Ακολουθώντας «Το Φως Σου και την Αλήθειάν Σου»
Αφήγησις υπό Κάλβιν Πρόσσερ
«ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΟΝ το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά ας με οδηγώσιν.» Αυτά τα λόγια του ψαλμωδού υπήρξαν η προσευχή μου επί εξήντα περίπου χρόνια τώρα. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο Ιεχωβά Θεός με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του απήντησε όλ’ αυτά τα χρόνια στην προσευχή μου και «με ωδήγησε δια τρίβων δικαιοσύνης, ένεκεν του ονόματος αυτού.»—Ψαλμ. 43:3· 23:3.
Ο πάππος μου ήταν ένας γεωλόγος από την Ουαλλία και είχε εγκατασταθή στο Τζόνσταουν, Πενσυλβανίας. Αυτή η πόλις απέχει εβδομήντα πέντε περίπου μίλια από την Αλλεγκένη, όπου εξεδίδετο το περιοδικό Η Σκοπιά επί τριάντα χρόνια, από το 1879 έως το 1909. Ο πάππος μου ήταν μεταξύ των πρώτων που άρχισαν το έργο της εξορύξεως γαιανθράκων σ’ αυτή την περιοχή. Σ’ αυτή τη γη, που του είχε παραχωρηθή σ’ ένα χωριό ανθρακωρυχείων που ελέγετο Πρόσερς Χόλλω, και ήταν γειτονικό με το Τζόνσταουν, γεννήθηκα εγώ στις 20 Μαρτίου 1896· επτά περίπου χρόνια ύστερ’ από την ονομαστή πλημμύρα του Τζόνσταουν, στην οποία 2.200 και πλέον άτομα έχασαν τη ζωή των όταν διερράγη ένα φράγμα.
Εγώ ήμουν το τρίτο παιδί σε μια οικογένεια από επτά αγόρια κι εφοιτούσα σ’ ένα σχολείο που διέθετε ένα μόνο μικρό δωμάτιο, που εξυπηρετούσε αυτή την κοινότητα των ανθρακωρύχων. Ο διδάσκαλος συγκατοικούσε μαζί με τους γονείς μου, οι οποίοι ήσαν πολύ θρησκευόμενοι. Ακολουθώντας την παράδοσι της Ουαλλίας, ήσαν Πρεσβυτεριανοί, και ο πατέρας μου ήταν πρεσβύτερος της τοπικής εκκλησίας. Στα πρώτα σχολικά μου χρόνια προέκυψε μεγάλη αναταραχή εξαιτίας της βιομηχανικής επαναστάσεως της περιοχής Πίττσμπουργκ-Τζόνσταουν, η οποία έφερε πολλούς Ευρωπαίους εργάτας. Το Τζόνσταουν ήταν ως τότε μια ήρεμη θρησκευτική πόλις, αλλά τώρα τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Αυτοί οι Ευρωπαίοι ήσαν συνηθισμένοι να πίνουν πολλή μπύρα, κι έτσι σε λίγο καιρό δέκα ζυθοποιεία άνοιξαν σε μια έκτασι πέντε μιλίων από το σπίτι μας. Νυκτερινά κέντρα ανεπήδησαν παντού κι έκαναν ανθηρές δουλειές.
ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ‘ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ’
Ζούσαμε σε μια πολύ ωραία κατοικία, η οποία περιεβάλλετο από φράχτη με λευκούς πασσάλους. Κατά μήκος της παρυφής του αγροκτήματός μας που απετελείτο από τέσσερα έικερς (16 περίπου στρέμματα) υπήρχε ένα μικρό ρεύμα, και στην απέναντι πλευρά του ρεύματος υπήρχε ένα απ’ αυτά τα κέντρα, ένα μεγάλο. Ενθυμούμαι καλά πώς οι γονείς μου καθώς και άλλες θρησκευόμενες οικογένειες είχαν εξοργισθή εξαιτίας του θορύβου που έκαναν πολλοί από τους ζυθοπότας αυτών των κέντρων. Στη διάρκεια εκείνης της εποχής παρουσιάσθηκε στη θύρα μας κάποιος ο οποίος είπε ότι ήταν διάκονος, μέλος του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής. Μας προσέφερε έξη βιβλία που είχαν γραφή από τον Πάστορα Ρώσσελ, πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά.
Βρήκε αμέσως ένα καλό ακροατήριο στην οικογένειά μας, διότι ενδιεφερόμεθα πολύ για κάθε τι που είχε σχέσι με τον Θεό και την Αγία Γραφή. Γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι αυτός ο ευσεβής διάκονος δεν επίστευε σ’ ένα πύρινο άδη ούτε σε πολλές από τις άλλες ορθόδοξες διδασκαλίες της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας. Ο πατέρας μου έκαμε τη σκέψι ότι αυτός ο ευσεβής άνθρωπος θα μπορούσε να πείση τον ιδιοκτήτη του κέντρου που ήταν στην άκρη του ρεύματος να διορθωθή και να γίνη Χριστιανός. Εξέφρασε τη σκέψι στον διάκονο, ο οποίος δέχθηκε την πρόκλησι. Επεσκέφθη τον ιδιοκτήτη του κέντρου και, είναι αρκετά ενδιαφέρον να λεχθή ότι οι λόγοι του έπεσαν σε καλή γη. Γρήγορα ο ιδιοκτήτης του κέντρου επίστευσε στην Αγία Γραφή όπως εδιδάσκετο από τους Διεθνείς Σπουδαστάς της Γραφής και άρχισε να κηρύττη στους ανθρώπους που επήγαιναν στο κέντρο του αυτά που εμάθαινε. Επειδή αυτός ήταν άνθρωπος με ισχυρές πεποιθήσεις, έγινε γρήγορα πολύ δραστήριος στη διάδοσι του «ευαγγελίου.»
Κατόπιν μια μέρα αυτός ο ιδιοκτήτης του κέντρου διέσχισε τη γέφυρα και ήλθε σπίτι μας. Όταν τον είδαμε, εδιστάζαμε ν’ απαντήσωμε στο κτύπημα της πόρτας μας, διότι δεν εγνωρίζαμε ότι είχε υποστή αλλαγή της καρδιάς και ήταν τώρα ένας «Σπουδαστής της Γραφής,» όπως ήσαν τότε γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Προς μεγάλη μας έκπληξι μάς έδωσε ένα φυλλάδιο που έγραφε για ‘Τον Άδη.’ Εφλέγετο από επιχειρηματολογίες μέσα στο σπίτι μας, εφόσον ο πατέρας μου ήταν πιο εξοικειωμένος απ’ αυτόν με τις Γραφές, μολονότι δεν τις εννοούσε τόσο καλά. Εν τούτοις, εξακολούθησε να μας φέρνη φυλλάδια κι εμείς εξακολουθούσαμε να τα διαβάζωμε.
Γρήγορα αυτός ο άνθρωπος έγινε γνωστός ως «ο πρώην ιδιοκτήτης του νυκτερινού κέντρου,» διότι επώλησε το κέντρον του με τον όρο ότι δεν θα εχρησιμοποιείτο ως νυκτερινό κέντρο αλλά για κάποιο άλλο σκοπό. Για να προμηθεύη τ’ αναγκαία στην οικογένειά του, πήγε τώρα να εργασθή ως εργάτης σ’ ένα χαλυβδουργείο, πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν, επειδή δεν είχε εργασθή ποτέ πριν με τα χέρια του. Από τότε ήταν ένας ευπρόσδεκτος επισκέπτης στο σπίτι μας και πήραμε απ’ αυτόν τους έξη τόμους των Γραφικών Μελετών. Αυτό ωδήγησε σε μια αξιοσημείωτη αλλαγή για μια πολύ ευσεβή και πολύ πιστή Πρεσβυτεριανή οικογένεια. Ναι, εγκατελείψαμε την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία, η δε μητέρα μου ιδιαιτέρως ήταν πολύ ενθουσιασμένη με τις αλήθειες που περιείχαν αυτοί οι τόμοι. Εκείνη κι εγώ δαπανούσαμε πολλές ώρες διαβάζοντας και μελετώντας αυτές τις νέες εκδόσεις της Σκοπιάς. Πράγματι ο Ιεχωβά απαντούσε στις προσευχές μας με το να μας οδηγήση στο ‘φως και την αλήθειάν’ του.
ΕΞΑΠΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ‘ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ’ ΣΤΟ ΜΑΪΑΜΙ
Κατόπιν, στο 1909, μετοικήσαμε από το Τζόνσταουν, της Πενσυλβανίας, στο Μαϊάμι της Φλώριδας, χίλια μίλια και πλέον νοτιώτερα. Υπήρχε σοβαρός λόγος γι’ αυτή τη μετοίκησι. Εμείς τα επτά αγόρια μεγαλώναμε σε μια κοινότητα που χειροτέρευε και έμοιαζε ολοένα λιγώτερο σαν τον λευκό φράκτη που περιέβαλλε το ωραίο σπίτι μας, δηλαδή, από ηθική άποψι. Όχι μόνο τα σχολεία ήσαν ακατάλληλα, αλλά τώρα είχε έλθει ο καιρός μερικά από μας τ’ αγόρια να πάμε στο γυμνάσιο, και δεν υπήρχε κανένα εκεί κοντά. Εκτός τούτου, τα μεγάλα χαλυβουργεία και τ’ ανθρακωρυχεία εγέμιζαν τον αέρα με αιθάλη και καπνιά εκτός του ότι προκαλούσαν και άλλες δυσάρεστες συνθήκες ζωής. Σε αντίθεσι με όλ’ αυτά, το Μαϊάμι ήταν ένας παράδεισος με τους λευκούς δρόμους του, τους κοραλλένιους βράχους, τα φοινικόδενδρα και την ωραία παραλία. Επί πλέον, η μητέρα μας είχε προσβληθή από μια πάθησι του λαιμού εξαιτίας του μολυσμένου αέρος. Όλ’ αυτά αποτελούσαν σοβαρή αιτία γι’ αυτή τη μακρινή μετοίκησί μας.
Το Μαϊάμι ήταν τότε μια πόλις 10.000 περίπου κατοίκων, οι οποίοι ουσιαστικά ήσαν απομονωμένοι στη νοτία Φλώριδα και ήσαν περικυκλωμένοι από έλη και βάλτους. Μόνο μια σιδηροδρομική γραμμή κι ένας δρόμος διέσχιζαν την όμοια με ζούγκλα περιοχή. Αυτή η περιοχή έγινε ο νέος μου τομεύς για την εξάπλωσι του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού. Τώρα που είχα αποκτήσει γνώσι του Λόγου του Θεού και των βουλών του, διεπίστωνα πόσο σπουδαίο ήταν να κάμω αυτές τις αλήθειες γνωστές σε άλλους. Έτσι το φθινόπωρο του 1910 εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου να κάμω το θέλημα του Ιεχωβά και ν’ ακολουθήσω το ‘φως και την αλήθεια’ του ως μια ισόβιο σταδιοδρομία. Πήρα θάρρος κι εμπιστοσύνη στην υπόσχεσι του Ιεχωβά όπως αναγράφεται στον Ψαλμό 43:3: «Εξαπόστειλον το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά ας με οδηγώσιν· ας με φέρωσιν εις το όρος της αγιότητός σου, και εις τα σκηνώματά σου.»
Ύστερ’ από δύο χρόνια, όταν ήμουν δεκαέξη ετών, εγκατέλειψα το σχολείο και ανέλαβα εργασία σε μια τοπική εφημερίδα, την Χέραλντ του Μαϊάμι. Αυτό το έκαμα για να μπορώ ν’ αγοράζω τις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά και να τις διαθέτω σ’ όλη την κοινότητα. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολύ λίγα αυτοκίνητα, και επειδή δεν είχα τα μέσα ν’ αγοράσω ένα, ταξίδευα όλο με το ποδήλατο. Εργαζόμουν στην εφημερίδα Χέραλντ το πρωί, και το απόγευμα έφευγα με το ποδήλατό μου από το Μαϊάμι το μισό απόγευμα, δίνοντας μαρτυρία απ’ όπου περνούσα. Κατόπιν έπαιρνα άλλο δρόμο, για να δώσω μαρτυρία σε ανθρώπους που θα συναντούσα στο δρόμο της επιστροφής μου το υπόλοιπο του απογεύματος.
Ο πλησιέστερος τόπος συναντήσεως ήταν στο Παλμ Μπητς, 65 περίπου μίλια μακριά, έτσι άνοιξε το σπίτι μας ως τόπος συναντήσεως και μελέτης του περιοδικού Η Σκοπιά. Στην αρχή ήμεθα πολύ λίγοι. Αλλά με τις προσπάθειές μου για τη διάθεσι εντύπων, έκαμα να ενδιαφερθούν και άλλοι στην παρακολούθησι των συναθροίσεων, κι έτσι το ακροατήριό μας μεγάλωσε. Ήμουν πολύ νέος την εποχή εκείνη για να διευθύνω μελέτες της Σκοπιάς, κι έτσι δέχθηκε ο πατέρας μου να διευθύνη. Με την επιθυμία μου να βλέπω τις συναθροίσεις όσο το δυνατόν πληρέστερες, διεπίστωσα ότι δεν υπήρχε κανένας να παίζη πιάνο ώστε να μπορούμε να ψάλλωμε ύμνους. Γι’ αυτό πήρα μαθήματα κι έμαθα να παίζω όλους τους ύμνους μας. Αλλά η μουσική μου εκπαίδευσις προχώρησε μόνο ως εκεί, διότι δεν είχα ιδιαίτερο ταλέντο για τη μουσική.
Για να μπορώ ν’ αφιερώνω όλο το χρόνο μου στο κήρυγμα των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού, εγκατέλειψα την για ένα μέρος του χρόνου εργασία μου στην εφημερίδα Χέραλντ, και ανέλαβα έργο διαθέσεως των βιβλίων. Συχνά η μητέρα μου ερχόταν μαζί μου στην από θύρα σε θύρα δράσι κηρύγματος, πράγμα που ήταν για μένα ένα καλό στήριγμα στις αρχές της ολοχρονίου διακονίας μου. Μ’ ενεθάρρυνε πιστά όσο μπορούσε περισσότερο ως το θάνατό της το 1921.
Ως τότε η εκκλησία μας είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να ενοικιάση μια αίθουσα στη Φλάγκλερ Στρητ στην κάτω πόλι του Μαϊάμι. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι είχα ηγετικά προσόντα, ούτε επίστευα ότι ήμουν ικανός να δίνω δημόσιες ομιλίες. Εν τούτοις, επειδή είχα μεγάλη επιθυμία για την αλήθεια του Λόγου του Θεού και διάβαζα και μελετούσα εντατικά, με συνεβουλεύοντο συχνά κι έτσι ήμουν πολύ ευτυχής που μπορούσα να βοηθήσω άλλους στην εκκλησία μου ν’ αποκτήσουν πιο σαφή κατανόησι της αληθείας, η οποία εξακολούθησε να γίνεται ολοένα πιο φωτεινή.—Παροιμ. 4:18.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ
Ανάμεσα σ’ εκείνους, οι οποίοι ήσαν μια έμπνευσις για μένα, ήσαν και οι περιοδεύοντες αντιπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά, γνωστοί ως «πίλγκριμς.» Όταν ήσαν στο Μαϊάμι, εφιλοξενούντο πάντοτε σπίτι μας, και θεωρούσα πολύτιμες τις συνομιλίες και τη συναναστροφή μαζί των. Ένας απ’ αυτούς ετόνωσε το ενδιαφέρον μου για τα προνόμια υπηρεσίας που ήσαν διαθέσιμα στα κεντρικά γραφεία της Σκοπιάς στο Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης. Έτσι υπέβαλα αίτησι και σε λίγο μ’ εκάλεσαν κι έγινα μέλος της οικογενείας Μπέθελ του Μπρούκλυν στις 15 Μαΐου 1922. Θα είμαι πάντοτε ευγνώμων για την ενθάρρυνσι που μου εδόθη ν’ απευθυνθώ για υπηρεσία στο Μπέθελ, διότι έγινε τώρα επί σαράντα έξη χρόνια το «σπίτι μου, το γλυκό μου σπίτι.»
Η Εταιρία είχε μόλις αρχίσει να εκδίδη μερικά από τα δικά της βιβλία, και τα πρώτα δέκα χρόνια μου στο Μπέθελ τα εδαπάνησα εργαζόμενος σε μια μηχανή για τη συρραφή των διαφόρων τμημάτων των βιβλίων μαζί. Εκείνη την εποχή είχαμε μόνο τέσσερες τέτοιες ραπτικές μηχανές. Σήμερα έχομε τριάντα επτά, εκτός από πολλές ραπτικές μηχανές σε άλλα τυπογραφεία γύρω στον κόσμο. Ύστερ’ από αυτά τα δέκα χρόνια είχα το προνόμιο να μεταφέρω προϊόντα από τ’ αγροκτήματα της Εταιρίας στον οίκο Μπέθελ του Μπρούκλυν, επίσης επί δέκα χρόνια. Μολονότι αυτή η εργασία ήταν σκληρή, την απελάμβανα πάρα πολύ. Υπήρχαν, επίσης, τρόφιμα που επρόκειτο να φορτωθούν από μια εταιρία μεταφορών η οποία εχρησιμοποιείτο για να μεταφέρη κίτρα από ένα αγρόκτημα που διέθετε η Εταιρία στην Φλώριδα. Απελάμβανα, επίσης, την προμήθεια διαφόρων ειδών πεπονιών στην οικογένεια Μπέθελ. Για να γίνη η προμήθεια αυτή, μετέβαινα σε περιοχές όπου τα καλλιεργούσαν κι έκανα επωφελείς διαπραγματεύσεις με αγρότας οι οποίοι διέθεταν πλεονάσματα παραγωγής. Αλλά η άποψις του διορισμού αυτού που απελάμβανα περισσότερο ήταν οι ευκαιρίες που μου έδινε για συνομιλίες με τον Αδελφό Ρόδερφορδ, πρόεδρο της Εταιρίας την εποχή εκείνη. Εκείνος δαπανούσε συχνά καιρό στο ένα ή το άλλο απ’ αυτά τα αγροκτήματα, διότι αυτό του προσέφερε μια ιδεώδη ατμόσφαιρα για να σκέπτεται και να γράφη.
Κατόπιν, στο 1942, είχα το προνόμιο να εργασθώ και πάλι στην κατασκευή βιβλίων, βοηθώντας επί πέντε χρόνια σε μια μηχανή, η οποία ‘εξάκριζε’ τις τρεις πλευρές των βιβλίων. Στο 1947 μετατέθηκα στο τμήμα αποστολών, όπου εδαπάνησα τα επόμενα οκτώ χρόνια χαρωπής υπηρεσίας με το να συμμετέχω στην αποστολή εντύπου ύλης. Υπήρξε πάντοτε μια πηγή πραγματικής ικανοποιήσεως για μένα να διαπιστώνω ότι αυτή η έντυπη ύλη, στης οποίας την παραγωγή και την αποστολή συμμετείχα, είναι πράγματι ο τρόπος, με τον οποίο ο Ιεχωβά Θεός απαντά σήμερα στην προσευχή των δούλων του ν’ αποστείλη ‘το φως του και την αλήθειάν του.’
Υπήρξε πολύ ενισχυτικό της πίστεώς μου να βλέπω ότι ο Ιεχωβά Θεός καθωδήγησε τον λαό του κι έδωσε ευημερία στην οργάνωσί του όλ’ αυτά τα χρόνια. Όταν έφθασα για πρώτη φορά στα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν, το εκδοτικό μας εργοστάσιο απετελείτο μόλις από μια μικρή έκτασι ενοικιασμένου χώρου. Κατόπιν, στο 1926, η Εταιρία οικοδόμησε το δικό της οκταώροφο εκδοτικό εργοστάσιο, που απετελείτο από 70.000 τετραγωνικούς πόδες δαπεδικού χώρου. Στο 1949, ανηγέρθη μια εννεαώροφη προσθήκη ως ένα αναπόσπαστο τμήμα του αρχικού εργοστασίου, προσθέτοντας άλλους 72.000 τετραγωνικούς πόδες. Μόλις έξη χρόνια αργότερα μια άλλη ενέργεια μας συνεκίνησε πάλι όλους, δηλαδή, όταν η Εταιρία άρχισε την ανέγερσι ενός κτιρίου με δεκατρείς ορόφους ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου του εργοστασίου μας και το οποίο αποτελείται από 192.000 τετραγωνικούς πόδες δαπεδικού χώρου.
Αυτό το κτίριο επρόκειτο να χρησιμοποιηθή κυρίως για την εκτύπωσι και ταχυδρόμησι των περιοδικών Η Σκοπιά και Ξύπνα! Μόλις αυτό το κτίριο ήταν έτοιμο για χρήσι, διωρίσθηκα στο τμήμα ταχυδρομήσεως αυτού του κτιρίου, όπου, την ώρα που γράφονται αυτά, εξακολουθώ να έχω το προνόμιο να εργάζωμαι. Και πώς αύξησε η διάθεσις αυτών των περιοδικών, τα οποία παίζουν ένα τόσο σπουδαίο ρόλο στην αποστολή εκ μέρους του Ιεχωβά του ‘φωτός του και της αληθείας του’! Στο έτος 1922, όταν ήλθα για πρώτη φορά στα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν, η Εταιρία παρήγε 3.250.000 περιοδικά. Και ποια είναι η παραγωγή τώρα; Πέρυσι μόνο το εργοστάσιο του Μπρούκλυν παρήγαγε δεκαπέντε και πλέον φορές περισσότερα, ή τόσα περιοδικά κάθε εβδομάδα όσα παρήγε το 1922 σ’ ένα ολόκληρο έτος!
Τώρα στα χρόνια της σωματικής μου παρακμής, η καρδιά μου πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη και χαρά για τις πολλές ευλογίες των οποίων είχα πείρα σ’ αυτά τα πενήντα οκτώ χρόνια που ακολούθησα το ‘φως και την αλήθειαν’ του Λόγου του Ιεχωβά, και ιδιαιτέρως για τα σαράντα έξη χρόνια που είχα το προνόμιο να υπηρετώ ολοχρονίως στα κεντρικά γραφεία της επιγείου Του οργανώσεως.
Από τότε που ο Κάλβιν Πρόσσερ έγραψε την ιστορία της ζωής του, ετερμάτισε την επίγειο σταδιοδρομία του—διότι ήταν από το υπόλοιπο των κληρονόμων της ουρανίου βασιλείας—με τον θάνατό του που συνέβη στις 13 Δεκεμβρίου 1968. Η επικήδειος υπηρεσία διεξήχθη στο Στάτεν Άιλαντ στις 16 Δεκεμβρίου, την διεξήγαγε δε ο Μαξ Λάρσον, υπηρέτης του εργοστασίου και επί πολύν καιρό προσωπικός του φίλος καθώς επίσης κι ένας από τους διευθυντάς της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά Νέας Υόρκης. Μεταξύ των παρόντων ήσαν και φίλοι και συγγενείς από την Φλώριδα και το Ντέλαγουαιρ, καθώς επίσης και είκοσι ή περισσότεροι από τον οίκο Μπέθελ του Μπρούκλυν, από τους οποίους πάρα πολλοί εγνώριζαν τον Κάλβιν Πρόσσερ επί σαράντα και πλέον χρόνια. Μολονότι οι φίλοι του θρηνούν τον θάνατό του, χαίρουν, διότι τώρα εφαρμόζονται και σ’ αυτόν επίσης οι λόγοι: «Μακάριοι οι νεκροί οίτινες αποθνήσκουσιν εν Κυρίω από του νυν, Ναι, λέγει το πνεύμα, δια να αναπαυθώσιν από των κόπων αυτών· και τα έργα αυτών ακολουθούσι με αυτούς.»—Αποκάλ. 14:13.