Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Στη διάρκεια τον περυσινού έτους, αντιμετώπισα κάποια οικονομική δυσχέρεια, και αφότου διαβάζω τις εκδόσεις σας διερωτήθηκα αν είναι κατάλληλο να κηρύξω πτώχευσι; Λέγει κάτι γι’ αυτό η Αγία Γραφή;—Χ. Π., Η.Π.Α.
Η Γραφή, φυσικά, δεν εξετάζει τους συγχρόνους νόμους, οι οποίοι, διέπουν την πτώχευσι· δείχνει ότι άτομα που δεν επλήρωναν τα χρέη των ερρίπτοντο στη φυλακή. (Ματθ. 18:23-34) Αλλ’ απ’ αυτά που λέγει, μπορούμε να έχωμε κάποια ιδέα όσον αφορά το πώς πρέπει να βλέπουν αυτό τα ζήτημα οι Χριστιανοί. Έτσι, ας εξετάσωμε πρώτα τι είναι η «πτώχευσις» σύμφωνα με τους κειμένους νόμους. Κατόπιν μπορούμε να εξετάσωμε τι λέγει η Γραφή που σχετίζεται μ’ αυτό το θέμα και τότε μπορούμε να καθορίσωμε ποιά συμβουλή δίνει.
Πολλά σύγχρονα έθνη έχουν νόμους περί πτωχεύσεως. Μολονότι αυτοί πιθανόν να ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, συνήθως έχουν ένα διπλό σκοπό: Για να προστατεύσουν τους επιχειρηματίας ή πιστωτάς από κάποιον, ο οποίος θα μπορούσε να δημιουργήση ένα τεράστιο χρέος και κατόπι θα ηρνείτο να το εξοφλήση όπως είχε συμφωνηθή, οι πιστωταί μπορούν να τον αφήσουν να κηρυχθή ακουσίως σε πτώχευσι και να πωλήση ή να μοιράση για πληρωμή όλο το ενεργητικό του. Εξ άλλου, ο νόμος ενεργεί για να προστατεύση ένα έντιμο χρεώστη ο οποίος ακουσίως βρέθηκε σε μια θέσι που του είναι απολύτως αδύνατο να ικανοποιήση τις απαιτήσεις των πιστωτών του· επιτρέπεται σ’ αυτόν να κηρύξη εκουσία πτώχευσι. Αν συμβή αυτό, το ενεργητικό του λαμβάνεται ως μερική πληρωμή των πιστωτών του, αλλά μπορεί να κρατήση μερικά πράγματα, παραδείγματος χάριν, πιθανόν το σπίτι του. Του επιτρέπεται και πάλι τότε ν’ αρχίση μια νέα ζωή, χωρίς τον φόβο περισσοτέρας πιέσεως και ζημίας στα χέρια των πρώην πιστωτών του.
Έτσι αυτοί οι νόμοι εθεσπίσθησαν για να προστατεύσουν και τα δύο μέρη στις επιχειρήσεις ή στις οικονομικές συναλλαγές. Το ότι υπάρχει ανάγκη κάποιας προστασίας εξεικονίζεται από τη σημασία του Ιταλικής προελεύσεως όρου που κατά γράμμα σημαίνει «σπάσιμο του μπάγκου,» που φαίνεται ν’ αναφέρεται στη συνήθεια που υπήρχε τον Μεσαίωνα να σπάζουν τους μπάγκους ή τις προθήκες ενός εμπόρου ο οποίος δεν πλήρωσε τα χρέη του. Ακόμη πιο αυστηρά, κάτω από τον Ρωμαϊκό νόμο των Δώδεκα Τραπεζιών, ως τελευταία καταφυγή οι πιστωταί μπορούσαν να κόψουν το σώμα του χρεώστου σε τεμάχια, και να πάρη ο καθένας ένα κατ’ αναλογίαν μερίδιο.
Τι αντίθεσις με τους γεμάτους έλεος νόμους που έδωσε ο Ιεχωβά στον Ισραήλ! Όταν εγίνοντο δάνεια σε ομοίους των Εβραίους, οι οποίοι στο μεταξύ έγιναν πτωχοί, δεν εχρεώνετο καθόλου τόκος. (Λευιτ. 25:35-38) Αν ένας πιστωτής πήγαινε να πάρη κάποιο ενέχυρο για ένα χρέος, δεν μπορούσε να παραβιάση το σπίτι και να κατάσχη ό,τι ήθελε· μάλλον, ο χρεώστης έδινε το ενέχυρο. Ο πιστωτής δεν μπορούσε να πάρη τον χειρόμυλο ή την μυλόπετρα του ανθρώπου· αυτά ήσαν αναγκαία για τη συντήρησι της ζωής. Και αν το ένδυμά του είχε ληφθή ως ενέχυρο, έπρεπε να του επιστραφή τη νύχτα να κοιμηθή μ’ αυτό και να διατηρηθή θερμός. (Δευτ. 24:6, 10-13· Ιεζ. 18:5-9) Είναι γεγονός ότι ένας Ισραηλίτης, ο οποίος ήταν τελείως αφερέγγυος, μπορούσε να χάση προσωρινά την κληρονομημένη γη του και ν’ αναγκασθή να πωληθή ο ίδιος σε δουλεία, αλλά η γη επεστρέφετο στο Ιωβιλαίον έτος. Εκείνος ο οποίος επωλήθη σε δουλεία δεν έπρεπε να εξευτελίζεται με δουλοπρεπή υπηρεσία, αλλά να έχη τη μεταχείρισι ενός εντίμου μισθωμένου εργάτου. Κατόπιν όταν ήρχετο το έβδομο έτος της υπηρεσίας του, ή το Ιωβιλαίον έτος, αν αυτό ήρχετο πρώτα, αυτός απελύετο και του εδίδοντο προμήθειες για ν’ αρχίση μια νέα ζωή.—Λευιτ. 25:39-41· Δευτ. 15:12-15.
Η φιλάγαθη αυτή μεταχείρισις εκ μέρους των πιστωτών ασφαλώς θα παρακινούσε τους χρεώστας να κάμουν ό,τι μπορούσαν για ν’ ανταποκριθούν με αγαθωσύνη πληρώνοντας τα χρέη των. Όσον αφορά το να δίνουν τον λόγο των ή να κάνουν ευχές, οι Ιουδαίοι ενεθαρρύνοντο να σκεφθούν προτού συμφωνήσουν να κάμουν κάτι· τότε, αν η ευχή είχε γίνει θα μπορούσε πιθανώς να τηρηθή. (Εκκλησ. 5:2, 4-7· Δευτ. 23:21-23) Αν ένας συμφωνούσε να εξοφλήση ένα χρέος με ωρισμένες δόσεις ή σε μια καθωρισμένη ημερομηνία, θα έπρεπε να εργασθή σκληρά για να κρατήση τον λόγο του, ακόμη και αν επρόκειτο να στερήση τον εαυτό του από μερικές ανέσεις ή πολυτέλειες ωσότου εξοφλήση. Ο Θεός έδειξε ότι ήταν εξίσου σπουδαίο γι’ αυτούς που ώφειλαν χρήματα να πληρώσουν τα χρέη των όπως ήταν σπουδαίο ν’ αποφεύγουν να είναι άπληστοι οι πιστωταί. Διότι ο Ιεχωβά περιέγραψε τον άνθρωπο τον οποίο επιδοκιμάζει ως ένα ο οποίος «ομνύει εις τον πλησίον αυτού, και δεν αθετεί· δεν δίδει το αργύριον αυτού επί τόκω.»—Ψαλμ. 15:4, 5.
Είναι θλιβερό να λεχθή, αλλά μερικές φορές άπληστοι Ιουδαίοι πιστωταί αγνοούσαν το γεμάτο έλεος και διακριτικό πνεύμα του νόμου του Θεού. Πιστωταί με σκληρή καρδιά έκαναν αξιοθρηνήτους δούλους άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και κάποτε έρριπταν στη φυλακή εκείνους οι οποίοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη των.—2 Βασ. 4:1· Ιεζ. 18:12, 13· Αμώς 8:4-6· Ματθ. 5:25, 26.
Ομοίως σήμερα, μερικές φορές πιστωταί γίνονται παράλογοι στον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζονται τους χρεώστας. Μπορεί να συμπέση ώστε ένας Χριστιανός να λάβη πείρα κάποιου απρόοπτου συμβάντος, το οποίο κατέστησε αδύνατον γι’ αυτόν ν’ ανταποκριθή στην οικονομική του υποχρέωσι. (Εκκλησ. 9:11) Πιθανόν να μπορούσε να πληρώση τα χρέη, του αν του εδίδετο περισσότερος χρόνος. Θα ήταν σοφή πορεία εκ μέρους των πιστωτών να ιδούν αν μπορούν να κάμουν κάποια παραχώρησι στις διαπραγματεύσεις των μ’ ένα, ο οποίος έγινε χρεωκοπημένος λόγω κακής συμπτώσεως, όπως μία ασθένεια ή ένα ατύχημα. Σ’ αυτή την περίπτωσι θα λάβουν τα χρήματά των. Αλλά αν κυνηγούν ένα χωρίς έλεος και προσπαθούν να καταστήσουν τον χρεώστη «απένταρον» με το να καταφύγουν στο νόμο, τότε θα μπορούσε να καταφύγη στο νόμο αυτός ο ίδιος. Για να προστατεύση τον εαυτό του, θα μπορούσε να δηλώση ότι έχει χρεωκοπήσει, να πη την πραγματική του κατάστασι. Πιθανόν να τον αναγκάσουν να χειρισθή το ζήτημα με τον μόνο τρόπο που αυτοί φαίνεται ν’ αναγνωρίζουν, τους νόμους περί χρεωκοπίας.
Ωστόσο, θα ήταν ακατάλληλο για ένα Χριστιανό να καταφύγη χωρίς ανάγκη σε χρεωκοπία ως μια εύκολη διέξοδο από μια δυσάρεστη κατάστασι, είτε αυτή προέκυψε από δική του έλλειψι προβλέψεως ή από κάποια κακή στροφή των πραγμάτων. Αυτή δεν θα ήταν η ηθικώς έντιμη πορεία για τους Χριστιανούς οι οποίοι λέγουν: «Είμεθα πεπεισμένοι, ότι έχομεν καλήν συνείδησιν, θέλοντες να πολιτευώμεθα κατά πάντα καλώς [εντίμως, ΜΝΚ].» (Εβρ. 13:18) Ο Χριστιανός πρέπει να φέρεται προς τους πιστωτάς του όπως ακριβώς θα ήθελε να φερθή σ’ αυτόν κάποιος που πιθανόν του ώφειλε χρήματα. (Ματθ. 7:12) Αν ένας έχη κάποιο χρέος, οφείλει να προσπαθήση σκληρά να το πληρώση. Ενθυμείσθε, ο Θεός επιδοκιμάζει εκείνον ο οποίος «ομνύει εις τον πλησίον αυτού, και δεν αθετεί.»—Ψαλμ. 15:4.
Πράγματι, μερικοί, ακόμη και όταν έχουν απαλλαγή νομικώς από μερικά χρέη, αισθάνονται ενσυνειδήτως μια ηθική ώθησι να προσπαθήσουν να εξοφλήσουν τα χρέη που έχουν ακυρωθή αν οι πρώην πιστωταί θα εδέχοντο πληρωμή. Σ’ αυτό, καθώς και σε πολλά ζητήματα, προβάλλει στο προσκήνιο η Χριστιανική συνείδησις. Ο καθένας μπορεί ν’ αποφασίση τι θα κάνη αυτός προσωπικώς, αγωνιζόμενος πάντα να διατηρήση μια αγαθή συνείδησι.—1 Τιμ. 1:5.
Όλ’ αυτά πρέπει να τονίσουν την σπουδαιότητα του να σκεφθή κανείς καλά μια εμπορική υπόθεσι προτού καταλήξη σε κάποια συμφωνία, και να ζη σύμφωνα με τα μέσα που διαθέτει. Μια θεόπνευστη παροιμία λέγει: «Οι λογισμοί του επιμελούς φέρουσι βεβαίως εις αφθονίαν· παντός δε προπετούς, βεβαίως εις ένδειαν.» (Παροιμ. 21:5) Ο Ιησούς ωμίλησε ακόμη για τη σοφία του ανθρώπου, ο οποίος θέλει να οικοδομήση πύργον και κάθεται πρώτα να υπολογίση την δαπάνη για να είναι βέβαιος ότι θα έχη αρκετά χρήματα να συμπληρώση την επιχείρησι που θ’ αναλάβη. (Λουκ. 14:28-30) Ο καθένας πρέπει ν’ αποφασίση προσωπικώς ποια χρέη θ’ αντιμετωπίση, αν αντιμετωπίση καθόλου. Αλλά πόσα υλικά πράγματα χρειάζεται ένας για να έχη τα χρειώδη της ζωής και να βρίσκη ικανοποίησι στη ζωή; Θα ήταν, άρα γε, εκδήλωσις της «άνωθεν σοφίας» να εμπλακή σε μια επικίνδυνη οικονομική κατάστασι από επιθυμία για υλικές πολυτέλειες; (Ιάκ. 3:17· Λουκ. 12:15-21) Πόσο καλύτερο είναι να πιστεύη ένας και να ενεργή σύμφωνα με τα λόγια του Παύλου: «Έχοντες . . . διατροφάς και σκεπάσματα, ας αρκώμεθα εις ταύτα»!—1 Τιμ. 6:8.