Θέτοντας τα Συμφέροντα της Βασιλείας Πρώτα
ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΥΠΟ ΡΟΣΚΟ ΤΖΟΝΣ
ΥΠΗΡΧΑΝ δέκα παιδιά στην οικογένειά μας, και ζούσαμε σ’ ένα αγρόκτημα δεκαέξη περίπου χιλιόμετρα ανατολικώς της πόλεως Ράλεϊ, στη Βόρειο Καρολίνα. Εδώ γεννήθηκα στις 11 Σεπτεμβρίου 1895, κι εδώ εξακολούθησα να παραμένω, ώσπου έγινα ηλικίας είκοσι ενός ετών, βοηθώντας τον πατέρα μου να εξοικονομή τα προς το ζην. Οι γονείς μου ήσαν πολύ θρησκευόμενοι, μέλη της τοπικής Βαπτιστικής Εκκλησίας. Ο πατέρας μου ήταν διάκονος και ήθελε να βεβαιώνεται ότι όλοι πηγαίναμε στις εκκλησιαστικές λειτουργίες τακτικά και ότι εφοδιαζόμεθα με κάθε είδους βιβλία θρησκευτικών αφηγήσεων.
Ο πατέρας μου, επειδή είχε έλθει προηγουμένως σ’ επαφή με τους Σπουδαστάς της Γραφής, όπως ήσαν τότε γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά, και είχε διαβάσει μερικές εκδόσεις των, εγνώριζε ότι ο πόλεμος και η αληθινή Χριστιανοσύνη δεν συμβαδίζουν. Συνήθιζε να συζητή αυτό το θέμα μαζί μου. Αλλά, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έπρεπε να καταταγώ με την πρώτη στρατολόγησι. Μια Κυριακή βράδυ ήλθαν στο κτήμα μας τρεις κήρυκες και παρέμειναν αργά προσπαθώντας να πείσουν τον πατέρα μου ότι θα ήταν ευλογία για μένα να καταταγώ στο στρατό.
Η ΦΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΙ
Στις 31 Μαρτίου 1918, τελικά στρατολογήθηκα. Ώσπου ν’ αποβιβασθή η μεραρχία μας στη Γαλλία είχα χάσει πια κάθε εμπιστοσύνη στον κλήρο. Μπορούσα να δω εύκολα ότι ο Θεός της Αγίας Γραφής δεν μπορούσε να βρίσκεται σ’ αυτόν τον πόλεμο. Υπήρχαν εννέα τεράστια μεταγωγικά που μετέφεραν ένα σύνολο εκατό χιλιάδων ανθρώπων. Πολλά καταδρομικά ενεργούσαν ως συνοδευτικά και επετίθεντο στα υποβρύχια από απόστασι.
Όταν αποβιβασθήκαμε, σπεύσαμε στη γραμμή του μετώπου έχοντας μπροστά μας τη γραμμή Χίντενμπουργκ. Χρειάσθηκαν εννέα ημέρες εντατικής πορείας για να φθάσωμε εγκαίρως. Στήσαμε τα κανόνια μας, τα παρατάξαμε κοντά-κοντά σε πολλά χιλιόμετρα, έτοιμα ν’ αρχίσωμε τον βομβαρδισμό των Γερμανικών θέσεων. Μπορείτε να φαντασθήτε τη σκηνή, όταν τα μεγάλα κανόνια άρχισαν εκείνη τη νύχτα, και εκατό χιλιάδες άνδρες ξαπλωμένοι στο έδαφος να περιμένουν το σύνθημα για να προχωρήσουν, πέντε περίπου χιλιόμετρα μπροστά από το Συμμαχικό πυροβολικό και τρία περίπου χιλιόμετρα από εκεί όπου γινόταν η έκκρηξις των οβίδων στην εχθρική γραμμή; Η γη κάτω από τα πόδια μας εσείετο και εκυλίετο ωσάν να εκάναμε ένα ανώμαλο ταξίδι με μια εμπορική αμαξοστοιχία. Όλοι οι άλλοι ήχοι κατεπνίγοντο, και κατά καιρούς η νύχτα έλαμπε ως να εφωτίζετο από προβολείς.
Στην αρχή ήταν τρομακτικό. Πολλοί άνδρες πέθαναν εξαιτίας του ότι είχαν κτυπηθή από τα βλήματα. Ύστερ’ από τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά ηρέμησα και άρχισα να σκέπτωμαι τα πολλά Βιβλικά θέματα που ο πατέρας μου είχε συζητήσει μαζί μου. Ενθυμήθηκα πώς ο Θεός επροστάτευε εκείνους που τον υπηρετούσαν, και έκαμα μια ειλικρινή ευχή στον Θεό εκείνη τη νύχτα. Αν επιζούσα απ’ αυτόν τον εφιάλτη και μπορούσα να μάθω περισσότερα για τις οδούς Του, θ’ αφωσιωνόμουν στο να λέγω σε άλλους την αλήθεια γι’ αυτόν και για τους σκοπούς του.
Τελικά, εκπαιδεύθηκα ως ανιχνευτής τάγματος. Αυτό εσήμαινε να εργάζωμαι τον περισσότερο χρόνο μόνος μου, να παρατηρώ συνεχώς τον εχθρό χωρίς να φαίνωμαι, να χαρτογραφώ την περιοχή μεταξύ των δύο παρατάξεων, να εντοπίζω και να προσφέρω βοήθεια σε άνδρες οι οποίοι είχαν χαθή ή τραυματισθή. Έπρεπε να εξασφαλίζεται κάποια άνεσις στους τραυματισμένους στρατιώτες ώσπου να έλθουν οι πρώτες βοήθειες, και να μεταφέρωνται πίσω στο επιτελείο η ταυτότης καθώς και τα ατομικά είδη των νεκρών στρατιωτών. Ήταν ένα επικίνδυνο έργο, αλλά ανταπεξήλθα με κάποιο τρόπο χωρίς βλάβη.
Κατόπιν ο πόλεμος έληξε, ύστερ’ από τεσσάρων μηνών σκληρές μάχες. Μόλις απολύθηκα, έτρεξα σπίτι να ξαναβρώ την οικογένεια. Όλοι εφαίνοντο καλά, μολονότι ο πατέρας μου είχε γίνει τώρα ένας ανυπόφορος Βαπτιστής. Δεν μπορούσα να συμφωνήσω με τις απόψεις του πια, και μετώκησα στο Ρίτσμοντ, της Πολιτείας Βιρτζίνια, κι εκεί, το 1922, ενυμφεύθηκα. Έχοντας πάντα υπ’ όψιν την ευχή που είχα κάμει, τον καιρό του πολέμου, ενώθηκα με την Εκκλησία των Μεθοδιστών, πράγμα που επροκάλεσε αηδία στον πατέρα μου.
Στο μεταξύ, ο νεώτερος αδελφός μου Λερόυ ζούσε στην Ουάσιγκτων. Μια μέρα ήλθε σ’ επαφή μ’ ένα Σπουδαστή της Γραφής και είχε μια συζήτησι μαζί του για τη Γραφική διδασκαλία. Επειδή ο Λερόυ δεν είχε τη Γραφή του μαζί την ώρα εκείνη, προσκάλεσε τον Σπουδαστή της Γραφής να έλθη σπίτι του, όπου εξακολούθησαν τη συζήτησι πολλές ώρες. Ο Λερόυ επείσθη, και τα γράμματα που μου έγραφε άρχισαν να είναι πολύ ριζοσπαστικά. Τον προσκάλεσα να έλθη στο Ρίτσμοντ να περάση μαζί μου ένα Σαββατόβραδο για να μπορέσω να τον φέρω στην ευθεία οδό.
Όταν έφθασε εκείνο το απόγευμα, του συνέστησα να υπάγη στο υπνοδωμάτιο και να προσευχηθή. «Όχι!» μου είπε, «αλλά ας πιάσωμε τη Γραφή τώρα αμέσως και αργότερα μπορούμε να προσευχηθούμε.» Η μελέτη και η συζήτησίς μας στη Γραφή συνεχίσθηκε ως τις 3 το πρωί, και αντελήφθηκα ότι αυτά που έλεγε ήταν η αλήθεια. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλη εκείνη τη νύχτα, από πραγματική ευγνωμοσύνη. Τώρα εγνώριζα ότι ήμουν στον ορθό δρόμο και θα μπορούσα να εκπληρώσω την ευχή μου.
ΣΥΝΔΕΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Από τον Λερόυ έμαθα για τις Βιβλικές εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά. Του έδωσα $7 και του είπα να μου πάρη ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Μπορούσα ν’ αντιληφθώ ότι είχα να διανύσω ένα μακρύ δρόμο. Μόλις παρέλαβα τα βιβλία, άρχισα να μελετώ. Στο μεταξύ, το ίδιο εκείνο πρωί που ανεχώρησε ο Λερόυ για το σπίτι του, πήρα τη Γραφή μου, ανέβηκα σ’ ένα λεωφορείο και ταξίδεψα πέντε περίπου χιλιόμετρα· κατόπιν άρχισα να επιστρεφθώ πεζή, επισκεπτόμενος τα σπίτια και προσπαθώντας να πω στους ανθρώπους μερικά από όσα είχα μάθει.
Κατόπιν, ο Λερόυ μού έγραψε για να μου πη ότι θα ήρχετο στην Ουάσιγκτων ο Κος Σκίννερ από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν για να δώση μια ειδική Γραφική διάλεξι. Η σύζυγός μου κι εγώ ταξιδέψαμε το Σάββατο, και το βράδυ εκείνο έλαβα μέρος στη διανομή προσκλήσεων στους δρόμους. Το επόμενο πρωί οι Σπουδασταί της Γραφής με πήραν μαζί στο από σπίτι σε σπίτι έργο κηρύγματος, και άρχισα να βλέπω πόσο καλύτερο είναι να μοιράζεται ένας τη Γραφική γνώσι μαζί με άλλους. Η διάλεξις την ημέρα εκείνη ήταν ακριβώς εκείνο που είχα ανάγκη, και έσπευσα στο σπίτι και έκαμα ετοιμασίες για ν’ αρχίσω έργο κηρύγματος στους γείτονάς μου το επόμενο βράδυ.
Αμέσως στην πρώτη πόρτα, προτού προφθάσω να πω αρκετά, η γυναίκα με απέπεμψε με βίαιο τρόπο κι έκλεισε θορυβωδώς την πόρτα στο πρόσωπό μου. Αυτό πράγματι μ’ εκλόνισε τόσο πολύ, ώστε επέστρεψα στο σπίτι για κατευνασμό. Γρήγορα, όμως, επανήλθα και άρχισα από την επομένη πόρτα και συνέχισα επί πέντε ώρες χωρίς διακοπή.
Η συνάθροισις στην Ουάσιγκτων διήγειρε την όρεξί μου, κι έτσι πήγα στην εκκλησία εκεί στο Ρίτσμοντ. Με υπεδέχθησαν θερμά, και γρήγορα άρχισα να σημειώνω κάποια πρόοδο.
Ως το 1926 υπήρχαν οκτώ από μας έγχρωμοι Σπουδασταί της Γραφής στο Ρίτσμοντ κι εφάνηκε ότι ενδείκνυται ν’ αρχίσωμε τη δική μας εκκλησία, επειδή βλέπαμε ότι μερικά από τα νεοενδιαφερόμενα άτομα εδίσταζαν να παρευρίσκονται στην εκκλησία των λευκών. Στο μεταξύ η σύζυγός μου κι εγώ γράψαμε στον πατέρα μου και διευθετήσαμε να έχωμε διακοπές στη Βόρειο Καρολίνα, παίρνοντας μαζί μας και δύο χαρτοκιβώτια βιβλία. Γρήγορα διαθέσαμε όλα αυτά τα έντυπα στην περιοχή της κατοικίας μου, κι έκαμα διευθετήσεις να συναντήσω πολλούς από τους παλαιούς μου γείτονας έξω από την εκκλησία την επομένη Κυριακή. Στο μεγάλο δάσος από βαλανιδιές που περιβάλλει την εκκλησία, είχα περισσοτέρους ανθρώπους που με άκουαν από όσους είχε ο κήρυξ μέσα. Ο κήρυξ, ο οποίος ήταν πρώτος εξάδελφός μου, βγήκε έξω για να δη τι συνέβαινε, έτσι οι άνθρωποι του έκαμαν την ίδια ερώτησι που μόλις τους είχα εξηγήσει: «Πού πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν;» Έδωσε την ορθή απάντησι, αλλά κατόπιν δεν μπορούσε να εξηγήση γιατί τόσο πολλοί κήρυκες λέγουν ότι ο καθένας πηγαίνει αμέσως στον ουρανό ή στα πυρά του άδου όταν πεθάνη.
Κατόπιν η επιτροπή των διακόνων εστράφη εναντίον μου—ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς—και όταν απείλησαν ότι θα μ’ εκδιώξουν από την εκκλησία, τους είπα ότι αυτό ήταν αδύνατο, διότι δεν ήμουν και δεν εσκόπευα ποτέ να γίνω μέλος. Τότε προσπάθησαν ν’ αλλάξουν τον τόνο και να χρησιμοποιήσουν πειθώ, αλλ’ εγώ είχα πάρει την απόφασί μου. Θα ήμουν ένας κήρυξ της δικαιοσύνης, και όχι το είδος του κήρυκος, ο οποίος άλλα λέγει και άλλα κάνει.
Το 1929 το ξενοδοχείο όπου εργαζόμουν με προήγαγε σε αρχισερβιτόρο, αλλά η εργασία αυτή μ’ εμπόδιζε από το να παρευρίσκομαι στις συναθροίσεις της Χριστιανικής εκκλησίας. Είπα στον διευθυντή ότι θα έφευγα νωρίς κάθε Κυριακή για να πηγαίνω στη Γραφική μας μελέτη. Μου απήντησε ότι θα έκανα καλά να φροντίσω να βρω άλλη εργασία. Αυτό είχε συμβή πολλές φορές, αλλά κάθε φορά που επέστρεφα, η εργασία μου ήταν έτοιμη και με περίμενε. Παρέμεινα σ’ αυτή την εργασία τρία χρόνια, αλλά κατόπιν άρχισε να μ’ ενοχλή το ότι έχανα τις περισσότερες συνελεύσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά επειδή ήμουν δεσμευμένος μ’ αυτό τον τρόπο. Τι θα έκανα τώρα;
ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΟΛΟΧΡΟΝΙΩΣ
Η σύζυγός μου, η οποία δεν ήταν καθόλου βεβαία για τη νέα μου θρησκεία, έλαβε στάσι μαζί μου το 1932. Αρχίσαμε να καταστρώνωμε σχέδια για ν’ αναλάβωμε ολοχρόνια υπηρεσία κηρύγματος οπουδήποτε μας εχρειάζοντο. Το 1933 ήμεθα έτοιμοι ν’ αρχίσωμε. Ο αδελφός μου Λερόυ και η σύζυγός του είχαν ήδη αρχίσει να ενασχολούνται στην ολοχρόνια υπηρεσία, κι έτσι ενωθήκαμε μαζί τους σ’ ένα τομέα στην Αλλενταίηλ, της Νοτίου Καρολίνας. Ένας όμιλος από έξη σκαπανείς διακόνους βοηθήσαμε να οργανωθή μια εκκλησία στην Ατλάντα.
Είχαμε τη μεγάλη χαρά, το 1935, να μπορέσουμε να παρευρεθούμε σε όλες τις συνεδριάσεις της συνελεύσεως των μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουάσιγκτων. Από εκεί μας διώρισαν να εργασθούμε σε αγροτικές περιοχές της Πολιτείας Τζώρτζια, όπου είχαμε μερικές εξέχουσες πείρες. Παραδείγματος χάριν, σ’ ένα μέρος όπου ένας λευκός μάς επέτρεψε να σταθμεύσωμε το ρυμουλκούμενο αμάξι μας σ’ ένα αχρησιμοποίητο τμήμα του δρόμου, ένας άλλος λευκός λίγο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο μάς είπε να μη παραμείνωμε εκεί την νύχτα αν θέλαμε να μη έχωμε ενοχλήσεις. Τα γειτονικά μέρη ήσαν γεμάτα από εγχρώμους, και πολλοί από αυτούς μας παρακαλούσαν να φύγωμε, διότι εγνώριζαν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ άθλιος και θα προκαλούσε πολλές θλίψεις. Είπαν ότι πριν από τρεις περίπου μήνες είχε σκοτώσει ένα μαύρο, κι έναν άλλο τον είχε κτυπήσει με τη λαβή ενός πελέκεως.
Αποφασίσαμε να παραμείνωμε, αφού προστρέξαμε στον Ιεχωβά με προσευχή, και δεν συνέβη τίποτε εκείνη τη νύχτα. Το επόμενο πρωί, καθώς ήμαστε έτοιμοι να φύγωμε για το έργο μας, είδαμε ένα γεροδεμένο λευκόν άνδρα με μια λαβή πελέκεως στο χέρι να έρχεται προς εμάς. Όταν αυτός επανέλαβε την προειδοποίησι του άλλου λευκού, του είπα ότι δεν είχα να κάμω τίποτε μαζί του ή μαζί με τον άλλον, και ότι δεν τον εφοβόμουν. Τελικά, τον εκάλεσα μέσα στο ρυμουλκούμενο αμάξι μας. Εδέχθη, και άφησε τη λαβή του πελέκεως έξω. Ενώ ήταν εκεί, είδε το Γραφικό βιβλιάριο με τη λέξι «Κυβέρνησις» στην επικεφαλίδα και από τότε φαίνεται ότι διέδωσε γύρω ότι ήμουν άνθρωπος της κυβερνήσεως, διότι από τότε είχα την καλύτερη συνεργασία που μπορούσα να έχω τόσο από λευκούς όσο και από μαύρους.
Ύστερ’ από μερικές εβδομάδες εργαζόμεθα σε μια άλλη περιοχή, ονομαστή για την καταπίεσι των μαύρων. Λίγο πριν φθάσωμε στον τομέα των μαύρων, όπου σχεδιάζαμε να κηρύξωμε, τελείωσε η βενζίνη του αυτοκινήτου μας. Ακριβώς επάνω στο δρόμο σε μια απόστασι τετρακοσίων περίπου μέτρων μπορούσαμε να δούμε ένα πρατήριο βενζίνης. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου υπήρχε ένας λευκός που αροτριούσε, και στην άλλη πλευρά υπήρχαν τέσσερες λευκοί μ’ ένα σκύλο «μπουλντόγκ,» ένα όπλο κι ένα γαλλόνι ουίσκυ. Ένας από αυτούς έπαιζε κιθάρα. Καθώς έστειλα τη σύζυγό μου να προμηθευθή ένα γαλλόνι βενζίνη, με πλησίασαν οι τέσσερες και αυτός που έπαιζε την κιθάρα μου είπε: «Χόρεψε για μας, φιλαράκο.» Ένας άλλος είπε: «Δώστε του να πιή ένα ποτό.» Τους είπα ότι δεν μπορούσα να κάμω ούτε το ένα ούτε το άλλο, διότι ήμουν ένας διάκονος. Τότε εζήτησαν να τους κάμω ένα κήρυγμα, να ψάλω ένα ύμνο ή να κάμω μια προσευχή. Και αυτό αρνήθηκα να το κάμω, διότι, όπως τους είπα, ο Θεός δεν πρέπει να χλευάζεται.
Στο μεταξύ, ο άνθρωπος που αροτριούσε πλησίασε και είπε στους άλλους τέσσερες να παύσουν ν’ αναμιγνύωνται. Κατόπιν με ρώτησε πού πηγαίνω και τι κάνω. Όταν του εξήγησα, είπε, «Γνωρίζω ένα πραγματικά καλό μέρος για σας.» Βάλαμε μπρος το αυτοκίνητο και ήλθε μαζί μας για να μας πάη στο δικό του σπίτι. Καθώς μπαίναμε στην αυλή του, φώναξε στη γυναίκα του: «Καλή μου, έχω εδώ μερικούς δικούς σου ανθρώπους.» Πόσο καλά περάσαμε εκεί! Μας έκαναν να αισθανώμεθα όπως στο σπίτι μας για αρκετές ημέρες, και να μοιραζώμεθα τα φαγητά που μαγείρευε η σύζυγός του. Κάθε βράδυ τελειώναμε με τρεις ή τέσσερες ώρες ζωηρής Γραφικής συζητήσεως. Ολόκληρη η οικογένεια είχε ενδιαφερθή. Και όταν φύγαμε, η γυναίκα έκλαιγε κι ευχαριστούσε τον Ιεχωβά που μας έστειλε εκεί. Είχαν αποκτήσει γνώσι πολλής Βιβλικής αληθείας μέσω των εντύπων, αλλά εμείς είμεθα οι πρώτοι Μάρτυρες που είχαν ποτέ συναντήσει.
ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΑΣ ΩΣ ΚΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ
Όλες, όμως, οι πείρες δεν είχαν τόσο ευχάριστο τέλος. Στο Σηλ της Πολιτείας Αλαμπάμα, με συνέλαβαν για μια μικρή παράβασι κανονισμού της τροχαίας και ύστερ’ από μια συνοπτική διαδικασία μου επέβαλαν πρόστιμο $35 ή πρόσκαιρα δεσμά έξη μηνών. Δεν διέθετα τα χρήματα, και αντιμετώπιζα την εξάμηνη ποινή φυλακίσεως σε μια εποχή που η συνέλευσις των μαρτύρων του Ιεχωβά στην πόλι Κολόμπους, της Πολιτείας Οχάιο, επρόκειτο να λάβη χώρα σε λίγες ημέρες. Όταν η σύζυγός μου μού είπε ότι θα μου έφερνε εκείνη όλα τα νέα, της είπα ότι ήλπιζα ότι κατά κάποιο τρόπο θα ήμουν εκεί παρών για ν’ ακούσω τον εναρκτήριο ύμνο «Αινείτε τον Ιεχωβά.» Στο μεταξύ, ο δικαστής μού είπε ότι θα μετέτρεπε τα δεσμά σε απλή φυλάκισι. Έτσι, λοιπόν, βρέθηκα στη φυλακή. Το Σάββατο πρωί ήλθε στη φυλακή μία ηλικιωμένη έγχρωμη κυρία της γειτονιάς και μου είπε ότι θα πλήρωνε το πρόστιμο της ποινής για να μπορέσω να υπάγω στη συνέλευσι, και μπορούσα να της τα επιστρέψω αργότερα. Τα ζητήματα τακτοποιήθηκαν τότε γρήγορα, κι έφθασα στην Ατλάντα την παραμονή της αναχωρήσεως του εκεί ομίλου για το Κολόμπους.
Απ’ εκεί κι έπειτα δεν υπήρχε πια πρόβλημα. Οι Χριστιανοί αδελφοί μου συνεισέφεραν χρήματα, ένας από αυτούς επλήρωσε το εισιτήριό μου μ’ επιστροφή στο Κολόμπους, και κάποιος άλλος μου έδωσε ένα κουτί με τρόφιμα που θα μας αρκούσε για τις επόμενες δύο ημέρες. Ήθελα να βγω έξω και να κλάψω, τόσο ευτυχής ήμουν που ο Ιεχωβά έκρινε κατάλληλο να κάμη διευθετήσεις ώστε να φθάσω στη μεγάλη συνέλευσι του Κολόμπους, εγκαίρως για ν’ ακούσω το πλήθος των λάτρεων να ψάλλουν ενωμένοι «Αινείτε τον Ιεχωβά.» Σ’ εκείνη τη συνέλευσι η Εταιρία Σκοπιά έδωσε στους ολοχρονίους σκαπανείς διακόνους το προνόμιο να διαθέσουν μαζί με όλους τους άλλους παρευρισκομένους το βιβλίο Εχθροί και το περιοδικό Παρηγορία (τώρα Ξύπνα!). Ώσπου να επανέλθωμε στον τόπο όπου είχαμε διορισθή, είχαμε αρκετά χρήματα για να επιστρέψωμε το δάνειο των $35 και ν’ αγοράσωμε μερικά είδη ρουχισμού που είχαμε τόσο ανάγκη γι’ αντικατάστασι.
Όταν η σύζυγός μου κι εγώ αρχίσαμε να προσφέρουμε περιοδικά στους δρόμους της πόλεως Οπελάικα της Πολιτείας Αλαμπάμας, μας συνέλαβαν και μας κατεδίκασαν για παράβασι της διατάξεώς των περί πεζοδρομίων. Αυτή η υπόθεσις έφθασε ως το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου το 1942 εξεδόθη απόφασις εις βάρος μας, μολονότι το επόμενο έτος το ίδιο δικαστήριο ανέτρεψε την απόφασί του. Στο μεταξύ είχε γίνει μεγάλη διαφήμισις του έργου της Βασιλείας και, μολονότι μερικοί εναντιούμενοι αναγκάσθηκαν να φανερωθούν και να εκδηλώσουν ανοικτά το κακό πνεύμα των, πολλοί έντιμοι άνθρωποι άνοιγαν τα μάτια των στην αλήθεια του Θεού.
Η πόλις Λα Γκρανζ, της Πολιτείας Τζώρτζια, ήταν ο διορισμός μας το 1941. Κι εδώ, επίσης, ο κλήρος και η αστυνομία θεωρούσαν τον εαυτό των ελεγκτάς κάθε πράγματος που έλεγε ή έκανε ο λαός. Προσπάθησαν να μας τρομοκρατήσουν βγάζοντάς μας έξω από την πόλι με απειλές, και τελικά συνέλαβαν τη σύζυγό μου. Όταν πήγα να μάθω γι’ αυτήν, μου είπαν να εμφανισθώ στο δικαστήριο το επόμενο πρωί. Όταν έφθασα εκεί ενωρίς, μια ομάδα αστυνομικών με συνέλαβε, μ’ έρριξε κάτω στο υπόγειο και μ’ έδειρε χωρίς οίκτο. Με κρατούσαν τέσσερες, ένας για κάθε χέρι και πόδι, και, σηκώνοντας με από το πάτωμα, άρχισαν να με λακτίζουν στο στομάχι και στα πλευρά όλοι των, αλλάζοντας σειρά. Με κτυπούσαν, επίσης, στο κεφάλι μ’ παλαιό λάστιχο ποδηλάτου.
Όταν συνήλθα, βρέθηκα μέσα σ’ ένα κελλί, με το πρόσωπο και το κεφάλι φοβερά πρησμένο τόσο πολύ, που με δυσκολία μπορούσα να βλέπω. Με κράτησαν τέσσερες ή πέντε ημέρες και κατόπιν με άφησαν αφού ένας αξιωματικός έβγαλε το πιστόλι του και με προειδοποίησε ότι, αν μ’ έβλεπαν πάλι στην πόλι μ’ εκείνο το μαύρο κουτί (τον χαρτοφύλακά μου), θα με σκότωναν. Αλλά την επομένη ημέρα, παρά τις απειλές, ήμουν αποφασισμένος να κάμω μερικές επισκέψεις σ’ εδιαφερόμενα πρόσωπα. Καθώς εβάδιζα, είδα να έρχεται το περιπολικό αυτοκίνητο με δύο ή τρία άτομα μέσα. Τώρα, σκέφθηκα, είναι το κρίσιμο σημείο της ζωής μου. Αλλά καθώς περνούσαν από πλάι μου, όλοι έστρεψαν το πρόσωπο προς το άλλο μέρος. Προσπάθησαν να επηρεάσουν τη σπιτονοικοκυρά μου να μας διώξη, αλλά αυτή κράτησε τη θέσι της.
ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΙΣ
Επί δώδεκα χρόνια απελάμβανα το μεγάλο προνόμιο να είμαι ένας περιοδεύων αντιπρόσωπος της Εταιρίας σ’ όλες τις νότιες πολιτείες. Κατόπιν το 1955 παρακολουθήσαμε μαζί με την σύζυγό μου τη Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ για ιεραποστολική εκπαίδευσι. Ήταν ένας έξοχος καιρός αποκτήσεως γνώσεως και απολαύσεως της στενής επικοινωνίας με τους Χριστιανούς αδελφούς μου από άλλα σημεία του αγρού καθώς και με αδελφούς από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν. Κατόπιν επαναλάβαμε υπηρεσία ως ειδικοί σκαπανείς διάκονοι, δηλαδή, να υπηρετούμε σε πόλεις όπου υπήρχε ανάγκη ενάρξεως και οικοδομήσεως νέων εκκλησιών των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Τον Μάιο 1965 είχα σταλή στο Νοσοκομείο Παλαιών Πολεμιστών της πόλεως Τζάκσον, της Πολιτείας Μισσισσιπή, για θεραπεία και παρατήρησι. Όταν βγήκα, ο γιατρός μού είπε ότι έπασχα από αρτηριοσκλήρωσι της καρδιάς, έλκος δωδεκαδάκτυλου, αιμορροΐδες και άρρωστα μάτια. Μου είπε ότι στο εξής έπρεπε να μη στενοχωρούμαι. Εν τούτοις, εξακολουθώ να είμαι περίφημα, και δεν επεβράδυνα ακόμη το έργο μου πολύ. Καθώς παρατηρώ πίσω στα σαράντα και πλέον ασυνήθη χρόνια υπηρεσίας στον Ιεχωβά και αναμετρώ τις πολλές ευλογίες που είχα, δεν αισθάνομαι θλίψεις· η χαρά μου είναι πλήρης. Και τα συμφέροντα της Βασιλείας εξακολουθούν να είναι πρώτα στη ζωή μου.