«Η Βοήθεια Ημών Είναι εν τω Ονόματι του Ιεχωβά»
Αφήγησις του Αυγούστου Πήτερς
ΠΟΛΛΑ έχουν λεχθή περί διωγμού των μαρτύρων του Ιεχωβά στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Αυτό που εξέσπασε στους κήρυκας των αγαθών νέων σ’ αυτή τη χώρα ήταν μια δοκιμασία, που απεδείκνυε ότι η Χριστιανική των σκέψις και διαγωγή ήσαν γνήσιες, Οι Χριστιανοί αναμένουν διωγμούς, όπως ανέμενε κι ο Ιησούς. (Ιωάν. 15:20) Αλλά μπορεί να διερωτηθήτε, Θα μπορούσα διακρατήσω την ακεραιότητά μου κάτω από σοβαρή δοκιμασία; Ο λόγος του Θεού και οι πείρες των Χριστιανών αδελφών σας στη Γερμανία πρέπει να σας καταστήσουν ικανούς ν’ απαντήσετε μ’ εμπιστοσύνη, Ναι! Δεν μπορεί να υπάρξη αμφιβολία ότι ο Ιεχωβά μάς ενίσχυσε σε στιγμές μεγάλου κινδύνου. Η μη επιδεχόμενη συμβιβασμούς στάσις μας υπέρ της βασιλείας του απεδείχθη ότι είναι η καλύτερη πορεία σε κάθε περίπτωσι. Το γνωρίζω αυτό από προσωπική πείρα.
ΑΝΑΚΡΙΣΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΚΕΣΤΑΠΟ
Όταν εξέσπασε η θύελλα του διωγμού, ήμουν σαράντα τριών ετών και πατέρας τεσσάρων τέκνων. Το ν’ αποσχισθώ βάναυσα, από την οικογένειά μου ήταν αυτό καθ’ εαυτό μια δοκιμασία. Στο αστυνομικό τμήμα, ένας νεαρός πράκτωρ της Γκεστάπο, που μόλις ξεπέρασε τα είκοσι χρόνια του, έκαμε πολλές ερωτήσεις. Εγώ ήμουν αποφασισμένος να μη δώσω στους «Φιλισταίους» λεπτομέρειες για την εκκλησία, της οποίας ήμουν επίσκοπος. Οι Εθνικοσοσιαλισταί δεν ήθελαν ούτε να ξέρουν τίποτα για τον Ιεχωβά ούτε να μάθουν τίποτα απ’ αυτόν. Αρνήθηκα να παραδώσω τους πιστούς αδελφούς και αδελφές μου στη μάχαιρα. Τα πολλά χτυπήματα, που μου έδωσαν στο πρόσωπο τέσσερες γιγαντόσωμοι, δεν μετέβαλαν τη σκέψι μου. Τα στοιχεία που κατέγραφαν παρέμειναν ατελή.
Την επόμενη μέρα ο πράκτωρ της Γκεστάπο επέστρεψε μ’ ένα βοηθό του διοικητού της αστυνομίας των φυλακών. Ένα άλλο είδος διαδικασίας επρόκειτο να λάβη χώραν, αυτή τη φορά στη σοφίτα πίσω από αντιηχητικές πόρτες. Θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την έκθεσί των σήμερα; Οι είκοσι τέσσερες ώρες που εμεσολάβησαν με κατέστησαν ακόμη πιο αποφασιστικό. Η άρνησίς μου, κατ’ αρχήν, ν’ απαντήσω σ’ ερωτήματα που εσχετίζοντο με την εκκλησία, τους εδυσκόλεψε να εύρουν λόγους για να με μηνύσουν. Εξωργίζοντο ολοένα περισσότερο κι εφαίνοντο να θέλουν να σχεδιάσουν μια τρίτη ανάκρισι ύστερ’ από είκοσι τέσσερες ώρες περίπου στο υπόγειο της Γκεστάπο. Είχα ήδη ακούσει τις γοερές κραυγές που προήρχοντο από το υπόγειο. Προήρχοντο από πολιτικούς κρατουμένους, που ήσαν αντι-Ναζισταί. Τώρα ήταν η σειρά μου.
Το Σάββατο πρωί ήλθε ένας γραμματεύς της Γκεστάπο και με ειδοποίησε μ’ ένα «φιλικό» τρόπο να τους πω ό,τι ήθελαν να γνωρίσουν, για ν’ απολυθώ και να επιστρέψω στην οικογένειά μου. Παρατηρώντας την αποφασιστικότητά μου, ύψωσε τους ώμους του και είπε, «Πολύ καλά, αν το θέλης έτσι». Κατόπιν με μετέφεραν σε άλλο κελλί, όπου ήταν κι άλλος ένας κρατούμενος. Μόνον ένας λεπτός τοίχος εχώριζε το κελλί μας από το δεσμοφυλακείον και μπορούσαμε ν’ ακούωμε ό,τι εγίνετο εκεί μέσα. Κατά τα μεσάνυχτα άκουσα τη φωνή της συζύγου μου. Αυτό είχε σχεδιασθή με σκοπό να με εκνευρίση. Αργότερα διεπίστωσα ότι ήταν μόνο ένα μαγνητογράφημα, που είχε γίνει πριν από μέρες, όταν εκείνη ανεκρίνετο στο αστυνομικό τμήμα. Άκουσα βαριά ποδοκροτήματα, που κατήρχοντο προς το υπόγειο, ακολουθούμενα από ένα μεγάλο θόρυβο καθώς διεπληκτίζοντο για την ετοιμασία της επομένης μου ανακρίσεως. Απροσδόκητα μπήκε μέσα ένας τηλεγραφικός διανομεύς μ’ ένα τηλεγράφημα. Επακολούθησε μια τηλεφωνική πρόσκλησις, οπότε οι εκτελεσταί διευθέτησαν τα πράγματα στο υπόγειο και ανεχώρησαν. Ένας δεσμοφύλαξ, απαντώντας σ’ ένα ανήσυχο ερώτημα ενός γειτονικού κρατουμένου, είπε, «Όχι, δεν μπορούν να το ξανακάμουν· ένα τηλεγράφημα ήλθε μόλις τώρα». Η προβλεπόμενη ανάκρισίς μου στο υπόγειο εματαιώθη. Εν τούτοις, για να με παραδώσουν στον περιφερειακό δικαστή, έπρεπε να τελειώσουν τη δικογραφία και να την υπογράψουν.
Το απόγευμα της Δευτέρας έξη άτομα, μερικοί ανώτεροι αξιωματούχοι, παρουσιάσθησαν στην ανάκρισί μου στο μέγαρο της αστυνομικής διοικήσεως. Έκαμαν πολλές ερωτήσεις για προσωπικά ζητήματα, δογματικά σημεία και για την οργάνωσι. Έλαβαν τις απαντήσεις των ως προς τα προσωπικά στοιχεία και τις Γραφικές δοξασίες, αλλά δεν έλαβαν καμμιά πληροφορία για την οργάνωσι. Λυσσασμένος ο γραμματεύς της Γκεστάπο εδήλωσε: «Έπρεπε να το ξέρωμε αυτό ενωρίτερα. Τότε θ’ απολύσωμε τους άλλους [πολιτικούς κρατουμένους] και θα κρατήσωμε εσένα στη θέσι τους». Αν μπορούσε και μόνο να συνθλίψη τα δάκτυλα μου στον στραγγιστήρα πλυντικής μηχανής, ή να χτυπούσε το γυμνό και βρεγμένο σώμα μου, πριν του αναχαιτίση αυτή τη μεταχείρισι εκείνο το τηλεγράφημα: Ύψωσα την καρδιά και τη διάνοια μου σε ευχαριστίες προς Αυτόν, του οποίου ο βραχίων δεν εσμικρύνθη, για να σταματήση μια γιγάντεια αστυνομική οργάνωσι στη θέσι της.
Αφού εμφανίσθηκα ενώπιον του περιφερειακού δικαστού, επέρασα μερικά χρόνια μέσα σ’ ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων. Κατόπιν, χωρίς να τύχω μιας εντίμου δίκης, μ’ έρριξαν σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως κοντά στο Βερολίνο. Ενώ οι πολιτικοί αξιωματούχοι του τμήματος Έμσλαντμορ ενδιεφέροντο για τη βελτίωσι της γης με σκληρή εργασία στο άγονο αυτό τμήμα, οι αξιωματούχοι των Ες-Ες, που διοικούσαν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ενδιεφέροντο πρωτίστως για τη θραύσι της αντιστάσεως στο Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Κάθε μέρα και μάλιστα κάθε ώρα απειλούμεθα από τους άνδρες των Ες-Ες καθώς κι από εμπίστους. Ωστόσο ο Ιεχωβά απεδείχθη ότι ήταν μαζί μας. Ακόμη και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, επτά ή οκτώ κρατούμενοι έγιναν μάρτυρες του Ιεχωβά κι εβαπτίσθησαν. Οι αξιωματούχοι του στρατοπέδου ποτέ δεν έμαθαν τα ονόματά των, παρά τη σκληρή πίεσι που ησκήθη στους «παλαιούς Σπουδαστάς των Γραφών».
ΣΧΕΔΙΟΝ ΟΜΑΔΙΚΩΝ ΦΟΝΩΝ
Ευθύς μετά την έκρηξι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψι της Πολωνίας από Γερμανικά στρατεύματα, άκουσα έναν κρατούμενο, να λέγη: «Ακούσατε; Όλοι οι Σπουδασταί της Γραφής απεμακρύνθησαν». Σκέφθηκα γι’ αυτό στο υπόλοιπον της ημέρας. Την επόμενη μέρα ένας κρατούμενος, που ειργάσθη σε καθαρίσματα και υπηρετούσε τους διοικητάς των Ες-Ες στα γεύματα, εφώναξε στον φρουρό των Ες-Ες στον διάδρομο: «Αρχιφύλαξ, πότε πρόκειται να μεταχθούν οι Σπουδασταί των Γραφών;» Ήλθε η απάντησις: «Ίσως αύριο· τα πράγματα τους είναι ήδη εδώ», εννοώντας ότι εφέρθησαν από την αποθήκη. Αυτό ήταν αλήθεια!
Την τρίτη, μέρα ο κρότος των υποδημάτων του διοικητού, που κροτάλιζαν με τα σπηρούνια, αντηχούσαν κατά μήκος των διαδρόμων. Επακολούθησαν κραυγές «Χάιλ Χίτλερ!» από τους φρουρούς και ακολούθησε ο ήχος των βημάτων εκείνων που αποτελούσαν την επίσημη επιτροπή. «Είσαι ακόμη Σπουδαστής των Γραφών;» «Ναι». «Και πρόκειται να παραμείνης τοιούτος;» «Βεβαίως!» Μπαγκ! Εκλείσθη βιαίως η πόρτα. Λίγα κελλιά παραπέρα: «Ακόμη Σπουδαστής των Γραφών είσαι;» Ο αδελφός έδωσε μια μακρά μαρτυρία. Το ίδιο έγινε και στο τρίτο κελλί. Κατόπιν στο κελλί αριθ. 6, την τέταρτη πόρτα με θυροκολλημένες οδηγίες: «Άκρα απομόνωσις!» Δεν ετέθησαν ερωτήματα εδώ. Αντ’ αυτών ο διοικητής εξήγησε στην επιτροπή; «Αυτός που είναι μέσα πρέπει οριστικά να σταλή μαζί, διότι προσπαθούσε να εγκαταλείψη την εργαζόμενη ομάδα του απαλλασσόμενος από ένα ξεροκέφαλο φρουρό και κατόπιν προσπαθούσε να βγη έξω να κηρύξη το ευαγγέλιο». Το σήμα «κάτω τα δάχτυλα» του αξιωματικού των Ες-Ες με τα δυο του χέρια τα έλεγε όλα. Δεν υπήρχε λάθος, επρόκειτο να μεταφερθούμε απ’ εκεί. Αλλά πού θα μας πήγαιναν; Εκείνες οι χειρονομίες με τους βραχίονες και τα χέρια έδειχναν σαν κάτι να επρόκειτο να βυθισθή στο νερό ή σ’ ένα λάκκο. Μήπως εσήμαινε ότι και οι 500 ή και περισσότεροι ίσως αδελφοί μας θα εθανατώνοντο;
Προς έκπληξίν μας τίποτα δεν συνέβη, η δε ομιλία περί απομακρύνσεως των Σπουδαστών της Γραφής άρχισε να σταματά. Τι παράξενο! Όλα τα σχέδια είχαν γίνει, κατάλογοι συνετάχθησαν, σχέδια πορείας επενοήθησαν, οδηγίες εδόθησαν και τώρα όλα ήσαν ήρεμα. Πέντε ή έξη μέρες μετά την επίσκεψι του διοικητού, ακούσαμε μια φωνή δυνατή από το κελλί υπ’ αριθ. 20: «Αρχιφύλαξ, το διαβάσατε; Μια ολόκληρη συνοδεία φυλακισμένων που μετεφέρετο από ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως έπαθε ατύχημα στα Πολωνικά έλη, από μια εσφαλμένη αλλαγή γραμμής. Όλοι οι κρατούμενοι εφονεύθησαν ως τον τελευταίο.»
Μια αμαξοστοιχία με αιχμαλώτους από ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως; Εφονεύθη στα Πολωνικά έλη; Και τι έκαναν εκεί; Δεν μπορεί να ήσαν Μάρτυρες, διότι θα τους είχαμε χάσει ως τώρα ένα τόσο μεγάλον όμιλο. Μήπως τυχόν κάποια αποστολή κρατουμένων, που προωρίζετο ν’ ακολουθήση τους μάρτυρας του Ιεχωβά, ανεχώρησε πρώτη κατά λάθος; Μήπως αντίκρυσαν θάνατο που προωρίζετο για μας; Εθυμηθήκαμε τα λόγια του Ιεχωβά στον Ησαΐα 43:4, 5: «Αφότου εστάθης πολύτιμος εις τους οφθαλμούς μου, εδοξάσθης, και εγώ σε ηγάπησα· και θέλω δώσει ανθρώπους πολλούς υπέρ σου, και λαούς υπέρ της κεφαλής σου. Μη φοβού· διότι εγώ είμαι μετά σου».
Θα εγεμίζαμε τόμους για ν’ αφηγηθούμε πώς διεξήχθησαν μυστικά βαπτίσματα στο στρατόπεδο, πώς εισήχθη σε μας λαθραίος ο άρτος και ο οίνος για την Ανάμνησι, πώς ο Ιεχωβά επρομήθευε πνευματική τροφή που μας ενίσχυε, και πόση θυσία, επαγρύπνησις και λεπτότης εχρειάσθη. Ακόμη και με απεριγράπτους βασανισμούς ο Ιεχωβά κατέστησε ικανούς τους δούλους του να διακρατήσουν την ακεραιότητά των. Συχνά παρέσχε τρόπο διαφυγής από τις πιο κρίσιμες καταστάσεις.
Πόσο χαρούμενος ήμουν, που επί χρόνια προτού η θύελλα ξεσπάση, έκαμα χρήσι κάθε ευκαιρίας για να παρακολουθώ συναθροίσεις και να εντυπώνω στη διάνοιά μου τις διάφορες Βιβλικές προφητείες και τις σημερινές των εκπληρώσεις! Τις έγραψα και συχνά τις επανελάμβανα στη διάρκεια διαλέξεων. Αυτό με βοήθησε να τις θυμάμαι. Αργότερα, στη διάρκεια των ετών του διωγμού, είχα πολλές ευκαιρίες για ν’ αφηγηθώ πολλά απ’ αυτά τα πράγματα σ’ εκείνους που πεινούσαν και διψούσαν για πνευματική τροφή. Οι Εθνικοσοσιαλισταί δεν μπορούσαν να μου αφαιρέσουν τα πλούτη που ήσαν σωρευμένα στη διάνοιά μου, διότι αυτά κατέστησαν μέρος του εαυτού μου.
Η πτώσις των Εθνικοσοσιαλιστών μάς ελευθέρωσε από τους βασανιστάς μας. Αμέσως αρχίσαμε να εκπληρώνουμε την αποστολή μας να κηρύττομε σε ευρύτερη κλίμακα. Τότε ήταν που έγινε πραγματικότης η επιθυμία μου να γίνω ένας ολοχρόνιος διάκονος, χωρίς καμμιά παραμέλησι των οικογενειακών μου ευθυνών. Αυτό ήταν μια πραγματική αιτία χαράς. Ο προηγούμενος εργοδότης μου μού προσέφερε μια καλά αμειβόμενη θέσι, αλλ’ έκρινα ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξη καλύτερη ενασχόλησις από το να εξυπηρετώ μόνον τα συμφέροντα της Βασιλείας. Στο έτος 1946 έγινα μέλος της οικογενείας Μπέθελ της Γερμανίας, και σε λίγο προσετέθη, και η σύζυγος μου. Τι θαυμάσιο προνόμιο να υπηρετούμε τον Θεόν της αιωνιότητος εδώ στον οίκον Μπέθελ του Βισμπάντεν, όπου μένομε ακόμη!
Το να υπηρετή κανείς τον Ιεχωβά είναι η οδός της αμέτρητης ευτυχίας, οσοδήποτε φοβερές δοκιμασίες κι αν επιτραπή να επέλθουν στους πιστούς Χριστιανούς. Δεν πρέπει διόλου να φοβούμεθα από ο,τιδήποτε μπορεί να κάμη άνθρωπος, διότι είδαμε την αλήθεια των λόγων του ψαλμωδού: «Αν δεν ήτο ο Ιεχωβά μεθ’ ημών, ότε εσηκώθησαν άνθρωποι εφ’ ημάς, ζώντας ήθελον μας καταπίει τότε, ενώ ο θυμός αυτών εφλέγετο εναντίον ημών· ευλογητός ο Ιεχωβά, όστις δεν παρέδωκεν ημάς θήραμα εις τους οδόντας αυτών. Η ψυχή ημών ελυτρώθη ως πτηνόν από της παγίδος των θηρευτών· η παγίς συνετρίβη, και ημείς ελυτρώθημεν. Η βοήθεια ημών είναι εν τω ονόματι του Ιεχωβά, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην.»—Ψαλμ. 124:2, 3, 6-8, ΜΝΚ.