Εξετάζοντας τις Προσπάθειες του «Χριστιανισμού» να Ενωθή
ΣΤΙΣ ημέρες των αποστόλων δεν υπήρχε ποικιλία μορφών Χριστιανοσύνης. Δεν υπήρχαν μια Λουθηρανική Εκκλησία, μια Μεθοδιστική Εκκλησία ή μια Επισκοπελιανή Εκκλησία, που να διδάσκουν όλες και να πιστεύουν κάτι διαφορετικό και συγχρόνως να ισχυρίζωνται όλες ότι είναι Χριστιανικές. Το άγγελμα που επέδιδαν οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν το ίδιο, είτε ζούσαν στην Ιερουσαλήμ, είτε στη Μικρά Ασία, είτε στη Ρώμη. Όλοι επίστευαν κι εδίδασκαν κατά τον ίδιο τρόπο, διότι ήσαν «εντελώς ηνωμένοι, έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην», σ’ εκπλήρωσι της προσευχής του Ιησού για να είναι πάντες έν.—1 Κορ. 1:10· Ιωάν. 17:21-23.
Πόσο διαφορετική είναι σήμερα! «Ο ατελείωτος πολλαπλασιασμός των δογμάτων αναγνωρίζεται γενικά ως σκάνδαλο του «Χριστιανικού κόσμου», παρετήρησε ο κληρικός Τζων Α. Ο’ Μπράιεν. «Είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνη την ενότητα που ο Χριστός είπε ότι θα εχαρακτήριζε αιωνίως την Εκκλησία του: ‘Και θέλει γείνει μία ποίμνη, είς ποιμήν’.» (Ιωάν. 10:16) Σε μια ομιλία το περασμένο φθινόπωρο, ο Κέιθ Ρ. Μπρίντστον, πρώην εκτελεστικόν μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, περιγράφει το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ελλείψεως ενότητος: «Αν η εκκλησία εξέρχεται να κηρύξη το Ευαγγέλιο, ιδιαίτερα σε μη Χριστιανικές περιοχές, η εκκλησία παρίσταται τόσο διηρημένη, ώστε ο μη Χριστιανός έχει ν’ αποφασίση όχι μόνον αν θέλη να είναι Χριστιανός, αλλά και τι είδους Χριστιανός. Ένας Μεθοδιστής Χριστιανός; Ένας Λουθηρανός Χριστιανός; Ένας Επισκοπελιανός Χριστιανός; Έτσι θα μπορούσε να καταλήξη στην ιδέα να μη θέλη να γίνη καθόλου Χριστιανός.»
Ολονέν περισσότερο ο «Χριστιανικός κόσμος» βλέπει τώρα τη διαίρεσί του ως μια απειλή εναντίον της ιδίας του υπάρξεως. Ο άθεος κομμουνισμός αμείλικτα εισχωρεί στα εδάφη του και ολίγον κατ’ ολίγον κατακτά τη σκέψι των λαών που βρίσκονται σε σύγχυσι. Σε μερικές περιοχές της Αφρικής η θρησκεία του Ισλάμ κερδίζει περισσοτέρους προσηλύτους από τις αποστολές του «Χριστιανικού κόσμου» λαμβανόμενες όλες μαζί. Πολλοί φοβούνται ότι ο «Χριστιανικός κόσμος» με τις συνθήκες διαιρέσεως που τον περιβάλλουν θ’ αποτύχη· γι’ αυτό κατά τα τελευταία ολίγα έτη έγινε ένα εντατικό πρόγραμμα ενώσεως.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ
Το βιβλίο Η Βασιλική Εξουσία του Χριστού εξετάζει την ιστορία των προσπαθειών του παρόντος καιρού για την ένωσι των πολλών δογμάτων του «Χριστιανικού κόσμου». Και στο εισαγωγικό του κεφάλαιο αναφέρει: «Οι Χριστιανοί ούτε είναι ενωμένοι σε μια Εκκλησία, ούτε βρίσκονται σε οποιαδήποτε θέσι για να καταστείλουν τα κακά του Εθνικισμού, ή να διορθώσουν τις αδικίες στη γύρω των κοινωνία. Δεν είναι άξιο απορίας ότι μια κίνησις, που επιζητεί να υπερνικήση τις διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία και να ενώση τις διάφορες Χριστιανικές κοινότητες, πρέπει να είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για τον “Χριστιανικό κόσμο” ως σύνολον.»
Η υπέρτατη προσπάθεια του «Χριστιανικού κόσμου» να επιτύχη ενότητα είναι το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, που ιδρύθηκε το 1948 στο Άμστερνταμ, της Ολλανδίας. Υπήρξε προϊόν πολυετούς εξελίξεως, σχεδίου και εργασίας, που οφείλεται ιδιαίτερα στην Παγκόσμια Ιεραποστολική Συνέλευσι στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, το 1910. Ως αποτέλεσμα της συνελεύσεως αυτής δημιουργήθηκαν μερικές θρησκευτικές κινήσεις, όπως το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο, που διεμορφώθη το 1921 για να διευκολύνη την ιεραποστολική συνεργασία των εκκλησιών. Πίστις και Τάξις ήταν μια άλλη κίνησις που ανεπτύχθη ως αποτέλεσμα της Συνελεύσεως του Εδιμβούργου. Σκοπός της ήταν να ερευνήση πώς τα διάφορα δόγματα θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια δογματική ενότητα. Και μια άλλη δύναμις που απέβλεπε προς τη θρησκευτική ενότητα την εποχή εκείνη ωνομάζετο Ζωή και Εργασία. Η κίνησις αυτή ενδιεφέρετο για τα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα κι επεδίωκε να προαγάγη τη θρησκευτική ενότητα δια μέσου μιας ενωμένης επιθέσεως από θρησκευτικές οργανώσεις κατά των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεινών της εποχής.
Ύστερ’ από λίγο καιρό οι εκκλησιαστικοί ηγέται συνεφώνησαν ότι θα ήταν προτιμότερο να ενωθούν οι δύο κινήσεις Πίστις και Τάξις, και Ζωή και Εργασία σε μια κοινή κίνησι για να εργασθούν για τη θρησκευτική ενότητα. Έτσι απεφασίσθη να ενωθούν για να σχηματίσουν ένα Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Το 1938 σε μια συνέλευσι που συνήλθε στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας συνεφωνήθη να γίνη ένα ίδρυμα για το Παγκόσμιο Συμβούλιο. Εν τούτοις, τα σχέδια για μια άλλη συνέλευσι για να θέση σ’ εφαρμογή την παγκόσμια αυτή οργάνωσι εσταμάτησε λόγω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Και μόνο μετά δέκα χρόνια συνήλθε η πρώτη συνέλευσις του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Τη δεύτερη ημέρα της συνελεύσεως, την 23 Αυγούστου 1948, παρήχθη επί τέλους το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, όταν ο καταστατικός του χάρτης έγινε δεκτός χωρίς διαφωνίες.
Το φθινόπωρο του 1961, επί τρεις εβδομάδες, στο τέλος του Νοεμβρίου και στις αρχές του Δεκεμβρίου, το Παγκόσμιο Συμβούλιο συνήλθε στην τρίτη του συνέλευσι στο Νέο Δελχί των Ινδιών. Εκεί επετεύχθη και ένα άλλο σημαντικό βήμα στην προσπάθεια του «Χριστιανικού κόσμου» για ένωσι. Το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο, με τα τριάντα τρία εθνικά του συμβούλια, έγινε το Τμήμα της Παγκοσμίου Αποστολής και Ευαγγελισμού του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών. Το γεγονός αυτό εθεωρήθη ως το πιο αξιοσημείωτο της όλης συνελεύσεως, γιατί συνέδεσε τελικά τα τρία κύρια ρεύματα της οικουμενικής κινήσεως, που βρήκαν την αρχή τους στην Παγκόσμια Ιεραποστολική Διάσκεψι στο Εδιμβούργο το 1910. Η συγχώνευσις αυτή εχαιρετίσθη από τους ηγέτας του «Χριστιανικού κόσμου» ως ίσης σπουδαιότητος σχεδόν με τη Μεταρρύθμισι του δεκάτου έκτου αιώνος. Ο Χένρυ Π. Βαν Ντούζεν, τέως πρόεδρος του Σεμιναρίου της Θεολογικής Ενώσεως, το ωνόμασε «ένα από τα πρώτα γεγονότα της δευτέρας Μεγάλης Μεταρρυθμίσεως του “Χριστιανικού κόσμου”.»
ΑΛΛΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Εκτός από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών υπάρχουν και άλλες προσπάθειες στον «Χριστιανικό κόσμο» για ενοποίησι. Πολλά εθνικά Χριστιανικά συμβούλια εργάζονται από κοινού με το Παγκόσμιο Συμβούλιο και απολαμβάνουν εκείνο που περιγράφεται ως «αδελφική» σχέσις. Εξέχον μεταξύ αυτών θεωρείται το Εθνικό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στις Η.Π.Α., που περιλαμβάνει τριάντα τρεις κοινότητες Διαμαρτυρομένων και Ορθοδόξων με ολικό αριθμό μελών 39.000.000 περίπου. Το συμβούλιο αυτό ιδρύθη σε μια συνέλευσι στο Κλήβελαντ, Οχάιο, το 1950 από αντιπροσώπους είκοσι εννέα Διαμαρτυρομένων και Ορθοδόξων σωμάτων, «με τον σκοπό να εκφράσουν την κοινή των πίστι και μαρτυρία και την μεταξύ των συνεργασία επί διαφόρων προγραμμάτων.» Ο σχηματισμός του έφερε μαζί δώδεκα αντιπροσωπείες δογμάτων, στις οποίες συμπεριελαμβάνετο το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στην Αμερική.
Εν τούτοις, όλα τα εκκλησιαστικά συμβούλια δεν συνεργάζονται με το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Πραγματικά, το Διεθνές Συμβούλιο των Χριστιανικών Εκκλησιών, με κεντρικά Γραφεία στο Κόλλινγκσγουντ, Νέας Ιερσέης, και πολλές συμμαχικές οργανώσεις σ’ όλο τον κόσμο, είναι μια ανταγωνιστική κίνησις. Θεωρεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο ως αποστατικό, επειδή μερικοί από τους ηγέτας του είναι κληρικοί που νεωτερίζουν και αρνούνται δοξασίες θεμελιωδών θρησκειών και επειδή δέχεται μεταξύ των μελών του Ορθόδοξες θρησκείες, που διακρατούν συνήθειες και διδασκαλίες, τις οποίες οι μεταρρυθμισταί του δεκάτου έκτου αιώνος αποδοκιμάζουν ως αντιγραφικές, μερικές από τις οποίες είναι η ιερουργία, η προσευχή προς τη Μαρία και τους αγίους, πίστις στη μετουσίωσι και τα τοιαύτα. Επίσης πιστεύει ότι οι φιλικές χειρονομίες μεταξύ αντιπροσώπων του Παγκοσμίου Συμβουλίου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μπορεί να οδηγήσουν σε μια ένωσι που θα θυσιάση όλα όσα εκέρδισε η Προτεσταντική Μεταρρύθμισις.
Κατηγορίες, επίσης, εκτοξεύονται εναντίον του Παγκοσμίου Συμβουλίου ότι επηρεάζεται από τον κομμουνισμό. Γιατί αυτό; Στη συνέλευση του Νέου Δελχί, η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία με πενήντα εκατομμύρια περίπου μέλη από την Κομμουνιστοκρατούμενη Ρωσία, μαζί με είκοσι δύο άλλες εκκλησίες, προστέθηκαν στα μέλη του. Αφού η Ρωσική εκκλησία είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με το κράτος, πολλοί παρατηρηταί εξετάζουν με τρόμο το πού μπορεί αυτό να οδηγήση. Μερικοί φοβούνται ότι οι Κομμουνισταί θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν την θέσι αυτή για να προχωρήσουν στον έλεγχο του κόσμου.
ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ
Μολονότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών άνοιξε πλήρως τις αγκάλες του για να δεχθή τις 200 περίπου εκκλησίες, που αντιπροσωπεύουν περί τα 300 εκατομμύρια καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς σ’ όλο τον κόσμο, εν τούτοις, απέτυχε να επιφέρη ενότητα μεταξύ των μελών εκκλησιών των. Αυτό ήταν ιδιαιτέρως εμφανές στη διάρκεια της συνελεύσεως του Νέου Δελχί, όταν οι εκατοντάδες των αντιπροσώπων από τις διάφορες εκκλησίες συνηντήθησαν για να εορτάσουν το Δείπνον του Κυρίου. Αλλά, λόγω διαφορών πίστεως, υπήρξε αδύνατος ένας με ενότητα εορτασμός. Το περιοδικό Δη Κρίστσιαν Σέντσιουρυ εσχολίασε: «Ο εορτασμός με ξεχωριστές ιεροτελεστίες, από χωρισμένες εκκλησίες, εδραματοποίησε τη διαίρεσι, η οποία παραμένει στην καρδιά των εκκλησιών. Οι εκκλησίες ακόμη δεν είναι πουθενά περισσότερο σαφώς διηρημένες από όσο είναι στα μέρη που θα έπρεπε να είναι περισσότερο ασφαλώς μία.»
Εκείνο, που δείχνει ακόμη περισσότερο την έλλειψι ενότητός των, είναι η τρομερή δυσκολία που είχε το Παγκόσμιο Συμβούλιο για να θεμελιώση μια Βάσι για την ιδιότητα του μέλους, που να μπορούν να την αποδεχθούν όλες οι εκκλησίες. Πριν από τη Συνέλευσι του Νέου Δελχί, η Βάσις ανέφερε: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών είναι μια συναδελφότης εκκλησιών, που παραδέχεται τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα». Αλλά η δήλωσις αυτή δεν ήταν ικανοποιητική στους Ορθοδόξους, καθώς και σε μερικές εκκλησίες Προτεσταντών. Έτσι, στο Νέο Δελχί υπεβλήθη μια Νέα Βάσις, που περιελάμβανε μια τριαδική έκφρασι. Έλεγε: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών είναι μια αδελφότης εκκλησιών, που ομολογεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και επομένως ζητεί να εκπληρώση την κοινή των κλήσι προς δόξαν του ενός Θεού, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.»
Ήταν τελικά αυτή μια δήλωσις που θα μπορούσαν όλοι εύκολα να την αποδεχθούν; Κάθε άλλο! Υπήρξε μια μακρά και ζωηρή συζήτησις από εκείνους που ήσαν αντίθετοι, αλλ’ όταν έγινε ψηφοφορία, 383 ψήφοι ήσαν υπέρ της νέας Βάσεως, τριάντα έξη εναντίον της και επτά αποχές, που υπερέβησαν τα απαιτούμενα δύο τρίτα της πλειοψηφίας για την έγκρισί της. Εν τούτοις, πολλοί πιστεύουν ότι το ζήτημα εξακολουθεί να μην είναι τακτοποιημένο. Το περιοδικό Δη Κρίστσιαν Σέντσιουρυ προείπε: «Η εκτεταμένη Βάσις θα εξακολουθήση να είναι το μήλον της έριδος στο συμβούλιο και στις μελλοντικές συνελεύσεις. . . . Η συζήτησις θα εξακολουθήση ώσπου να εξευρεθή μια Βάσις που θα επιβληθή μόνη της στη συνείδησι όλων των εκκλησιαστικών μελών.» Εν τούτοις, είναι συζητήσιμο και πραγματικά είναι απίθανον, ότι οι εκκλησίες θα μπορέσουν να καθορίσουν έστω και μια απλή έκφρασι πίστεως που θα την εδέχοντο όλοι. Πόσον μεγάλα τα εμπόδια που χωρίζουν τις εκκλησίες!
Μολονότι το θέμα της συνελεύσεως ήταν «ο Ιησούς Χριστός το φως του Κόσμου», εν τούτοις δεν ατενίζουν όλοι στον Ιησούν υπό το ίδιο φως. Οι ηγέται του συμβουλίου τηρούν αντιφατικές γνώμες σχετικά με αυτόν και μερικοί μάλιστα αρνούνται τη γέννησί του από παρθένο. Αυτή η έλλειψις ενότητος στην πίστι ήταν ολοφάνερη, όταν δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μια δήλωσι, που αφορά τη θέσι του, ως μια βάσις της πίστεώς των. Δεν είναι απορίας άξιον ότι οι εκκλησίες δεν μπορούν να κηρύξουν ένα ενοποιημένο άγγελμα στον κόσμο όταν είναι διηρημένες επάνω σε τέτοιες θεμελιώδεις διδασκαλίες!
Όταν οι θρησκείες διακρατούν αντιμαχόμενες πεποιθήσεις, δεν μπορούν όλα να είναι σωστά. Και όταν ένας αισθάνεται ότι κατέχει την αλήθεια είναι φυσικό και δίκαιο ότι θα μιλά γι’ αυτή. Φαντασθήτε τη δυσκολία μεταξύ των εκκλησιών, όταν συμβαίνη αυτό! Η συνέλευσις έπρεπε ν’ αντιμετωπίση το πρόβλημα αυτό. Ο επίσκοπος Θεόφιλος της Αιθιοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας παρεπονέθη λέγοντας: «Είμεθα στενοχωρημένοι από τον κακώς τοποθετημένο ενθουσιασμό που επεδείχθη από μερικές ομάδες και σώματα που καλούνται Χριστιανοί για να παρασύρουν μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ιδικό τους ποίμνιο. Φαίνονται ότι νομίζουν πώς ο τρόπος αυτός του να κλέπτουν πρόβατα αποτελεί μέρος του νομίμου ιεραποστολικού των έργου. Θέλομε να τονίσωμε ειδικά τη σπουδαιότητα του να λάβωμε οριστικά μέτρα για να αντιδράσωμε στο μη Χριστιανικό στοιχείο της προσηλυτιστικής τακτικής των ομάδων αυτών.»
Πώς επολιτεύθη η συνέλευσις με το πρόβλημα αυτό; Κατεδίκασε μήπως ένα τέτοιον προσηλυτισμό ως μη Χριστιανικόν; Ναι, το να προσπαθή κανείς να διατηρή ενότητα μεταξύ των εκκλησιών επιδιώκει να καταστείλη το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έχοντος την ιδέα ότι εκείνο που πιστεύει κανείς δεν είναι τόσο σπουδαίο, όσο όταν ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ενδιαφέρεται περισσότερο για την ενότητα παρά για την ανεύρεσι της αληθείας και το κήρυγμά της. Αλλά και η ενότης αυτή που επιτυγχάνεται είναι μόνον επιφανειακή· δεν είναι η ενότης της σκέψεως και της πίστεως που είναι τα χαρακτηριστικά της αληθινής Χριστιανοσύνης.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
Γίνεται φανερό ότι η αληθινή ενότης δεν επετεύχθη από τον «Χριστιανικό κόσμο». Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών πρόθυμα θα παραδεχθή ότι το περισσότερο που επετέλεσε είναι μια ενότης διαφορών, ένας συνδυασμός πολλών εκκλησιών, που συνεφώνησαν να εργάζωνται μαζί και να παραβλέπουν τις διαφορές των. Αλλ’ αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν είναι η ενότης που ο Χριστός είπε ότι θα διέκρινε τον λαό του.
Καθώς ο Ιησούς ο ίδιος είπε: «Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς· μήποτε συνάγουσιν από ακανθών σταφύλια, ή από τριβόλων σύκα; Ούτω παν δένδρον καλόν κάμνει καλούς καρπούς· το δε σαπρόν δένδρον κάμνει κακούς καρπούς. Δεν δύναται δένδρον καλόν να κάμνη καρπούς κακούς, ουδέ δένδρον σαπρόν να κάμνη καρπούς καλούς.» Σύμφωνα με τις ομολογίες του ίδιου αυτού κλήρου, ο «Χριστιανικός κόσμος» δεν παρήγαγε τους καλούς καρπούς της Χριστιανικής ενότητος.—Ματθ. 7:16-18.
Είναι αληθές ότι τα θρησκευτικά συστήματα του «Χριστιανικού κόσμου» αποκαλούν τον Χριστόν Κύριον, αλλ’ αυτός μας προειδοποιεί: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε· αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς.» (Ματθ. 7:21) Είναι ολοφάνερο ότι εκείνοι που απέτυχαν να βρίσκωνται σ’ ενότητα ως μία ποίμνη κάτω από τον ένα Ποιμένα, που έχει διορισθή από τον Πατέρα, δεν πράττουν το θέλημα του Θεού. Έτσι, επίσης, άτομα, που αδιάφορα εξακολουθούν να συνταυτίζονται με τέτοια θρησκευτικά συστήματα, δεν ακολουθούν με τον τρόπο αυτό μια πορεία που ο Θεός θα ευλογήση. Τώρα, επομένως, είναι ο καιρός ν’ απορρίψετε τις ανθρωποποίητες παραδόσεις, που εχώρισαν τις θρησκείες του «Χριστιανικού κόσμου», όχι μόνον τη μία από την άλλη, αλλά και από τον Θεό, και να μελετάτε εκείνο που ο Θεός έχει να πη στον λόγο του, στην Αγία Γραφή. Έπειτα ενωθήτε μ’ εκείνους που πιστεύουν και διδάσκουν τον λόγον του Θεού και οι οποίοι, όπως ο Ιησούς, είναι άφοβοι μάρτυρες του Θεού και, όπως αυτός, κάνουν γνωστό το όνομα του Πατρός του, του Ιεχωβά.—Ιωάν. 18:37· Αποκάλ. 1:5· Ησ. 43:10· Ιωάν. 17:6.