Πόσο Πλήρης Είναι η Συγχώρησις του Θεού;
Με ποια βάσι συγχωρεί ο Θεός; Χρειάζονται «συγχωροχάρτια»;
Η ΕΝΤΙΜΟΤΗΣ απέναντι του εαυτού μας απαιτεί να παραδεχθούμε ότι είμεθα αμαρτωλοί, ότι διαπράττομε αμαρτήματα, ότι κάνομε λάθη, ότι συχνά μας διαφεύγει ο στόχος. Όπως το εξέφρασε ένας Εβραίος ποιητής ή ψαλμωδός της παλαιάς εποχής: «Ημαρτήσαμεν, μετά των πατέρων ημών.» Στα λόγια αυτά ο Χριστιανός απόστολος Παύλος προσθέτει τη μαρτυρία του: «Πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού.»—Ψαλμ. 106:6· Ρωμ. 3:23.
Το γεγονός ότι είμεθα αμαρτωλοί θα έπρεπε να μας ενδιαφέρη και μας ενδιαφέρει. Γιατί; Διότι μας πληγώνει με μια ένοχη συνείδησι, και κάτι περισσότερο, η αμαρτία κάνει τους ανθρώπους εχθρούς του Θεού, όπως ακριβώς έκαμε τους πρώτους γονείς μας, προκαλώντας έτσι τη δυσαρέσκεια του Θεού, πράγμα που κατέληξε σε θάνατο γι’ αυτούς και για τους απογόνους των: «Δια τούτο καθώς δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» Ναι, «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος.»—Ρωμ. 5:12· 6:23.
Ο Ιεχωβά Θεός επρομήθευσε στοργικά ένα μέσον, με το οποίο μπορούμε να γίνωμε φίλοι του, με το να συγχωρηθούν οι αμαρτίες μας. Έτσι διαβάζομε: «Εχθροί όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού.» (Ρωμ. 5:10) Εν τούτοις αυτή η συμφιλίωσις δεν έρχεται αυτομάτως σ’ εμάς. Έρχεται μόνο σ’ εκείνους που ασκούν πίστι: «Όστις πιστεύει εις τον Υιόν, έχει ζωήν αιώνιον.»—Ιωάν. 3:36.
Τι σημαίνει το «όστις πιστεύει»; Σημαίνει περισσότερα από το να πη ένας απλώς «πιστεύω.» Σημαίνει να κάμη κάτι γι’ αυτό· σημαίνει να γίνη δραστήριος, διότι «πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά», επειδή είναι μόνη της. (Ιάκ. 2:26) Καθώς ο απόστολος Πέτρος εξόρκιζε τους Ιουδαίους, που τους έτυπτε η συνείδησις διότι είχαν αναμιχθή στο θάνατο του Υιού του Θεού: «Μετανοήσατε», αισθανθήτε πραγματικά λύπη για τ’ αμαρτήματά σας, «και επιστρέψατε, δια να εξαλειφθώσιν αι αμαρτίαι σας.» Το να επιστρέψη ένας σημαίνει ν’ αλλάξη την κατεύθυνσι, στην οποία πηγαίνει—στην προκειμένη περίπτωσι, από το ν’ ακολουθή μια πορεία ιδιοτελείας και αμαρτίας στο ν’ ακολουθή μια πορεία δικαιοσύνης. Μολονότι δεν μπορούμε να το πράξωμε αυτό με τέλειο τρόπο, ωστόσο μπορούμε και πρέπει ν’ αντιστεκώμεθα στις αμαρτωλές τάσεις της σαρκός μας και ν’ αγωνιζώμεθα συνεχώς για να κάνωμε το καλύτερο. «Ας μη βασιλεύη λοιπόν η αμαρτία εν τω θνητώ υμών σώματι, ώστε κατά τας επιθυμίας αυτού να υπακούητε εις αυτήν.»—Πράξ. 3:19· Ρωμ. 6:12.
Με το να παρακαλούμε για συγχώρησι βάσει της θυσίας του Χριστού μπορούμε να αισθανώμεθα ελεύθεροι από τύψεις συνειδήσεως, όπως διαβάζομε: «Εάν τις αμαρτήση, έχομεν παράκλητον προς τον Πατέρα, τον Ιησούν Χριστόν τον Δίκαιον. Και αυτός είναι ιλασμός περί των αμαρτιών ημών· και ουχί μόνον περί των ημετέρων, αλλά και περί όλου του κόσμου.» Αλλά οφείλομε ν’ ακολουθήσωμε μια συνεπή πορεία ενεργείας: «Εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, . . . το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς.»—1 Ιωάν. 2:1, 2· 1:7.
ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΥΓΧΩΡΟΧΑΡΤΙΑ;
Αλλά τι περιλαμβάνει αυτή η συγχώρησις; Περιλαμβάνει κάθε ποινή αμαρτίας ή υπάρχει και ποινή, που πρέπει να εκτελεσθή; Σύμφωνα με τη Ρωμαίο-Καθολική Εκκλησία, για τις αμαρτίες που διαπράττει ο ίδιος ο πιστός, οφείλει να εκτίση μια προσωρινή τιμωρία, δηλαδή, τιμωρία περιορισμένη από απόψεως χρόνου: «Εξακολουθεί να παραμένη η πρόσκαιρη τιμωρία που απαιτεί η Θεία δικαιοσύνη.» Ισχυρίζεται επί πλέον ότι «αυτή η απαίτησις πρέπει να εκπληρωθή είτε κατά την παρούσα ζωή είτε στο μελλοντικό κόσμο, δηλαδή, στο Καθαρτήριο.»a Και εδώ εισέρχεται επί σκηνής η διδασκαλία των αφέσεων ή συγχωροχαρτιών, διότι τα συγχωροχάρτια χορηγούνται για να μειώσουν την πρόσκαιρη τιμωρία που υποτίθεται ότι ένας οφείλει να εκτίση στο καθαρτήριο μετά θάνατον.
Σχετικά με τα συγχωροχάρτια ή αφέσεις, η Σύνοδος του Τρεντ (3-4 Δεκεμβρίου 1563), μεταξύ άλλων, εδήλωσε: «Η αγία σύνοδος διδάσκει και ορίζει ότι η χρήσις των συγχωροχαρτιών, επειδή αποτελούν σε μέγιστο βαθμό σωτηρία για τους Χριστιανούς και ενεκρίθη από την εξουσία των Συνόδων, θα διακρατηθή από την εκκλησία· και εκφέρει περαιτέρω ανάθεμα [κατάρες] εναντίον εκείνων οι οποίοι είτε δηλώνουν ότι τα συγχωροχάρτια είναι άχρηστα είτε αρνούνται ότι η Εκκλησία έχει τη δύναμι να τα χορηγή.»
Η Ρωμαίο-Καθολική Εκκλησία διδάσκει, επίσης, ότι υπάρχουν δύο είδη συγχωροχαρτιών: απόλυτα, δηλαδή, πλήρη και τέλεια συγχωροχάρτια, και μερικής αξίας συγχωροχάρτια. Με τα πλήρη συγχωροχάρτια εννοεί ότι κάθε μελλοντική τιμωρία για αμαρτήματα εξαλείφεται έτσι ώστε, αν ένας πέθανε αμέσως μόλις έλαβε πλήρες συγχωροχάρτι, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον ουρανό, πράγμα που, εν τούτοις, οι σύγχρονοι θεολόγοι συνηθίζουν να μαλακώνουν με μερικά «εάν», αφήνοντας έτσι να εννοηθή ότι αυτό είναι πολύ απίθανο.
Τα μερικής αξίας συγχωροχάρτια είναι για ωρισμένο αριθμό ημερών. Όσον αφορά το πώς θ’ αποκτήση ένας αυτά τα συγχωροχάρτια ή αφέσεις, υπάρχει ένας ατέλειωτος αριθμός πραγμάτων. Παραδείγματος χάριν, το να φορή επάνω του ωρισμένα θρησκευτικά αντικείμενα που έχουν ευλογηθή καταλήγει σε χορήγησι συγχωρήσεως τόσων ημερών. Το φίλημα του δακτυλιδιού του πάπα δίνει σ’ ένα 300 ημερών άφεσι· αλλά το φίλημα του δακτυλιδιού ενός κοινού επισκόπου, μόνο 50 ημερών. Η άνοδος των «αγίων βαθμίδων» στη Ρώμη με τα γόνατα—που υποτίθεται ότι είναι οι βαθμίδες στις οποίες εβάδισε ο Ιησούς τον καιρό της δίκης και καταδίκης του—«ενώ θα στοχάζεται τα πάθη [μαρτύρια] του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» αξίζει 3.000 και πλέον ημέρες αφέσεως για κάθε βαθμίδα.
Αφέσεις, επίσης, χορηγούνται λόγω αναγνώσεως της Βίβλου. Έτσι ο πρόλογος της Καινής Διαθήκης, εκδόσεως της Καθολικής Αδελφότητος, έχει την εξής σημείωσι: «Ο Πάπας Λέων ΙΓ΄ εχορήγησε στους πιστούς οι οποίοι θα διαβάζουν τουλάχιστον επί ένα τέταρτον της ώρας τα βιβλία των Ιερών Γραφών με την ευλάβεια που οφείλεται στον Θείο Λόγο και ως πνευματικό ανάγνωσμα, μια άφεσι 300 ημερών.—Πρέσες ετ Πία Όπερα, 645.»
ΜΙΑ ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΗ ΕΙΚΩΝ
Το ότι η χρήσις των συγχωροχαρτιών τον Μεσαίωνα εγίνετο για την εξυπηρέτησι ιδιοτελών σκοπών η ιστορία το δείχνει καθαρά. Αυτή ήταν, πράγματι, μια από τις κύριες αιτίες της Μεταρρυθμίσεως· ο Πάπας Λέων ο Ι΄ προσπαθούσε να συνάξη χρήματα με την πώλησι συγχωροχαρτιών για τη συμπλήρωσι του καθεδρικού ναού του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη, και ο πιο σημαντικός πράκτωρ σ’ αυτό το εμπόριο των αφέσεων ή συγχωροχαρτιών ήταν ο Τζων Τέτζελ. Όλ’ αυτά έκαμαν τον ιερέα και καλόγηρο Μαρτίνο Λούθηρο να διακόψη τις σχέσεις του με τη Ρώμη. Έτσι Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία λέγει ότι «τα συγχωροχάρτια εχρησιμοποιούντο από μισθοφόρους εκκλησιαστικούς ως μέσον χρηματικού κέρδους.»
Έγινε πολύ περισπούδαστη συζήτησις για την αξία των συγχωροχαρτιών στη Δευτέρα Σύνοδο του Βατικανού, κι ένα μεγάλο μέρος της ήταν δυσμενές. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ έκρινε σκόπιμο να θέση ακόμη περισσότερη έμφασι στα συγχωροχάρτια από όση υπήρχε ποτέ στο παρελθόν, με το ν’ αναγγείλη ότι το 1966 θα ήταν ένα Ιωβηλαίον Έτος, που συνήθως έρχεται μόνο κάθε είκοσι πέντε έτη. Στη διάρκεια του Ιωβηλαίου Έτους, σε περασμένους χρόνους, κάθε Καθολικός, ο οποίος ταξίδευε στη Ρώμη για να επισκεφθή ένα από τους τέσσερες κυριοτέρους Ρωμαιο-Καθολικούς βασιλικούς ναούς της Ρώμης, ή επιμελημένους καθεδρικούς ναούς, και ασκούσε λατρεία εκεί, εξησφάλιζε πλήρη άφεσι. Εν τούτοις, το έτος αυτό ο πάπας εθέσπισε ότι οι Ρωμαιο-Καθολικοί μπορούν ν’ αποκτήσουν μια πλήρη άφεσι κατ’ οίκον, απλώς με το να πηγαίνουν σ’ ένα από τους συγκεκριμένους καθεδρικούς ναούς που αυτός καθώρισε για την επισκοπή τους όπου θα εδίδοντο ειδικές οδηγίες γι’ αυτά που επέτυχε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού.—Τάιμ, 31 Δεκεμβρίου 1965.
Αλλά, όταν ένας σκεφθή το είδος των συζητήσεων που διεξήχθησαν στις συνεδριάσεις της Β΄ Συνόδου του Βατικανού για την αξία των συγχωροχαρτιών, διερωτάται μήπως ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ είναι ασυγχρόνιστος με τους ιεράρχας του ή όχι. Παραδείγματος χάριν: Ο Μάξιμος Δ΄, Επίσκοπος Αντιοχείας, ετόνισε ότι στη Ρωμαίο-Καθολική Εκκλησία στη διάρκεια των πρώτων ένδεκα αιώνων, «δεν υπήρχε ίχνος συγχωροχαρτιών, ακόμη δε και σήμερα η Ανατολική Εκκλησία τα αγνοεί. Τον Μεσαίωνα, η κατάχρησις των συγχωροχαρτιών προκάλεσε σοβαρά σκάνδαλα στη Χριστιανοσύνη. Ακόμη και στην εποχή μας νομίζομε ότι η χρήσις συγχωροχαρτιών πολύ συχνά προμηθεύει στον πιστό ένα είδος ευσεβούς λογιστικής στην οποία λησμονεί το ουσιώδες, δηλαδή, την ιερή και προσωπική προσπάθεια της μετανοίας.» Ένας άλλος ιεράρχης στη Σύνοδο ετόνισε ότι τα συγχωροχάρτια τείνουν να ευρύνουν το χάσμα μεταξύ των Ρωμαιο-Καθολικών και των άλλων εκκλησιών του «Χριστιανικού κόσμου», ότι από θεολογική άποψι δεν είχαν υγιά ούτε και αρκετή Βιβλική βάσι.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις, αυτές οι παρατηρήσεις εχειροκροτήθησαν από τους συγκεντρωμένους εκεί 2.000 περίπου επισκόπους. Η αρχική ιδέα της ομάδος εκείνης της Συνόδου που εχειρίζετο αυτό το ζήτημα ήταν μάλλον η κατάργησις του στοιχείου του χρόνου τόσες ημέρες, τόσα έτη και τα λοιπά, γι’ αυτό, για εκείνο και για το άλλο πράγμα. Αλλά παρ’ όλες τις ισχυρές αντιρρήσεις γι’ αυτή την ίδια την ιδέα των συγχωροχαρτιών δεν έγινε τίποτε στις συνεδριάσεις της Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Πράγματι, αν επραγματοποιούντο οι ιδέες μερικών, αυτό θα τους έκανε να υπόκεινται στις κατάρες που εξέφερε η Σύνοδος του Τρεντ εναντίον όλων εκείνων που αμφισβητούν την αξία των συγχωροχαρτιών.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΑΝΩ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ
Μπορούν πράγματι τα συγχωροχάρτια ν’ απαλλάξουν ένα άτομο από «πρόσκαιρη τιμωρία»; Ποια είναι η θέσις του Λόγου του Θεού επάνω σ’ αυτό το θέμα; Όταν ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ήταν στη γη κατά καιρούς είχε συγχωρήσει τ’ αμαρτήματα μερικών. Ανέφερε σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάτι για συγχωροχάρτια; Όχι, δεν ανέφερε. (Λουκ. 7:48, 49) Ούτε και κανένας από τους πρώτους ακολούθους του ανέφερε. Έτσι ο απόστολος Παύλος γράφει: «Δια του οποίου έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού [του Ιησού Χριστού], την άφεσιν των αμαρτημάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού.» Αυτό το νόημα γίνεται ακόμη πιο ισχυρό και πιο επεξηγηματικό με τα λόγια του αποστόλου Ιωάννου: «Το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.» «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτίας, και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας.» Αν ο Ιεχωβά Θεός, βάσει της θυσίας του Χριστού, συγχωρή όλες τις αμαρτίες μας, δεν μπορεί να υπάρξη πρόσκαιρη τιμωρία γι’ αυτές πριν ή μετά τον θάνατο.—Εφεσ. 1:7· 1 Ιωάν. 1:7, 9.
Εκτός τούτου, πώς θα μπορούσαν άνθρωποι να τιμωρηθούν μετά θάνατον, όταν σύμφωνα με τις Γραφές: «Οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν.» Ναι, «εν εκείνη τη ημέρα» που ο άνθρωπος πεθαίνει «οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.» Η Γραφή μάς λέγει για τον Λάζαρο, ένα φίλο του Ιησού τον οποίον ανέστησε ο Ιησούς ύστερ’ από τεσσάρων ημερών παραμονή του στον τάφο. Αν αυτός εξακολουθούσε να ζη κάπου μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι θ’ αφηγείτο μια τέτοια αξιόλογη πείρα!—Εκκλησ. 9:5· Ψαλμ. 146:4· Ιωάν. 11:38-44.
Η εσφαλμένη διδασκαλία περί βασάνων για αμαρτήματα μετά θάνατον, ένα από τα οποία βάσανα υποτίθεται ότι μπορούν να ελευθερώσουν τα συγχωροχάρτια, βασίζεται σ’ εσφαλμένο συλλογισμό, δηλαδή, στο ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή η οποία είναι χωριστή και διακεκριμένη από το σώμα του, και η οποία είναι αθάνατη και εγκαταλείπει το σώμα μετά θάνατον. Αλλά ούτε οι επιστήμονες ούτε οι χειρούργοι ηύραν ποτέ μια τέτοια ψυχή στον άνθρωπο ούτε και κανένας άλλος απέκτησε ποτέ αποδείξεις για ένα τέτοιο πράγμα. Η συνειδητότης του ανθρώπου εξαρτάται από τον οργανισμό του· αν επιφέρετε σ’ αυτόν σοβαρή βλάβη, όπως σε περίπτωσι δυστυχήματος και η συνειδητότης του πάσχει. Η διδασκαλία της Γραφής υποστηρίζει αυτό το επιστημονικό γεγονός, διότι μας λέγει ότι ο άνθρωπος κατά τη δημιουργία του «έγεινεν . . . εις ψυχήν ζώσαν.» Όσον αφορά το ότι ο άνθρωπος είναι μια ψυχή αθάνατη, ο Λόγος του Θεού σαφώς αρνείται μια τέτοια διδασκαλία, όταν λέγη: «Η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.» Η ελπίδα για τους νεκρούς βρίσκεται, όχι σε μια υποθετικά αθάνατη ψυχή, αλλά σε μια ανάστασι, η οποία, καθώς μας βεβαιώνει η Γραφή, περιλαμβάνει ‘δικαίους τε και αδίκους’.—Γέν. 2:7· Ιεζ. 18:4, 20· Πράξ. 24:15.
Και ακόμη περισσότερο, η Γραφή όχι μόνο δεν λέγει τίποτε για συγχωροχάρτια και για αθάνατη ψυχή, αλλά και δεν έχει επίσης τίποτε να πη για κάποιο τόπο όπως το καθαρτήριο. Μας λέγει για το ότι ο Θεός εδημιούργησε τον ουρανό και τη γη, αλλά δεν αναφέρει καθόλου για κάποιο καθαρτήριο, αυτή δε η λέξις ούτε συναντάται στη Γραφή από τη Γένεσι ως την Αποκάλυψι.
ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ
Εκείνοι, οι οποίοι διδάσκουν διδασκαλίες όπως των συγχωροχαρτιών, της αθανασίας της ανθρωπίνης ψυχής και της υπάρξεως ενός τόπου όπως το καθαρτήριο, ισχυρίζονται ότι αυτές οι διδασκαλίες υποστηρίζονται από τους λόγους του Ιησού στα εδάφια Λουκάς 12:47, 48, σχετικά μ’ εκείνους οι οποίοι ενώ γνωρίζουν το θέλημα του Πατρός του δεν το πράττουν και εδάρησαν με πολλά κτυπήματα. Εν τούτοις, καμμιά παραβολή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή ή να ερμηνευθή κατάλληλα, ώστε να αντιλέγη σε σαφείς δηλώσεις της Γραφής, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία με αυτές. Ο Ιησούς έθετε εδώ μια αρχή και μια προφητεία, που επρόκειτο να εκπληρωθή στη δευτέρα του έλευσι, όταν οι καθ’ ομολογίαν μαθηταί του θα ήσαν ακόμη ζώντες εν σαρκί στη γη.
Ένα άλλο εδάφιο που χρησιμοποιείται για την υποστήριξι του οικοδομήματος των συγχωροχαρτιών είναι το 1 Κορινθίους 3:15 το οποίον λέγει: «Εάν το έργον τινός κατακαή, θέλει ζημιωθή· αυτός όμως θέλει σωθή, πλην ούτως ως δια πυρός.» Είναι σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται για κατά γράμμα πυρ, διότι οι Χριστιανοί δεν οικοδομούν με κατά γράμμα «χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους», ή με «ξύλα, χόρτον, καλάμην», όπως αναφέρεται στο 12ο εδάφιο. Αλλά κάτι περισσότερο, ομιλεί για ένα άτομο, που σώζεται «δια πυρός» διότι τα έργα του έχουν καή. Οικοδόμησε απρόσεκτα ή άσοφα σ’ αυτή τη ζωή· σ’ αυτή τη ζωή τα έργα του καταστρέφονται και σ’ αυτή τη ζωή, επομένως, πρόκειται αυτός να σωθή, ως μέσα από μια πύρινη δοκιμασία.
Ο Λόγος του Θεού δείχνει ότι Αυτός είναι λογικός, σωστός, στοργικός και δίκαιος. Έχει κάμει προμήθεια για τη συγχώρησι των αμαρτιών που δεν είναι εκούσιες μέσω της απολυτρωτικής θυσίας του Υιού του Ιησού Χριστού. Εφόσον εκείνη η θυσία μάς καθαρίζει από κάθε αμαρτία και τύψι συνειδήσεως, δεν αφήνει περιθώριο για να πληρωθή κάτι με μια πρόσκαιρη τιμωρία, και η οποία τιμωρία θα μπορούσε να υπερπηδηθή ή υποτίθεται ότι υπερπηδάται με τις αφέσεις ή τα συγχωροχάρτια. Συγκεκριμένα δεν υπάρχει τίποτε, που πρόκειται να πληρωθή, μετά θάνατον, εφόσον στον θάνατο ο άνθρωπος δεν αισθάνεται απολύτως τίποτε, δίχως καμμία σκέψι ως την ανάστασι, αν αυτή είναι η μερίς του. Ναι, η συγχώρησις του Θεού είναι πλήρης.
[Υποσημειώσεις]
a Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία, Τομ. 7, σελ. 783.