Η Βίβλος και η Αιγυπτιακή Ιστορία
ΜΕΡΙΚΕΣ φορές εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τη δυσκολία στην εναρμόνισι των ιστορικών εδαφίων της Αγίας Γραφής με το σύστημα χρονολογίας που βασίζεται σε αρχαία υπομνήματα—παραδείγματος χάριν, της Αιγύπτου. Φυσικά ένα τέτοιο ενδιαφέρον μπορεί να δικαιολογηθή μόνο αν τα κοσμικά χρονικά είναι πραγματικά, ακριβή και συνεπώς αξιόπιστα. Τι θα κάνωμε, λοιπόν, σ’ αυτή την περίπτωσι; Προσφέρει ένα αξιόπιστο κανόνα μετρήσεως η αρχαία ιστορία της Αιγύπτου; Ακόμη μεγαλυτέρου ενδιαφέροντος είναι, επίσης, η ερώτησις, Πώς παραβάλλεται το Βιβλικό υπόμνημα μ’ αυτά τα κοσμικά χρονικά;
Η Αιγυπτιακή ιστορία, όπως γνωρίζουν οι αναγνώσται της Αγίας Γραφής, είχε στενή σχέσι με τη Βιβλική ιστορία επί μια σημαντική περίοδο—από την εποχή της πρώτης επισκέψεως του Αβραάμ στην Αίγυπτο ως την εποχή που οι Ιουδαίοι κατέφυγαν εκεί μετά την κατάκτησι της Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα. Εκείνη η περίοδος περιελάμβανε την καταπληκτική σειρά των καταστρεπτικών πληγών οι οποίες επήλθαν επάνω στην Αίγυπτο με γοργό διαδοχικό ρυθμό και την πορεία των Ισραηλιτών που επακολούθησε για ελευθερία μπροστά από την συντριπτική δύναμι του Φαραώ και των στρατευμάτων του. Η αφήγησις της Γραφής εκτίθεται με σαφή και πραγματικό τρόπο. Αλλά τι μπορεί να λεχθή για τα Αιγυπτιακά αρχεία;
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Για πληροφορία όσον αφορά την ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου οι σύγχρονοι ιστορικοί βασίζονται κυρίως σε ωρισμένα έγγραφα σε σχήμα καταλόγων των Αιγυπτίων βασιλέων. Μεταξύ αυτών των καταλόγων είναι: το τμήμα της Λίθου του Παλέρμο, το οποίο παραθέτει αυτό που υποτίθεται ότι είναι οι πρώτες πέντε δυναστείες της Αιγυπτιακής ιστορίας· ο Πάπυρος του Τουρίνου, ο οποίος είναι πολύ ατελής και αναφέρει ένα κατάλογο βασιλέων και των βασιλειών των από την εποχή του «Παλαιού Βασιλείου» ως το «Νέο Βασίλειο»· και διαφόρους καταλόγους γραμμένους επάνω σε λίθο, που κανένας τους δεν είναι σε πλήρη πραγματικά κατάστασι. Για να συντονίσουν αυτά τα τμηματικά αρχεία και να συντάξουν μια χρονολογική συνοχή, οι ιστορικοί εξαρτώνται πάρα πολύ από τα συγγράμματα του Μανέθων, ενός Αιγυπτίου ιερέως του τρίτου αιώνος π.Χ.
Αλλά η δυσκολία είναι ότι τα συγγράμματα του Μανέθον δεν επέζησαν ως την εποχή μας. Οφείλομε να βασισθούμε σε παραπομπές και παραθέσεις που γίνονται από το έργο του σε συγγράμματα μεταγενεστέρων ιστορικών, όπως ο Ιώσηπος του πρώτου αιώνος μ.Χ., ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός του τρίτου αιώνος μ.Χ., ο Ευσέβιος του τετάρτου αιώνος μ.Χ., και ο Σύγκελλος του ογδόου ή ενάτου αιώνος μ.Χ. Και εκείνο που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα είναι ότι αυτοί οι ιστορικοί ήσαν συχνά ανακριβείς στις παραπομπές των. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ο. Γ. Ουώντελλ, οι παραπομπές των από τον Μανέθων είναι «τμηματικές και συχνά στρεβλωμένες,» με αποτέλεσμα να «είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλήξη ένας σε βεβαιότητα όσον αφορά το τι είναι αυθεντικό σχετικά με τον Μανέθων και τι είναι πλαστό ή αλλοιωμένο.»
Ο Καθηγητής Ουώντελλ, αφού δείχνει ότι η πηγή ύλης του Μανέθων περιλαμβάνει μερικές μη ιστορικές παραδόσεις και μύθους, συχνά χωρίς φροντίδα για τη χρονολογική τάξι, λέγει: «Υπήρχαν πολλά λάθη στην εργασία του Μανέθων απ’ αυτή την αρχή: όλα δεν οφείλονται σε διαστροφές των γραφέων και των αναθεωρητών. Το μήκος πολλών βασιλειών διεπιστώθη ότι ήταν αδύνατο να εξακριβωθή: σε μερικές περιπτώσεις τα ονόματα και η διαδοχή βασιλέων όπως τα δίνει ο Μανέθων απεδείχθησαν αβάσιμα κάτω από το φως της μνημειακής αποδείξεως.»—Μανέθων (1940) (στην Αγγλική), σελίδες VII, XVII, XXI, XXV.
Αυτό το ζήτημα των καταλόγων βασιλέων είναι ένα ακανθώδες πρόβλημα, διότι, όταν υπολογισθούν όλα τα έτη της Αιγυπτιακής ιστορίας, μεγεθύνονται σ’ ένα απίστευτο σύνολο. Έτσι, Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία (έκδ. 1965, Τόμ. 5, σελίδες 722, 723) λέγει γι’ αυτούς τους καταλόγους: «. . . πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή όταν καταβάλλεται προσπάθεια ανασυγκροτήσεως του χρονολογικού σκελετού της Αιγυπτιακής ιστορίας· ωρισμένες εποχές, παραδείγματος χάριν, φαίνεται ότι αντίπαλοι βασιλείς ή ακόμη και ολόκληρες δυναστείες, που παρατίθενται κατά σειρά από τον Μανέθων, εκυβέρνησαν ταυτοχρόνως.»
ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Έτσι κατέστη αναγκαίο ν’ ανασυγκροτήσουν και ν’ αναθεωρήσουν οι Αιγυπτιολόγοι τις απόψεις των για την Αιγυπτιακή ιστορία, και όχι μόνο μια φορά, αλλά συχνά, στη διάρκεια των τελευταίων εκατό περίπου ετών. Παρατηρήστε, τώρα, πώς οι διάφορες αυθεντίες της Αιγυπτιολογίας, γενικώς σύγχρονοι, έχουν καταλήξει σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα όσον αφορά τη χρονολογία της πρώτης κυβερνητικής δυναστείας, η οποία υποτίθεται ότι άρχισε με την ενοποίησι της Αιγύπτου κάτω από τον Βασιλέα Μένη.
Σύμφωνα με τον Η 1η Δυναστεία Αρχίζει
Σαμπολλιόν 5867 π.Χ.
Μαριέτ 5004 »
Λάουθ 4157 »
Λέπσιους 3892 »
Μπρέστεντ 3400 »
Μέγιερ 3180 »
Ουίλκινσον 2320 »
Πάλμερ 2224 »
Προσθέστε σ’ αυτή την ποικιλία τη χρονολογία του έτους 2900 π.Χ. περίπου που είναι προς το παρόν δημοφιλής μεταξύ των ιστορικών.
Οι Αιγύπτιοι ανέπτυξαν ως κάποιο σημείο την αστρονομία, και έχομε Αιγυπτιακά κείμενα τα οποία πραγματεύονται φάσεις της σελήνης καθώς και την ανατολή του Μεγάλου Κυνός (Σειρίου). Αυτά χρησιμοποιήθηκαν, με συνδυασμό των μαζί με άλλη τμηματική πληροφορία, για τη συγκρότησι ενός χρονολογικού πίνακος, ο οποίος δίνει κατά προσέγγισι χρονολογίες των διαφόρων δυναστειών ως εξής:
Προ-δυναστειακοί Πολιτισμοί Περίπου 3000-2850 π.Χ.
Δυναστείες I έως VI » 2850-2200 »
Δυναστείες VII έως XII » 2200-1786 »
Δυναστείες XIII έως XX » 1786-1085 »
Δυναστείες XXI έως XXXI » 1085-332 »
Μολονότι θα μπορούσε κανείς να ελπίζη ότι η χρήσις αστρονομικής πληροφορίας θα προσέφερε ακριβή χρονολογία, εν τούτοις δεν συμβαίνει αυτό. Η Ανατολή του Μεγάλου Κυνός (που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ετών μιας «Σειριακής περιόδου») δεν είναι σταθερή στην καθυστέρησι. Ένας ελαφρός κακός υπολογισμός μιας ημέρας μπορεί ν’ απομακρύνη μια χρονολογία κατά εκατόν είκοσι περίπου έτη. Οι παρατηρήσεις οι οποίες βασίζονται σε διαπιστώσεις, που είχαν κάμει οι Αιγύπτιοι με γυμνό οφθαλμό, δεν ήσαν ασφαλώς τόσο ακριβείς όσο οι σύγχρονες τηλεσκοπικές παρατηρήσεις και θα μπορούσαν εύκολα να είναι εσφαλμένοι κατά μία ημέρα.
Γιατί τα Αιγυπτιακά αρχεία αποτυγχάνουν να προμηθεύσουν οποιαδήποτε πληροφορία για την Έξοδο και για τα συνταρακτικά γεγονότα τα οποία προηγήθησαν από αυτήν; Αυτό δεν είναι πράγματι εκπληκτικό, διότι, όπως δηλώνει ο Καθηγητής της Αιγυπτιολογίας Ι. Α. Ουίλσων, «Τα Αιγυπτιακά αρχεία είχαν πάντοτε θετικό χαρακτήρα, τονίζοντας τις επιτυχίες του Φαραώ ή του θεού, ενώ αποτυχίες και ήττες δεν αναφέρονται ποτέ, εκτός περιπτώσεων συσχετισμού με το απώτερον παρελθόν.» (Η Παγκόσμιος Ιστορία του Ιουδαϊκού Λαού, 1964, Τόμ. I, σελίδες 338, 339, στην Αγγλική) Οι Αιγύπτιοι δεν εδίσταζαν να καταστρέψουν αρχεία μιας προηγουμένης βασιλείας αν η πληροφορία που παρείχαν ήταν δυσάρεστη στον Φαραώ ο οποίος ευρίσκετο τότε στην εξουσία. Έτσι, μετά τον θάνατο της Βασιλίσσης Χατσεπσούτ, ο Θούτμοσις 3 διέγραψε από τα μνημειακά ανάγλυφα το όνομα και τις παραστάσεις της.
Ο φαραώ, ο οποίος εβασίλευε τον καιρό της Εξόδου, δεν ονομάζεται στην Αγία Γραφή· επομένως, οι προσπάθειες για τον προσδιορισμό της ταυτότητος του βασίζονται, σε εικασίες. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, τον λόγο για τον οποίο οι σύγχρονοι υπολογισμοί της χρονολογίας της Εξόδου από τους κοσμικούς ιστορικούς ποικίλλουν από το 1441 π.Χ. ως το 1225 π.Χ.—μια διαφορά διακοσίων και πλέον ετών. Και καθίσταται πολύ σαφές ότι στην παρούσα κατάστασί των οι κοσμικοί υπολογισμοί οι σχετικοί με την Αιγυπτιακή χρονολογία δεν μπορούν με κανένα τρόπο να παρουσιάσουν σοβαρή πρόκλησι στον υπολογισμό χρόνου της Αγίας Γραφής.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Όλος ο τρόπος χειρισμού των συγγραφέων της Βίβλου πιστοποιεί την συναίσθησι που είχαν για τη σπουδαιότητα του υπολογισμού του χρόνου. Σημειώστε, παραδείγματος χάριν, το γενεαλογικό υπόμνημα που αναγράφεται στο πέμπτο κεφάλαιο του Γραφικού βιβλίου που φέρει το όνομα Γένεσις. Πόσο πλήρως συνδέεται κάθε γενεά με την επομένη! Τίποτε δεν εγκαταλείπεται στην τύχη. Μαθαίνομε την ηλικία του καθενός ο οποίος αναγράφεται, τόσο στον καιρό της γεννήσεως του διαδόχου του όσο και στον καιρό του θανάτου του. Τίποτε δεν παραβάλλεται μ’ αυτά στα Αιγυπτιακά χρονικά.
Αντίθετα με την Αιγυπτιακή χρονολογία η οποία έχει καταρτισθή με μόχθο, η Αγία Γραφή παρουσιάζει μια εξόχως συνεπή και λεπτομερή ιστορία η οποία εκτείνεται σε χιλιάδες έτη. Παρουσιάζει μια ζωηρή, αληθινή αφήγησι του έθνους Ισραήλ από τη γέννησί του κι έπειτα, περιγράφοντας με ειλικρίνεια τα δυνατά και ασθενή σημεία του, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του, την ορθή λατρεία και τη χονδροειδή αποστασία του στην ειδωλολατρική θρησκεία, τις ευλογίες και τις συμφορές του. Και, μολονότι αυτή η εντιμότης δεν εγγυάται καθ’ εαυτήν την ακρίβεια της χρονολογίας της, προσφέρει ωστόσο στερεή βάσι για εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα των συγγραφέων της.
Κάτι που παραβλέπεται συχνά είναι το γεγονός ότι οι συγγραφείς της Βίβλου μνημονεύουν, για να υποστηρίξουν μερικά γεγονότα των, ιστορικά χρονικά όπως ‘το βιβλίον των πολέμων του Ιεχωβά’ (Αριθμ. 21:14, 15, ΜΝΚ), ‘το βιβλίον των χρονικών των βασιλέων του Ισραήλ’ (1 Βασ. 14:19· 2 Βασ. 15:31), ‘το βιβλίον των χρονικών των βασιλέων του Ιούδα’ (1 Βασ. 14:29· 2 Βασ. 24:5), ‘το βιβλίον των πράξεων του Σολομώντος’ (1 Βασ. 11:41), καθώς επίσης και δεκατέσσερες ή περισσότερες παραπομπές σε παρόμοια χρονικά ή επίσημα αρχεία που μνημονεύουν ο Έσδρας και ο Νεεμίας. Έτσι οι Βιβλικοί συγγραφείς δεν εξηρτώντο από τη μνήμη ή από προφορική παράδοσι. Υπάρχει απόδειξις ότι οι πληροφορίες των είχαν συγκεντρωθή με προσεκτική έρευνα και βασιζόμενες σε τεκμήρια.
Υπήρχαν, επίσης, παράγοντες, οι οποίοι εργάσθηκαν για να κρατήσουν, όσον αφορά αυτό το ζήτημα, τόσο τους Βιβλικούς συγγραφείς, όσο και όλους τους Ισραηλίτας, πάντοτε προσεκτικούς στη μέτρησι του χρόνου. Ο Μωσαϊκός νόμος περιέγραφε πολλά γεγονότα τα οποία απαιτούσαν ακριβή χρονολόγησι: την Ημέρα του Εξιλασμού, τις διάφορες εορτάσιμες ημέρες, τα σαββατιαία και τα Ιωβηλαία έτη. Περίοδοι ημερών, μηνών, ετών, επτά ετών, και πενήντα ετών εσημειώνοντο προσεκτικά εφ’ όσον το έθνος ήταν προσκολλημένο στο Νόμο. Τουλάχιστον, διάφοροι Ισραηλίται ατομικώς, οι οποίοι είχαν πτωχεύσει και αναγκασθή να στερηθούν την κτηματική περιουσία των, θα μπορούσε να ανακτήσουν αυτή την ιδιοκτησία το πεντηκοστό εκείνο έτος.—Λευιτ. 25:2-5, 8-16, 25-31.
Ένας άλλος σοβαρός λόγος για να παρακολουθούν τόσο οι συγγραφείς της Βίβλου όσο και ο λαός γενικά τις διάφορες μορφές του χρόνου ήταν οι συχνές αναγγελίες προφητειών εμπνευσμένων από τον Θεόν των—προφητειών, οι οποίες ειδικά εσχετίζοντο με κάποια μελλοντική χρονολογία. Ο λαός εσημείωνε και ανέμενε την εκπλήρωσι αυτών των γεγονότων. Μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι στον καιρό της γεννήσεως του Ιησού ο άνθρωπος Συμεών δεν ήταν ο μόνος για τον οποίον μπορούσε να λεχθή ότι ήταν «δίκαιος και ευλαβής, προσμένων την παρηγορίαν του Ισραήλ.»—Λουκ. 2:25.
Αλλά μερικοί πιθανόν να παρατηρήσουν ότι τα αρχικά συγγράμματα της Αγίας Γραφής δεν υπάρχουν, ότι με την πάροδο του χρόνου οι πολλές αντιγραφές και αναθεωρήσεις πιθανόν να έχουν επηρεάσει σοβαρά την ακρίβεια του υπομνήματος. Σ’ αυτό το σημείο θα κάνωμε καλά να ενθυμούμεθα πόσο άκρως λεπτολόγοι ήσαν οι αντιγραφείς και γραμματείς της Βίβλου, οι οποίοι πολλαπλασίαζαν τα διαθέσιμα αντίτυπα των Γραφών. Γι’ αυτούς ήταν ζήτημα που περιελάμβανε την εύνοια ή τη δυσμένεια του Θεού, ζωή ή θάνατο. Ώφειλαν να ελέγχουν και να διπλοελέγχουν, και να προχωρούν ως το σημείο του να μετρούν τις γραμμές, τις λέξεις και τα γράμματα σε κάθε σελίδα αντιγράφου.
Κάτι που περιγράφει με γραφικότητα την ουσιώδη ακρίβεια των βιβλίων της Αγίας Γραφής όπως έχουν φθάσει ως εμάς σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα, είναι η πρόσφατη ανακάλυψις ρόλων στα σπήλαια Κουμράμ κοντά στη Νεκρά Θάλασσα. Ένας απ’ αυτούς είναι ένα καλά διατηρημένο αντίγραφο ολοκλήρου του Γραφικού βιβλίου του Ησαΐα, γραμμένο σε δεκαεπτά τεμάχια περγαμηνής. Πριν από την ανακάλυψί του, το παλαιότερο Εβραϊκό κείμενο του Ησαΐα που υπήρχε ήταν του δεκάτου αιώνος μ.Χ. Τώρα υπήρχε ένας ρόλος του πρώτου περίπου αιώνος μ.Χ., κι εν τούτοις το εκπληκτικό γεγονός είναι ότι, όταν παραβληθή με τα σύγχρονά μας κείμενα του Ησαΐα, ελάχιστες μικρές μόνο διαφορές παρουσιάζονται, διαφορές αμελητέας σπουδαιότητος.
ΚΑΜΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΙΣ
Είναι καταφανές ότι τα κοσμικά χρονικά της Αιγύπτου στη μορφή που έχουν φθάσει ως εμάς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κανών μετρήσεως της ακριβείας των χρονολογιών της Αγίας Γραφής. Η προσοχή, η αληθινότης και η ακεραιότης των Αιγυπτίων γραφέων δεν είναι καθόλου ανώτερες από κάθε υποψία. Ο Καθηγητής Ι. Α. Ουίλσων γράφει, (στο βιβλίο Η Παγκόσμιος Ιστορία του Ιουδαϊκού Λαού, 1964, Τόμ. I, σελίδες 280, 281, στην Αγγλική): «Πρέπει να δημοσιευθή μια προειδοποίησις όσον αφορά την ακριβή ιστορική αξία των Αιγυπτιακών επιγραφών. Εκείνος ο κόσμος ήταν ένας κόσμος . . . θείων μύθων και θαυμάτων.» Κατόπιν, αφού υπαινίσσεται ότι οι γραφείς δεν θα εδίσταζαν να παραποιήσουν τη χρονολογία γεγονότων για να προσθέσουν αίνους στον συγκεκριμένο μονάρχη που ασκούσε τότε εξουσία, προσθέτει: «Ο ιστορικός θα δεχθή την πληροφορία του στην ονομαστική της αξία, εκτός αν υπάρχη σαφής λόγος για δυσπιστία· αλλά οφείλει να είναι έτοιμος να τροποποίηση την αποδοχή του ευθύς μόλις κάποιο νέο υλικό θέση την προηγουμένη ερμηνεία κάτω από νέο φως.»
Το χρονολογικό οικοδόμημα που έχουν εγείρει οι σύγχρονοι ιστορικοί από Αιγυπτιακές πηγές εξακολουθεί να είναι πολύ ασταθές. Όπως παρετήρησε ο Αιγυπτιολόγος Ε. Α. Ουάλλις Μπατζ: «Η πληροφορία, που ελήφθη από εγχώρια Αιγυπτιακά μνημεία όσον αφορά τις χρονολογίες, είναι, προς το παρόν, ανεπαρκής για να μας καταστήση ικανούς να διορθώσωμε τα λάθη στους αριθμούς του Πίνακος των Μανέθων, τα οποία οφείλονται στην απροσεξία ή αμάθεια των αντιγραφέων, και ωσότου ανευρευθή κάποιο άλλο μέσον για να γίνη αυτό, είναι μάταιο να αναστατώνωμε και να βασανίζουμε τους αριθμούς του, όπως βρίσκουν ευχαρίστησι να πράττουν πολλοί συγγραφείς Αιγυπτιακής χρονολογίας.» (Μία Ιστορία της Αιγύπτου, 1902, Τόμ. I, Πρόλογος, σελ. XVI, στην Αγγλική) Μισόν αιώνα αργότερα, οι ιστορικοί παραδέχονται ότι «η Αιγυπτιακή χρονολογία ευρίσκεται ακόμη σε κατάστασι συνεχούς μεταβολής. . . . (Αρχαία Κείμενα της Εγγύς Ανατολής, υπό Πρίτσαρντ, 1955, Εισαγωγή, σελ. XVII, στην Αγγλική) Ο Καθηγητής Ι. Α. Ουίλσων λέγει ότι μόνο μετά το 663 π.Χ. η Αιγυπτιακή χρονολογία είναι «αρκετά ακριβής» και ότι «όσο βαθύτερα εισχωρεί ένας στο παρελθόν, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το περιθώριο της ασυμφωνίας [μεταξύ των διανοουμένων ερευνητών].»—Η Παγκόσμιος Ιστορία του Ιουδαϊκού Λαού, 1964, Τόμ. I, σελ. 268 (στην Αγγλική)· Το Λεξικόν του Ερμηνευτού, Τόμ. ΙΙ, σελ. 43 (στην Αγγλική).
Δεν υπάρχει, λοιπόν, λόγος, να έχη κανείς αμφιβολίες όσον αφορά την ακρίβεια της Βιβλικής χρονολογίας απλώς διότι ωρισμένα κοσμικά υπομνήματα δεν βρίσκονται σε αρμονία μ’ αυτήν. Αντιθέτως, μόνον όταν η κοσμική χρονολογία βρίσκεται σε αρμονία με το υπόμνημα της Αγίας Γραφής μπορούμε ορθώς να αισθανώμεθα ένα μέτρον εμπιστοσύνης στην αρχαία κοσμική χρονολόγησι. Αυτό ασφαλώς αληθεύει όσον αφορά τα αρχεία της αρχαίας Αιγύπτου.