Ο Ιεχωβά δεν Στερεί τους Δούλους Του από Κανένα Αγαθό
Αφήγησις υπό Ουάλλας Μπάξτερ
ΤΗΝ προτελευταία μέρα του έτους 1896 ο Θωμάς και η Μαρία Μπάξτερ απέκτησαν ένα γυιό. Μετά από λίγες μέρες, έγινε η «βάπτισίς» του στην Πρώτη Μεθοδιστική Εκκλησία του Γκρήνοκ, Σκωτίας, και ωνομάσθη Ουάλλας, κατά το όνομα ενός των Σκωτσέζων μαχητών υπέρ της ελευθερίας.
Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος ευρείας και φιλελευθέρας αντιλήψεως. Κάθε πρωί εγίνετο οικογενειακή λατρεία. Συχνά μου υπενθυμίζετο ότι ο Θεός προμηθεύει για όλες μας τις ανάγκες, η δε μητέρα μου ήθελε να επαναλαμβάνη τα καθησυχαστικά λόγια ενός από τους προσφιλείς μου Ψαλμούς: «Δεν θέλει στερήσει ουδενός αγαθού τους περιπατούντας εν ακακία.» (Ψαλμ. 84:11) Μια άλλη αλήθεια που μου έκαμε μεγάλη εντύπωσι ήταν εκείνη που εδήλωσε ο Ιησούς όταν είπε: «Εάν τις έχη περισσά, η ζωή αυτού δεν συνίσταται εκ των υπαρχόντων αυτού.» (Λουκ. 12:15) Πόσο αληθές είναι αυτό! Αν είχα τα προς το ζην αναγκαία με λογικό μέτρον και όλες μου τις ικανότητες, τι παραπάνω μπορούσα να χρησιμοποιήσω, και τι αξία θα είχαν τα πράγματα για μένα αν δεν μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω;
Η πατρική αγάπη επεσκίαζε τα νεανικά μου χρόνια, διευθύνοντας και κατευθύνοντάς με, αλλά κι αφήνοντας μου σημαντική ελευθερία εκλογής και δράσεως. Είχα πρόσοδο σε μια ωραία βιβλιοθήκη, που περιείχε ευρεία ποικιλία θρησκευτικών και εκπαιδευτικών βιβλίων. Μου εφαίνετο ότι η εκπαίδευσις, βασισμένη στην αλήθεια, στον λόγον του Θεού, αποτελούσε βασική ανάγκη για όλους, αν το γένος επρόκειτο να επιζήση. Αισθάνθηκα ότι οι άνθρωποι μετεβάλλοντο. Η υποκρισία, η επιπολαιότης, η ανηθικότης κι η ιδιοτέλεια ηύξαναν. Ασφαλώς, στοχάσθηκα, είμεθα στις έσχατες ημέρες που προελέχθησαν στην Αγία Γραφή. Παρακολούθησα τη μια εκκλησία μετά την άλλη, ελπίζοντας ν’ ακούσω να λέγεται με παρρησία το μήνυμα που εχρειάζετο τόσο επειγόντως. Απογοητευμένος περνούσα τώρα κάθε Κυριακή περιφερόμενος στους λόγγους κι αναγινώσκοντας τη Γραφή. Όταν εμαίνετο ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στη Φλάνδρα και οι άνθρωποι ήσαν κατειλημμένοι από πνευματική απάθεια, επείσθηκα ότι οι έντονες δηλώσεις του προφήτου Σοφονίου ελέχθησαν κατά της ημέρας αυτής: «Εγγύς είναι η ημέρα του Ιεχωβά η μεγάλη, . . . ημέρα οργής, . . . ημέρα σκότους και γνόφου.»—Σοφον. 1:14, 15, ΜΝΚ.
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Είχα ακούσει τον θείο μου, που ήταν ένας Σπουδαστής των Γραφών, να συζητή το Θείον Σχέδιον με τον πατέρα μου, αλλ’ εγώ δεν έδωσα πίστι στις απόψεις του. Σε λίγο επιστρατεύθηκα και υπηρέτησα στη Γαλλία ως τηλεφωνητής σε μια πυροβολαρχία ολμοβόλων. Ένας ή δύο από τους συστρατιώτας μου ετόλμησαν να εκφράσουν τη γνώμη ότι κάθε πόλεμος είναι άδικος, έστω κι αν γίνεται από «Χριστιανικά» έθνη. Τα σπαρακτικά θεάματα, που είδα στο πεδίο της μάχης ύστερ’ από ένα μαχητικό αγώνα, με έπεισαν ότι αυτοί είχαν δίκαιο. Είχα περάσει μια πολύ περιωρισμένη ζωή και τώρα, ευτυχώς, ήμουν με μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι εσέβοντο κι εμένα και τις απόψεις μου. Κατά το πλείστον, όμως, παρέμενα μόνος κι εύρισκα συντροφιά με τη Γραφή, που μου είχε δώσει η μητέρα μου.
Ένα βράδυ, καθώς είχα ξαπλώσει στο μικρό μου αντίσκηνο, ένας στρατιωτικός ιερεύς αφήρεσε την αυλακωτή λαμαρίνα που εχρησίμευε ως πόρτα και εισέδυσε μέσα καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ήθελε να μείνη τη νύχτα. Από σεβασμό προς την ιερή του ιδιότητα, ευχαρίστως εξεκένωσα τα αντίσκηνο, ελπίζοντας να συμμερισθώ με αυτόν το πρόγευμα και να δεχθώ κάποιον πνευματικό λόγο απ’ αυτόν. Απογοητεύθηκα τρομερά. Από νωρίς το πρωί είχε φύγει, αφήνοντας την «πόρτα» ανοιχτή, τα πράγματα σε ακαταστασία, και το δάπεδο στρωμένο με αποτσίγαρα. Αηδίασα και ωργισμένος εσκούπισα τον χώρο. Απόρησα πώς μπορούσε να είναι τόσο ανευλαβής ώστε να χρησιμοποιήση την Αγία Γραφή μου ως τεφροδοχείο.
Λίγες μέρες αργότερα έλαβα επιστολή από τον αδελφό μου, ο όποιος εφιστούσε την προσοχή μου στην προσευχή του Βασιλέως Σολομώντος, όπως αναγράφεται στο 2 Χρονικών, κεφάλαιον 6. Πάντοτε επίστευα ότι ο ειλικρινής εκζητητής του Θεού θα τον εύρισκε. Καθώς έκανα σκέψεις πάνω σ’ αυτά τα πράγματα, εγονυπέτησα στη σκηνή μου και ιεροπρεπώς έκαμα ευχή στον Θεό να τον υπηρετήσω σε όλη μου τη ζωή, αν εγλύτωνα κι επέστρεφα στον τόπο μου.
Η ΗΜΕΡΑ ΑΥΓΑΖΕΙ
Όπως και χιλιάδες άλλοι άνδρες στον πόλεμο, μόλις μπόρεσα να διαφύγω τον θάνατο πολλές φορές, αλλ’ η διαφύλαξις της ζωής μου είχε μια ειδική και βαθιά σημασία για μένα, που δεν την συνεμερίζοντο πάρα πολλοί από τους άλλους. Η 11η Νοεμβρίου 1918 έφερε το «παύσατε πυρ» στο Δυτικό Μέτωπο και ως τις αρχές της ανοίξεως ξανάγινα πολίτης. Επεσκέφθηκα με συγκεκριμένο σκοπό τον θείο μου, Σπουδαστή των Γραφών, που κατοικούσε τότε στο Εδιμβούργον. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα κι ακόμη απαντούσε στις απορίες μου και υπεδείκνυε τον Θείο τρόπο της σωτηρίας. Ως το επόμενο βράδυ είχα διαβάσει με σαφή κατανόησι το ένα τρίτον περίπου του βιβλίου του Πάστορος Ρώσσελ, Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων. Αυτή ήταν η αλήθεια! Ανεγνώρισα ότι τα λόγια του Ιησού ήσαν αληθή: «Ουδείς δύναται να έλθη προς εμέ, εάν δεν ελκύση αυτόν ο Πατήρ ο πέμψας με.» (Ιωάν. 6:44) Όλα ήσαν πολύ θαυμάσια! Με την ενθάρρυνσι του θείου μου ήλθα σ’ επαφή με τη μικρή ομάδα Σπουδαστών της Γραφής στο Γκρήνοκ. Πάντοτε θα ενθυμούμαι μ’ ευχαρίστησι την πρώτη μου συνάντησι μαζί τους.
Τώρα άρχισα να διαβάζω συνεχώς τις Γραφικές Μελέτες και το περιοδικό Η Σκοπιά κι απορροφήθηκα πλήρως στα συμφέροντα της Βασιλείας. Ένας πνευματικός αδελφός, που ειργάζετο σ’ ένα τοπικό ναυπηγείο, έγινε ένας πολύτιμος φίλος, και περνούσαμε πολλές ώρες τα βράδια διερευνώντας τους πολυτίμους θησαυρούς του λόγου, που ‘δύναται να σοφίση εις σωτηρίαν δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού’. (2 Τιμ. 3:15) Με πίστι αφιέρωσα τον εαυτό μου, τον παν μου, στον Ιεχωβά. Τώρα ένοιωθα ευφροσύνη με το να πράττω το θέλημά του. Ήλθε η ευκαιρία να παρουσιασθώ για το εν ύδατι βάπτισμα ένα πρωί Κυριακής του Σεπτεμβρίου 1921, στη διάρκεια μιας συνελεύσεως στη Γλασκώβη.
Αυτή η ευχή να υπηρετώ τον Θεό παρέμεινε αθάμβωτη στην καρδιά μου. Επί χρόνια παρακολουθούσα την ηγεσία του Ιεχωβά. Στις συνελεύσεις αισθάνθηκα αγαλλίασι από τις πολλές φαεινές ομιλίες πάνω στις προφητείες του Ησαΐου, κεφάλαιον 6· «ακούοντας» δε τον Ιεχωβά καλούντα, «Τίνα θέλω αποστείλει, και τις θέλει υπάγει δι’ ημάς;» απήντησα, «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» (Ησ. 6:8) Όχι μόνο η κλήσις ήταν σαφής και ακατανίκητη, αλλά κι εγώ έχοντας αφιερωθή στον Ιεχωβά, έχαιρα να υπακούσω. Ολοχρόνιος υπηρεσία σκαπανέως στον αγρό ήταν η απάντησις. Γραφικές υποχρεώσεις δεν με εμπόδισαν να το πράξω αυτό. Σε απόδειξι τούτου, απήλαυσα μια βραχεία διακοπή στο Αϋρσάιρ, κηρύττοντας με δύο ολοχρονίους «τακτικούς διαγγελείς».
ΦΕΡΝΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΙ ΣΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΝΗΣΟΥΣ
Ένας εντόπιος αδελφός, που ειργάζετο ως ταχυδρομικός υπάλληλος, με συνώδευε επιδίδοντας μαρτυρία σε όλες τις Εξωτερικές Εβρίδες, μια άλυσι αγόνων, αδένδρων, ανεμοδαρμένων νησιών, που εκτείνεται σε απόστασι 130 μιλίων από τη βορειοδυτική ακτή της Σκωτίας. Η Εταιρία Σκοπιά μάς διώρισε εκεί, και συγκινηθήκαμε με την προοπτική να φέρωμε διαφώτισι στους πενομένους ψαράδες και υφαντάς.
Οι πείρες μου στη διάρκεια των πρώτων αυτών επτά μηνών έργου σκαπανέως μ’ επλούτισαν με θησαυρό που δεν αγοράζεται με χρήμα. Με πρακτικό τρόπο έμαθα ότι «δεν θέλει στερήσει ουδενός αγαθού τους περιπατούντας εν ακακία.» (Ψαλμ. 84:11) Τι «αγαθόν» θα ελάμβανα κατόπιν από τον Ιεχωβά; Περισσότερο έργον σκαπανέως!
Όταν έλαβε η Εταιρία την έκθεσί μας για την κάλυψι των Δυτικών Νήσων και του Σκάη, μας ενεθάρρυνε να συνεχίσωμε το καλόν έργον μας στις Νήσους Όρκνη και Σέτλαντ. Απήλαυσα πλήρως το έργον στις μακρινές εκείνες νήσους, και ο Ιεχωβά βέβαια δεν με εστέρησε κανενός αγαθού. Ακόμη κι η εναντίωσις που συναντήσαμε εχρησίμευσε στο να μας διδάξη πώς να χρησιμοποιούμε την «μάχαιραν του πνεύματος» με περισσότερη επιδεξιότητα. (Εφεσ. 6:17) Από μέρα σε μέρα μέσα σε μια αφθονία θελκτικών αγριολουλουδιών επεράσαμε απ’ όλα τα κατοικημένα νησιά, στα οποία μπορούσαμε να φθάσωμε, συχνά βαδίζοντας έως αργά τη νύχτα διότι το λυκόφως και το λυκαυγές ήσαν ως ένα.
Σ’ αυτόν τον τομέα ήταν που έλαβα ένα αντίτυπο του πρώτου Ετησίου Βιβλίου που εξεδόθη από την Εταιρία Σκοπιά. Ένα δώρον αγάπης! Βρήκα τα καθημερινά του εδάφια και σχόλια διδακτικά κι εποικοδομητικά. Αυτά ιδιαιτέρως εξετιμήθησαν, διότι εκεί όπου ήμεθα δεν υπήρχαν συναθροίσεις εκκλησίας. Ο Ιεχωβά δεν με εστέρησε κανενός αγαθού και, μέσω της οργανώσεως του, μου ανεζωπύρωσε τον ζήλο για την υπόθεσί Του. Οι εκθέσεις έργου από τις μακρινές χώρες γύρω σ’ όλη τη γη με συγκινούσαν. Εδιάβασα και ξαναδιάβασα την έκθεσι περί Εσθονίας, επειδή εκτιμούσα πολύ την κλήσι που είχα λάβει από την Εταιρία να πάγω εκεί! Η Εσθονία εχρειάζετο σκαπανείς! Με συνεβούλευσαν ν’ αρχίσω να μαθαίνω Γερμανικά· θα ήσαν χρήσιμα στις Βαλτικές Χώρες. Οι οδηγίες για τη μετάβασί μου στην Εσθονία έφθασαν στα χέρια μου το φθινόπωρο του 1928, αφού εργάσθηκα μερικούς μήνες στην Ιρλανδία. Ήταν καιρός ν’ αναχωρήσω για την ανατολική Ευρώπη!
ΣΤΗΝ ΕΣΘΟΝΙΑ
Ύστερ’ από ένα μακρό ταξίδι, έφθασα στην πανεπιστημιακή πόλι Τάρτου, Εσθονίας. Ένας Άγγλος αδελφός με συνέστησε στη Γερμανίδα ιδιοκτήτρια του οικοτροφείου. Σε λίγο άρχισα να αισθάνωμαι άνετα στο νέο περιβάλλον. Ενώ εμάθαινα να μιλώ Εσθονικά και Γερμανικά, παρακαλούσα τους οικοδεσπότας να διαβάσουν ένα Δελτίο Μαρτυρίας στην Εσθονική, Γερμανική ή Ρωσική, πριν τους προσφέρω έντυπα. Αργότερα υπηρέτησα στο Πέρνου και στο Τάλλιν, πρωτεύουσα της Εσθονίας, όπου ευρίσκοντο και τα Γραφεία του τμήματος.
Τον Απρίλιο του 1930 διωρίσθηκα υπηρέτης τμήματος και επί δεκαετίαν είχα τη χαρά να συνεργάζωμαι με τους αδελφούς στην κήρυξι και διδασκαλία των αληθειών της Βασιλείας. Τα νέα της Βασιλείας εξεπέμποντο ραδιοφωνικώς σε όλη την Εσθονία, πέραν δε της θαλάσσης προς τη Φιλλανδία και τη Σουηδία, και στη Ρωσία. Στους Ρώσους και στον κλήρο της Εσθονίας αυτό δεν ήταν αρεστό. Επακολούθησαν μαύρες μέρες και η Εταιρία μας που είχε μόλις διετή βίον διελύθη, τα δε γραφεία της Εταιρίας εσφραγίσθησαν από την αστυνομία. Όλα τα διαθέσιμα έντυπα κατεσχέθησαν. Απτόητοι, επροχωρήσαμε στο έργον, και, με την ευλογία του Ιεχωβά, το έτος εκείνο απέβη το πιο καρποφόρο.
Στο έτος 1938 εδόθη ευρεία κυκλοφορία στο βιβλίο Πλούτη και στο βιβλιάριο Εκλέγοντας, πριν κατασχεθούν τα αποθέματα εντύπων που εναπέμειναν. Κατόπιν, μόνο δύο είδη βιβλιαρίων στην Εσθονική απέμειναν για διάθεσι. Εν τούτοις, ο μεταφραστής μας και το τυπογραφείο της Εταιρίας στη Βέρνη της Ελβετίας ειργάζοντο, κι ελάβαμε το βιβλίο Εχθροί, λίγο πριν εμποδισθή η περαιτέρω εισαγωγή λόγω του πολέμου. Ρωσικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις κατελάμβαναν τώρα τη χώρα. Αυτό επέφερε γρήγορες κι εκτεταμένες αλλαγές. Όταν για πρώτη φορά συνήντησα τους Εσθονούς, ήσαν φαιδροί κι εύθυμοι, αλλά τώρα η Ρωσική εισβολή άλλαξε και τη φυσιογνωμία τους ακόμη. Επεκράτησε μια κατηφής ατμόσφαιρα φόβου.
ΥΠΟ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΙ
Ο Βρεττανός πρόξενος του Τάλλιν προέτρεπε όλους όσοι είχαν Βρεττανικά διαβατήρια ν’ αναχωρήσουν από τα Βαλτικά Κράτη. Εγώ δεν είχα σκοπό ν’ αφήσω τη θέσι μου και του το είπα. Εν τούτοις, στις 18 Οκτωβρίου 1940, δέκα μέρες πριν αναχωρήσουν από τη Ρίγα (Λεττονίας) οι απελαυνόμενοι Βρεττανοί, έλαβα οδηγίες από τον πρόεδρο της Εταιρίας να εγκαταλείψω την Εσθονία και να πάγω σε μια Αγγλόφωνη χώρα. Αμέσως επληροφόρησα τον πρόξενο για την αλλαγή των σχεδίων μου κι έγινα ένας από τους διακοσίους σχεδόν πρόσφυγας που ξεκίνησαν για έναν άγνωστο τότε προορισμό.
Πολλούς αποχωρισμούς εδοκίμασα, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο συγκινητικός όσο εκείνος της απομακρύνσεώς μου από τους Εσθονούς αδελφούς. Συχνά διερωτώμουν πώς και πότε θα εισήγοντο τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας του Θεού στη Ρωσία. Ποτέ δεν φαντάσθηκα ότι εκείνο που έκαναμε στα Βαλτικά Κράτη έθετε ένα συμπαγές θεμέλιο μελλοντικής επεκτάσεως σε μια αχανή χώρα, όπου η ανάγκη ήταν και είναι τόσο μεγάλη. Είμαι πεπεισμένος ότι πολλοί απ’ εκείνους τους αγαπητούς αδελφούς και αδελφές εκήρυτταν κι εδίδασκαν αποτελεσματικά τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας του Ιεχωβά μέσα στη Ρωσία και πιθανώς και στη Σιβηρία.
Εταξίδεψα από τη Ρίγα μέσω Ρωσίας προς τον λιμένα του Βλαδιβοστόκ. Σε όλο το μονότονο αλλά ενδιαφέρον ενδεκαήμερο σιδηροδρομικό ταξίδι, παρετήρησα καμμένες εκκλησίες και ουρές χωρικών που περίμεναν να πάρουν ψωμί. Στην Τσίτα, στην αίθουσα αναμονής του σιδηροδρομικού σταθμού, είδα ό,τι θα μπορούσε να είναι το ζωντανό πρότυπο της εικόνος «Πρόσφυγες» του Χούμπερτ φον Χερκόμερ, που δημοσιεύεται στο βιβλίο Δημιουργία. Εν τούτοις, στην οπτική σκηνή πρέπει να προστεθή η δυσοσμία που ανεδίδετο από τη μάζα των ακαθάρτων ανθρώπων που συνωστίζοντο στον κακώς αεριζόμενο χώρο. Εν τέλει επιβιβασθήκαμε στο πλοίο Χάι Ταν στο Βλαδιβοστόκ κι εμάθαμε ότι θα μετεφερόμεθα στην Αυστραλία. Ένα αίσθημα ανακουφίσεως μας εγέμισε την καρδιά καθώς το Βλαδιβοστόκ εβυθίζετο πίσω από τον ορίζοντα με τη δύσι του ηλίου. Στο Χονγκ Κονγκ είδα την Ανατολή με τις φοβερές συνθήκες της για πρώτη φορά, κι από μέσα μου προσευχόμουν ειλικρινά, «Ελθέτω η βασιλεία σου»! (Ματθ. 6:10) Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1940, έφθασα στα γραφεία της Εταιρίας στην Αυστραλία. Οι αδελφοί ήσαν πολύ φιλόφρονες και μ’ έκαμαν να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.
Λίγο μετά την άφιξί μου στο Στράθφηλντ, ο Ιεχωβά επέτρεψε στους εχθρούς του να καταδιώξουν τους μάρτυράς του, επιτρέποντας τους να κατασχέσουν και καταλάβουν την περιουσία των. Φυσικά, το έργον της μαρτυρίας συνεχίσθη, κατά το μάλλον ή ήττον υπό την επιφάνεια. Συμμετείχα στην πολυγράφησι της Σκοπιάς και τη διανομή της στους αδελφούς. Ούτε ένα τεύχος δεν παρελείφθη από την έκδοσι κι έτσι απεδείχθη ότι ο Ιεχωβά δεν στερεί τους δούλους του από κανένα αγαθό. Στη διάρκεια της απαγορεύσεως υπηρετούσα στην αποθήκη της Εταιρίας στο Μπρίσμπεην. Μετά την άρσι της απαγορεύσεως ήμουν σε παρόμοια θέσι στη Μελβούρνη. Το 1948 εκλήθηκα εκ νέου στον οίκον Μπέθελ στο Στράθφηλντ, και υπηρετώ εκεί ως τώρα.
Αφότου ο Ιεχωβά με προσέλαβε στην υπηρεσία του, ποτέ δεν στερήθηκα από κανένα αγαθόν, πνευματικό ή πρόσκαιρο! Ύστερ’ απ’ όλα τα ταξίδια μου, τις ποικίλες πείρες κι ευκαιρίες για πρόοδο σ’ αυτόν τον κόσμο (και ήσαν πολλές αυτές), το ύψος της φιλοδοξίας μου είναι να βρίσκωμαι ολοχρόνια στην υπηρεσία του Ιεχωβά. «Διότι ήλιος και ασπίς είναι Ιεχωβά ο Θεός· χάριν και δόξαν θέλει δώσει ο Ιεχωβά· δεν θέλει στερήσει ουδενός αγαθού τους περιπατούντας εν ακακία. Ιεχωβά των δυνάμεων, μακάριος ο άνθρωπος ο ελπίζων επί σε.»—Ψαλμ. 84:11, 12, ΜΝΚ.