άρχισε να ψάλλη από χαρά.

Μετά από έξη εβδομάδες ήμουν πραγματικά έξω κηρύττοντας στους άλλους κι από τότε ίσαμε σήμερα η αλήθεια της Αγ. Γραφής ποτέ δεν έπαυσε να μου είναι θαυμαστή. Έγινε πραγματικά σαν ένα φλέγον πυρ στα οστά μου, κι ο ένας μου σκοπός στη ζωή έγινε το να υπηρετώ τον Ιεχωβά Θεό με όλη μου την καρδιά, τον νου και το σώμα.

Δεν ήταν εύκολο. Ο σύζυγός μου δεν προχωρούσε μαζί μου. Διαρκώς εξεδήλωνε εναντίωσι στην πορεία μου, αλλ’ όσο περισσότερο εναντιώνετο εκείνος, τόσο ισχυρότερη εγίνετο η φλόγα μέσα μου και τόσα σκληρότερα εργαζόμουν στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Πάντοτε φοβόμουν τον σύζυγό μου, αλλά τώρα αισθανόμουν ότι έπρεπε ν’ αποδείξω στον Ιεχωβά ότι φοβόμουν τον Θεό μάλλον παρά άνθρωπο. Πολλές φορές έβγαινα να δώσω μαρτυρία τρομοκρατημένη με τη σκέψι τού τι θα συνέβαινε στην επιστροφή μου. Συχνά τ’ αγαθά νέα που εκήρυττα και το άγγελμα στους δίσκους γραμμοφώνου, που είχαμε τότε σε χρήσι στην υπηρεσία, έκαναν τόσο πολλά για να μου δίνουν νέο θάρρος και να ενισχύσουν τη δική μου πίστι όσο και για να βοηθήσουν εκείνους στους οποίους εκήρυττα.

Η πρώτη μεγάλη συνέλευσις που παρηκολούθησα με τον λαόν του Ιεχωβά ήταν στη Νέα Ορλεάνη, της πολιτείας Λουιζιάνα, στο 1938. Ήμουν εκεί όταν ακούσαμε τον Διευθυντή της Αστυνομίας Νέας Ορλεάνης Μακ Ναμάρα να διατάσση τους άνδρες του να κόψουν τις τηλεφωνικές συνδέσεις, που είχαν γίνει για να μπορέσωμε ν’ ακούσωμε την ομιλία «Αντιμετωπίσατε τα Γεγονότα», κι όταν τους είπε ότι αν επέμβη κανένας πρέπει να πυροβολήσουν και μάλιστα θανατηφόρα. Ήταν μια τεταμένη στιγμή. Κι εγώ ήμουν μεταξύ εκείνων που έλαβαν αργότερα μια ηχογράφησι της ομιλίας «Αντιμετωπίσατε τα Γεγονότα» και την αναμετάδωσα σε δεκάδες σπιτιών.

Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ ΥΠΕΡΝΙΚΑΤΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Ήλθε το έτος 1940 και οι δύσκολες αποφάσεις. Ήταν το έτος που το Ανώτατο δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών απεφάνθη δυσμενώς στην υπόθεσι της σημαίας, που κατέληξε σ’ ένα εντατικό διωγμό. Ήταν, επίσης, το έτος που άκουσα ένα δικαστή να με χαρακτηρίζη ως ακατάλληλη να είμαι μητέρα του γυιού μου, επειδή ήμουν μάρτυς του Ιεχωβά. Είχα τότε εγείρει αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου μου επί μοιχεία, για την οποίαν αυτός ωμολόγησε την ενοχή του, αλλά εγώ εκρίθην αναρμοδία να κρατήσω το τέκνον. Κατάπληκτη, αλλ’ ωστόσο γεμάτη ικανοποίησι με τη γνώσι ότι στάθηκα σταθερή στη λατρεία του Θεού παρά τη δοκιμασία αυτή της πίστεως, δέχθηκα ν’ αναλάβω υπηρεσία σκαπανέως, για να χρησιμοποιούνται όλες μου οι προσπάθειες στην υπηρεσία που εγνώριζα ότι ήταν το σπουδαιότερο ζήτημα.

Ό,τι έπρεπε να εκτελεσθή, συχνά απεδεικνύετο δύσκολο ν’ αναληφθή. Ήταν ένας καιρός ατομικής αγωνίας και ψυχικού πόνου. Τα πρωινά ανέμενα κοντά στο σχολείο και τα βράδια ερευνούσα στα πλησίον θέατρα, ελπίζοντας να εύρω το παιδί μου και να είμαι μαζί του έστω και για λίγες στιγμές. Αυτό σχεδόν μ’ εθανάτωνε, κι ωστόσο είχα τη χαρά του να είμαι στην ολοχρόνια υπηρεσία του Ιεχωβά. Πόσα χρόνια το ποθούσα αυτό! Ο μόνος μου σκοπός στη ζωή ήταν να υπηρετώ τον Ιεχωβά με ό,τι είχα. Τώρα που το είχα στα χέρια μου, θα το εγκατέλειπα μήπως από λύπη για το παιδί μου; Είναι αληθές ότι θα μπορούσα να το έχω πάλι το παιδί επιστρέφοντας στον σύζυγό μου, αλλ’ αυτό θ’ απαιτούσε την εγκατάλειψι εκ μέρους μου της λατρείας του Ιεχωβά. Αυτό δεν μπορούσα να το κάμω. Είχα κάμει μια ευχή αφιερώσεως στον Θεό και τίποτα δεν έπρεπε να με υποκινήση να την παραβώ. Με άκαμπτη αποφασιστικότητα προσεπάθησα να προσηλωθώ στην απόφασί μου, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε. Αισθανόμουν ότι ήμουν στο χείλος μιας φυσικής και νευρικής καταπτώσεως, αλλά με το να κρατώ τη διάνοιά μου συγκεντρωμένη στον Ιεχωβά και να ενασχολούμαι στην υπηρεσία του, οι πληγές μου σιγά - σιγά άρχισαν να θεραπεύωνται.

Τα επόμενα τρία χρόνια έκανα έργον σκαπανέως μέσα και ολόγυρα στην πόλι Μπαΐτον Ρουζ, κι έτσι ήταν δυνατόν να δαπανώ αρκετή ώρα με το παιδί μου. Εξακολούθησα να προσπαθώ να του διδάξω τις Γραφικές αλήθειες, μολονότι αυτό ήταν απαγορευμένο. Εν τω μεταξύ συνεδέθην με τη Βαρβάρα Σληπ κι επεράσαμε θαυμάσια μαζί, εργαζόμενες σκληρά για να φέρωμε τ’ αγαθά νέα σ’ εκείνους που ήσαν στον καθωρισμένο τομέα μας, και παρακολουθώντας συνελεύσεις.

Έγινε μια πανεθνική συνέλευσις το θέρος του 1942, στην οποία ο Αδελφός Νορρ ανέφερε ότι μερικοί αδελφοί θα εξεπαιδεύοντο για ιεραπασπολική υπηρεσία στο εξωτερικό. «Τι θαυμάσιο πράγμα!» σκέφθηκα. «Αλλ’ αυτό βέβαια ποτέ δεν θα ίσχυε για αδελφές.» Κάτι άλλο που είπε ο Αδελφός Νορρ σ’ εκείνη τη συνέλευσι μού έκαμε βαθιά εντύπωσι. Ομιλώντας για τη δοκιμασία της πίστεώς μας πριν από τον Αρμαγεδδώνα, εδήλωσε ότι αυτό θα ήταν μια δοκιμασία εγκαρτερήσεως. Πολλές φορές επί χρόνια το σκεπτόμουν αυτό. Κατά καιρούς, όταν εβάδιζα επίπονα από μέρα σε μέρα, συναντώντας μόνο εναντίωσι κι αδιαφορία, και διερωτωμένη, «Κύριε, έως πότε;» οι λόγοι εκείνοι ήρχοντο στη διάνοιά μου κι ενθυμόμουν ότι η δοκιμασία της πίστεώς μου αποτελούσε την πραγματικότητα που έπρεπε να έχω υπ’ όψι. Τι σημαίνει αν οι άνθρωποι δεν ήθελαν ν’ ακούσουν; Και τι αν μου έκλειαν χτυπώντας την πόρτα κατά πρόσωπον, ή με κυνηγούσαν με τη σκούπα; Δεν έδειχνα εγκαρτέρησι; Και για τι άλλο μ’ ενδιέφερε πραγματικά;

Υπήρχαν βέβαια ειδικές χαρές που μας βοηθούσαν να εγκαρτερούμε. Η μια ήλθε όταν βρήκαμε δύο μακρούς φακέλλους από το Γραφείο του Προέδρου μέσα στο γραμματοκιβώτιό μας. Απεριόριστη ήταν η χαρά μας καθώς διαβάζαμε τις προσκλήσεις να φοιτήσωμε στη Σχολή Γαλαάδ, για να τύχωμε ειδικής εκπαιδεύσεως για ιεραποστολική υπηρεσία στο εξωτερικό. Γελούσαμε και φωνάζαμε κι εκλίναμε τα κεφάλια μας σε ένδειξι ευγνωμοσύνης στον Ιεχωβά γι’ αυτό το ανεκλάλητο προνόμιο. Αλλά σταθήτε! Αυτό εσήμαινε ν’ αφήσω το παιδί μου πίσω, ίσως για να μην το ξαναϊδώ ποτέ. Όσο συγκινημένη κι αν ήμουν, εγνώριζα ότι έπρεπε να λάβω μια άλλη σκληρή απόφασι. Ήμουν σε τρομερή αμηχανία μεταξύ της επιθυμίας μου να πάγω και της σκέψεως ν’ αφήσω το παιδί μου και διερωτώμουν πού ακριβώς έκειτο το καθήκον μου. Αφού εζήτησα συμβουλή από τους πρεσβυτέρους στην αλήθεια αδελφούς μου, έλαβα την απόφασί μου​—να πάγω στη Σχολή Γαλαάδ.

Ο Σεπτέμβριος του 1943 είδε και τη Βαρβάρα κι εμένα εγγεγραμμένες στη δεύτερη σειρά σπουδαστών. Τι θαυμαστή πείρα! Ήταν μια γεύσις ζωής στον Νέο Κόσμο. Ήμεθα σ’ έναν κόσμο ξεχωρισμένο, όπου μπορούσαμε να ευωχούμεθα με τις αλήθειες του Θείου λόγου και ν’ απολαμβάνωμε τη συνεχή συναναστροφή των αδελφών μιας. Πολύ γρήγορα έληξε. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος εμαίνετο ακόμη και ήταν δύσκολο να μας επιτραπή η είσοδος σε πολλές χώρες. Και τα ταξίδια, επίσης, περιεκόπησαν σημαντικά. Γι’ αυτό ελάβαμε προσωρινούς διορισμούς· μια ομάδα από μας πήγε στον Περθ Αμπόυ της Νέας Ιερσέης, κι εγώ συνεργάσθηκα με την εκεί εκκλησία στα δύο επόμενα χρόνια. Τα καλοκαίρια μπορούσα να περάσω μερικές εβδομάδες στη Λουϊζιάνα με το παιδί μου.

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΝΑΜΑ

Η 27η Δεκεμβρίου 1945 ήταν άλλη μια μεγάλη μέρα. Τότε ήταν που φθάσαμε στον νέο μας τόπο διορισμού, στον Παναμά. Μας ωρίσθη να εργασθούμε στο Κολόν, μια πόλι με 50.000 κατοίκους περίπου, κείμενη στο στόμιον της Διώρυγος του Παναμά, στην Ατλαντική πλευρά που Ισθμού. Με τη βοήθεια ενός από τους ιθαγενείς αδελφούς μας, βρήκαμιε μια κατάλληλη κατοικία, έπιπλα, διατροφή και όσα άλλα εχρειάζοντο για μια κατάλληλη εγκατάστασι. Μας άρεσε ο τόπος διορισμού μας και απεβλέψαμε στο έργον μας μεταξύ του λαού. Οι κατοικίες των, οι τροφές των, ο τρόπος ζωής των, αυτά έγιναν θέματα ζωηρού ενδιαφέροντός μας.

Η εκεί μικρή εκκλησία είχε δεκαπέντε ευαγγελιζομένους, όταν εφθάσαμε. Εργασθήκαμε σκληρά, έχοντας περίπου είκοσι δύο συμμελέτες τον μήνα και γρήγορα άρχισε ν’ αυξάνη η εκκλησία. Είχε ένα πολύ ευτυχές οικογενειακό πνεύμα γύρω της. Πολύ αγαπούσαμε τους αδελφούς μας και θέλαμε να τους βοηθήσωμε με κάθε δυνατό τρόπο, κι αυτοί ησθάνοντο το ίδιο για μας.

Τα Ισπανικά μας ήσαν πολύ περιωρισμένα, αλλ’ οι Ισπανόφωνοι, τους οποίους συναντήσαμε στο έργον μας από πόρτα σε πόρτα, ήσαν πολύ υποβοηθητικοί. Πολλοί απ’ αυτούς συμμελετούσαν μαζί μας απλώς για να μας ακούσουν που προσπαθούσαμε να μιλήσωμε τη γλώσσα τους και να μας βοηθήσουν. Μερικοί απ’ αυτούς καταλάβαιναν Αγγλικά, αλλά ποτέ δεν μας το έλεγαν και το αντιληφθήκαμε μετά από χρόνια. Εξετιμήσαμε το ότι μας έκαμαν να μιλούμε τη γλώσσα τους· έτσι βοηθηθήκαμε να τη μάθωμε.

Τον Νοέμβριο του 1947, μετετέθην στην Πόλι του Παναμά για να βοηθήσω στα γραφεία του εκεί Τμήματος της Εταιρίας.

Έως τότε είχα θλιβή πολύ για το γυιό μου. Έγραφε πολύ σπάνια στο διάστημα των δύο ετών αφότου τον είχα ιδεί και η καρδιά μου συχνά πονούσε εξαιτίας του αλλά τώρα άρχισα να κατανοώ ότι ο Ιεχωβά μού έδινε πολλούς «γυιούς», όπως είχε υποσχεθή να κάμη, κι όχι μόνο γυιούς, αλλά και θυγατέρες και πατέρες και μητέρες και σπίτια. (Μάρκ. 10:29, 30) Αυτοί μου έγιναν τόσο αγαπητοί όσα κι ο ίδιος μου ο γυιός. Πολύ αγάπησα το έργον μου και τον διορισμό μου. Η σκέψις του να τ’ αφήσω ποτέ δεν μπήκε στη διάνοιά μου.

Στην Πόλι του Παναμά μού ωρίσθη να συνεργασθώ με την Αγγλική εκκλησία, και βρήκα μερικούς αδελφούς και αδελφές που ήσαν νέοι στην αλήθεια και ζητούσαν βοήθεια. Τι ευτυχής ήμουν που μπορούσα να τους βοηθήσω, και τι πρόθυμα εδέχοντο υποδείξεις και τις εφήρμοζαν! Επί δέκα χρόνια ήμουν μ’ εκείνη την εκκλησία. Την είδα ν’ αυξάνη ώσπου διαιρέθηκε και υποδιαιρέθηκε, και τώρα υπάρχουν δέκα εκκλησίες στον τόπο που υπηρετούσε η πρώτη άλλοτε.

ΑΝΤΑΜΟΙΒΕΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΟΣ

Τι συγκίνησις ήταν να επαγρυπνώ στους αδελφούς, από τους οποίους πολλούς είχα εύρει εγώ και είχα συμμελετήσει μαζί τους, για να φθάσουν σε ωριμότητα και να λάβουν η θέσι τους στην κοινωνία Νέου Κόσμου, μερικοί ως υπηρέται εκκλησίας, άλλοι ως σκαπανείς και ειδικοί σκαπανείς! Τι χαρά προξενεί το να τους βλέπω να γίνωνται ικανοί υπηρέται, αναλαμβάνοντας καθήκοντα, τα οποία είχα επιφορτισθή άλλοτε εγώ, χειριζόμενοι τα ζητήματα μιας οργανώσεως συνελεύσεως, δίνοντας δημόσιες ομιλίες και φέρνοντας νέους στην οργάνωσι! Μπορείτε να φαντασθήτε τη χαρά, που προξενεί το ν’ ακούετε έναν τυφλό, που είχατε βρει όταν εκάθητο απελπισμένος πίσω απ’ το σπίτι που, να εκφράζη κατ’ επανάληψιν την ευγνωμοσύνη του για την αλήθεια, που του εδιδάξατε υπομονητικά και την οποία τώρα με ζήλο την κηρύττει σε άλλους, λέγοντάς τους ότι συνήθιζε να μπορή να βλέπη αλλ’ ήταν τυφλός και τώρα είναι μεν τυφλός αλλά μπορεί να βλέπη; Αυτά είναι τα πράγματα, που σας κάνουν να χαίρετε επειδή απαντήσατε στην κλήσι για σκαπανείς πριν από χρόνια, τα πράγματα που σας κάνουν γνωρίζετε ότι ελάβατε μια καλή απόφασι, όταν απεφασίσατε να εγκαταλείψετε άλλα συμφέροντα και να θέσετε πρώτη την υπηρεσία σας στον Θεό.

Το 1950 επέστρεψα στις Ηνωμένες Πολιτείες για να επισκεφθώ τη μητέρα μου και τον γυιό μου, ο οποίος τώρα είχε νυμφευθή, και για να παρακολουθήσω τη μεγάλη συνέλευσι του 1950 στη Νέα Υόρκη.

Δύο έτη αργότερα η υγεία μου πήρε μια τάσι προς το χειρότερο και παρέστη ανάγκη να υποστώ εγχείρησι. Επί ένα ολόκληρο έτος απουσίαζα από τον τόπο διορισμού μου στο εξωτερικό, αλλά στη διάρκεια του έτους εκείνου, το οποίον επέρασα με τη μητέρα μου, είχα τη χαρά να ιδώ κι αυτή και μια ανεψιά μου ν’ ασπάζωνται την αλήθεια ως αποτέλεσμα των προσπαθειών μου. Το 1953 η μητέρα μου παρακολούθησε μαζί μου τη Συνέλευσι της Κοινωνίας Νέου Κόσμου, ύστερ’ από την οποία εγώ επέστρεψα στον Παναμά, γεμάτη από ευγνωμοσύνη που μπόρεσα να εξακολουθήσω επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή.

Ανέλαβα έργον απ’ το σημείο που είχα αφήσει, σε μια μεμονωμένη κοινότητα, και το 1955 εβοήθησα στην οργάνωσι μιας μικρής εκκλησίας εκεί. Το επόμενος έτος έφερε χαρά, όταν ενυμφεύθηκα έναν από τους συνιεραπαστόλους μου που είχε έλθει στον Παναμά το 1951 για να εργασθή στα γραφεία του τμήματος, και λύπη όταν έλαβα ειδήσεις για τον θάνατο της αγαπημένης μητέρας μου.

Κατόπιν ήλθε το 1958 και η θαυμάσια Διεθνής Συνέλευσις «Το Θείον Θέλημα». Φυσικά, ήμεθα εκεί, απολαμβάνοντάς την στο πλήρες. Μετά τη συνέλευσι είχαμε ωραίες διακοπές, επισκεπτόμενοι συγγενείς και φίλους, και κατόπιν επεστρέψαμε στον Παναμά για να βρούμε μια ευχάριστη έκπληξι​—έργον περιοχής! Ο σύζυγός μου ωρίσθη να υπηρετήση στην Αγγλική περιοχή, εκείνη που εβοήθησα ν’ αναπτυχθή. Ήμουν τώρα στον Παναμά σχεδόν δεκατρία χρόνια, οι δε αδελφοί, τους οποίους είχα συναναστραφή και από τους οποίους πολλούς είχα η ιδία βοηθήσει ν’ αποκτήσουν γνώσι της αληθείας, κατοικούν σε διάφορα μέρη αυτής της περιοχής. Μερικούς απ’ αυτούς δεν είχα ιδεί επί χρόνια, και γι’ αυτό χάρηκα πολύ που μπόρεσα να τους επισκεφθώ, για να ιδώ πώς προώδευαν και να παράσχω οποιαδήποτε βοήθεια κι ενθάρρυνσι μπορούσα ως σύζυγος ενός υπηρέτου περιοχής. Είχαμε θαυμάσιες πείρες στη διάρκεια του έτους που ήμεθα σ’ αυτόν τον τόπο διορισμού.

Επί του παρόντος ο σύζυγός μου υπηρετεί ως υπηρέτης εκκλησίας σε μια μικρή εκκλησία στη Ζώνη της Διώρυγος, όπου η ανάγκη είναι ιδιαίτερα μεγάλη για ωρίμους αδελφούς που μιλούν την Αγγλική. Εκτός απ’ αυτό εργάζεται και στα γραφεία του Τμήματος, ενώ εγώ κάνω ιεραποστολικό έργον στον τομέα της εκκλησίας και περνώ μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο του χρόνου μου στο έργον αυτό. Ακούστε το από μένα: Η ζωή ενός ιεραποστόλου δεν είναι ανιαρή!

Ασφαλώς εκείνος, που εμμένει στο καθήκον του μέσα στην οργάνωσι του Ιεχωβά, είναι ένα πολύ ευλογημένο πλάσμα. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να υπάρχουν και ψυχικοί πόνοι, όπως στην περίπτωσί μου και στην περίπτωσι πολλών άλλων, που είχαν αφήσει πίσω τους προσφιλείς των, αλλ’ ω, τι βαθιές και ικανοποιητικές χαρές που υπήρχαν επίσης! Οι πλούσιες πνευματικές ευλογίες και τα προνόμια υπηρεσίας! Έφθασα στο να διαπιστώσω ότι η ευτυχία μου δεν εξαρτάται από την εκτέλεσι του δικού μου θελήματος αλλ’ από την εκτέλεσι του θείου θελήματος στον τόπο που με διώρισε ο Ιεχωβά.

Τώρα τα χρόνια αρχίζουν να εισπράττουν τον φόρο τους με την ελάττωσι των δυνάμεων και τους πόνους των αρθρώσεων, αλλ’ η επιδίωξις του σκοπού μου στη ζωή δεν έφθασε ακόμη ως το τέλος. Αποβλέπω σε ολοχρόνια υπηρεσία στον Ιεχωβά σε όλη τη διάρκεια της μάχης του Αρμαγεδδώνος, μετέχοντας κατόπιν στον καθαρισμό της γης και τη μεταβολή της σε παράδεισο. Θέλω να είναι εδώ, προσηλωμένη ακόμη στο καθήκον μου, όταν γεννηθούν τέκνα κάτω από συνθήκες δικαιοσύνης και οι νεκροί ευπρόσδεκτα επανέλθουν από τους τάφους, οπότε θα λάβη η τελική δοκιμασία από τον Σατανά και οπότε, με την παρέλευσι όλων των πόνων και των κόπων, θα καταστή δυνατόν να σταθούμε ενώπιον του Ιεχωβά με ανθρώπινη τελειότητα και μαζί μ’ ένα μεγάλο πλήθος από άλλους, για να λάβωμε απ’ το χέρι Του το βραβείο​—τη δικαίωσι για ζωή!

Τώρα, γιατί δεν γίνεσθε και σεις ένας σκαπανεύς;

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση