Ο Ιεχωβά Θεός, Πίστις Μου και Ελπίς
Αφήγησις υπό Μπέννο Μπάρζυκ
«ΔΙΟΤΙ συ είσαι η ελπίς μου, ω Κυρίαρχε Κύριε Ιεχωβά· η εμπιστοσύνη μου εκ νεότητός μου.» Τα λόγια αυτού του ψαλμού εκφράζουν καλά τα αισθήματά μου, διότι επίστευα και ήλπιζα ειλικρινά στον Θεό από την παιδική μου ηλικία, μολονότι ήμουν ηλικίας τριάντα ετών όταν απέκτησα ακριβή κατανόησι των θαυμασίων ιδιοτήτων του και των στοργικών σκοπών του για το ανθρώπινο γένος.—Ψαλμ. 71:5, ΜΝΚ.
Γεννήθηκα το έτος 1889, πριν από ογδοήντα χρόνια, στο χωριό Τέννεμπεργκ, στα Μεταλλοφόρα Όρη της Σαξωνίας, στη Γερμανία. Η οικιακή και σχολική εκπαίδευσις ήσαν του Λουθηρανού δόγματος, με ισχυρή έμφασι στην ανάγνωσι της Αγίας Γραφής και την ελπίδα στον Θεό, και από μικρό παιδί έμαθα να προσεύχωμαι. Επειδή ήμουν πολύ ευπαθής, οι γονείς μου σε ηλικία δώδεκα ετών με είχαν στείλει να ζήσω και να εργασθώ μαζί μ’ ένα ζεύγος μεσηλίκων χωρικών οι οποίοι ήσαν άτεκνοι. Αυτοί ήσαν ευσεβείς, πιστοί στον Θεό και πολύ καλοί μαζί μου. Η καθημερινή μου εργασία άρχιζε στις πέντε το πρωί και συνέχιζε ως τις οκτώ το βράδυ και τις επτά ημέρες της εβδομάδος, περιλαμβανομένων και τεσσάρων ωρών σχολείου, τις έξη από τις επτά ημέρες. Η μόνη μου ψυχαγωγία ήταν να παίζω τον ακορντεόν μου, όταν είχα καιρό, ύμνους που ήταν η προσφιλής μου μουσική. Το ζεύγος αυτό με το οποίο ζούσα με βοήθησε πολύ στην ελπίδα και την εμπιστοσύνη μου στον Θεό.
Ύστερ’ από τέσσερα χρόνια, το 1905, πήγα στη Λειψία, αλλά η ζωή της πόλεως δεν μ’ έκαμε ευτυχισμένο. Επειδή ήθελα να μάθω τη Γαλλική γλώσσα, την άνοιξι του 1908 πήγα στο Παρίσι, όπου βρήκα εργασία σ’ ένα εστιατόριο. Αλλά στο Παρίσι ήμουν πολύ δυστυχής. Όταν ήμουν εκεί, έμαθα για τον Καναδά, μια νέα χώρα με μεγάλες ευκαιρίες, κι έτσι μετανάστευσα σ’ αυτή τη χώρα. Την εποχή εκείνη το ταξίδι από τη Χάβρη, Γαλλίας, ως το Κουεμπέκ, Καναδά, σε τρίτη θέσι, εστοίχιζε μόνο 140 φράγκα ή $28. Εκεί βρήκα εργασία σε μια Αγγλική αγροτική οικογένεια στο Κουεμπέκ, με της οποίας την εκκλησία εταυτίσθηκα κι εγώ.
Το έτος 1910 έλαβα ένα γράμμα κι ένα απόκομμα εφημερίδος από τους γονείς μου στη Γερμανία που μου έλεγαν ότι ο Γερμανικός στρατός θα με παρέπεμπε στο στρατοδικείο για να δικασθώ διότι δεν επέστρεψα στη Γερμανία για στρατιωτική υπηρεσία. Γι’ αυτό ο αγροκτηματίας στον οποίον εργαζόμουν με συνεβούλευσε ν’ αποκτήσω την Καναδική ιθαγένεια για να μη έχω την υποχρέωσι να επιστρέψω στη Γερμανία για στρατιωτική υπηρεσία, πράγμα που έκαμα. Όταν εξερράγη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι αγρόται δεν μπορούσαν απλώς να εννοήσουν γιατί οι λαοί των Χριστιανικών εθνών μισούσαν κι εφόνευαν αλλήλους έτσι, αλλά οι κήρυκές των τους έλεγαν ότι ήταν θέλημα Θεού να μάχωνται για τη χώρα των. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, το 1917, ως Καναδός πολίτης, κατετάγηκα στον Καναδικό ή Βρεττανικό στρατό. Την εποχή εκείνη έλαβα ένα γράμμα από τον πατέρα μου μέσω του Ερυθρού Σταύρου που μου έλεγε ότι ευρίσκετο με τον Γερμανικό στρατό στη Λίλλη στη Γαλλία, αντιμετωπίζοντας τον Βρεττανικό στρατό. Επειδή δεν ήθελα να βρεθώ σε θέσι που να προσπαθώ να σκοτώσω τον ίδιο τον πατέρα μου, εδήλωσα αντίρρησι να πολεμήσω, και η Καναδική κυβέρνησις με εξήρεσε από την στρατιωτική υπηρεσία.
Το Νοέμβριο του 1918, ύστερ’ από δέκα περίπου χρόνια αγροτικής ζωής, αισθάνθηκα την ανάγκη μιας αλλαγής. Τα μάτια του γηραιού αγρότου γέμισαν δάκρυα, όταν τον απεχαιρέτηαα ύστερ’ από εργασία για λογαριασμό του και μαζί μ’ αυτόν στη διάρκεια εκείνων των ετών.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!
Πήγα προς τα δυτικά στο Οντάριο και ανέλαβα εργασία σ’ ένα εργοστάσιο, αλλά και πάλι δεν βρήκα ευτυχία εκεί. Επειδή δεν μπορούσα να βρω μια κατοικία για να μένω, εκοιμώμουν κάπου κι έτρωγα στα εστιατόρια. Η πόλις δεν ήταν για μένα. Έτσι έγραψα στην Καναδική κυβέρνησι στην Οττάβα, για να ζητήσω να μου παραχωρηθή η από 160 έικρες έκτασις γης, η οποία παρεχωρείτο στους αποίκους. Η κυβέρνησις μού απέστειλε αμέσως όλα τ’ απαιτούμενα έγγραφα καθώς και οδηγίες. Εν τούτοις, το ίδιο περίπου καιρό ένας ηλικιωμένος συνάδελφος, που εργαζόταν στο ίδιο εργοστάσιο, είχε ακούσει ότι ζητούσα ένα σπίτι να μείνω, και με επλησίασε για να μου πη με μια πολύ στοργική φωνή, «Έλα να μείνης σπίτι μας!» Αυτό ήταν το πιο ωραίο και το πιο μεγάλο και το πιο καλό πράγμα που μου συνέβη ποτέ. Γιατί; Διότι αυτό ήταν το σπίτι ενός από τους πλήρως αφιερωμένους Χριστιανούς Σπουδαστάς της Γραφής, όπως ελέγοντο τον καιρό εκείνο οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτή ήταν η αρχή της πραγματικής ζωής και αληθινής ευτυχίας για μένα. Μου παρουσιάσθηκε με τρόπο τόσο γρήγορο και ισχυρό. Αμέσως ετερμάτισα την ιδιότητα μου ως μέλους της Λουθηρανής Εκκλησίας όπου εδίδασκα στο Κατηχητικό Σχολείο κι επίσης απέρριψα την ιδέα να εγκατασταθώ σ’ εκείνη την από 160 έικερς έκτασι γης. Ο Λόγος της αληθείας του Θεού και το έργο του ήσαν τα πιο σπουδαία πράγματα για μένα τώρα.
Η αλήθεια του Λόγου του Θεού, όπως μου την εξηγούσαν εκείνοι οι Σπουδασταί της Γραφής, ήταν τόσο λογική και τόσο ικανοποιητική. Παρουσίαζε τον αγαπητό μας ουράνιο Πατέρα τόσο στοργικό και αγαθό ώστε κατά καιρούς δάκρυα ευγνωμοσύνης ήρχοντο στα μάτια μου καθώς προσευχόμουν σ’ αυτόν. Αυτό ήταν! Τώρα ήμουν ικανοποιημένος! Δεν βρισκόμουν πια σε αναζήτησι, με το να ελπίζω σε κάτι, χωρίς να γνωρίζω πραγματικά σε τι, καθώς όταν έκανα τη μια μετά την άλλη αλλαγή στη ζωή μου. Όλα ήσαν τόσο σαφή τώρα: «Τα έθνη που πολεμούσαν δεν ήσαν Χριστιανικά καθώς ισχυρίζοντο· ο Λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, το απεδείκνυε σαφώς αυτό. Πράγματι, ο αγαπητός μας Κύριος Ιησούς, τονίζοντας τα γεγονότα τα οποία συνέβαιναν σ’ αυτή τη γη από το 1914, είπε, Όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, εξεύρετε ότι είναι πλησίον η βασιλεία του Θεού.» (Λουκ. 21:31) Ταυτοχρόνως μια θαυμασία ουρανία ελπίδα προσεφέρετο, να είναι κανείς ένας από τους υπολοίπους που θα συμπληρώσουν τον αριθμό των 144.000, οι οποίοι εκλήθησαν από το ανθρώπινο γένος για να άρχουν ως βασιλείς και ιερείς μαζί με τον Ιησού Χριστό όπως περιγράφεται στα εδάφια Αποκάλυψις 14:1-3 και 20:5, 6, και τους οποίους ο αγαπητός μας Κύριος Ιησούς ονομάζει αδελφούς του, στα εδάφια Ματθαίος 25:40, 45.
Τον Νοέμβριο του 1919 αφιερώθηκα στο να κάνω το θέλημα του Θεού κι εβαπτίσθηκα. Υπήρχαν τόσο πολλά να γίνουν για το έργο του Θεού, κι αισθάνθηκα όπως ο προφήτης Ησαΐας όταν είπε, «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» (Ησ. 6:8) Υπήρχε πολλή ανάγνωσις και μελέτη της Αγίας Γραφής που έπρεπε να γίνη με τη βοήθεια Γραφικών εκδόσεων, διότι υπήρχαν τόσο πολλά που έπρεπε να μάθω. Η τοπική εκκλησία είχε ανάγκη βοηθείας, και έπρεπε να γίνη έργο μαρτυρίας από θύρα σε θύρα. Τον καιρόν εκείνον είμεθα απησχολημένοι. να εγγράφωμε συνδρομητάς για το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών, τώρα Ξύπνα! Ενοικιάσαμε ένα θέατρο για να δείξωμε την πολύ ενδιαφέρουσα παραγωγή, που απετελείτο από διαφανείς εικόνες και κινηματογραφική ταινία, που ωνομάζετο το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας.» Ενοικιάζαμε, επίσης, αίθουσες για να δίνωμε Γραφικές διαλέξεις, οι οποίες εφιστούσαν την προσοχή στη βασιλεία του Θεού και ανήγγελλαν ότι «εκατομμύρια ήδη ζώντων ουδέποτε θέλουσιν αποθάνει.» Όλο εκείνο τον καιρό εκέρδιζα τα έξοδα της συντηρήσεως μου εργαζόμενος σε μια εταιρία ελαστικών.
Το 1922 ήθελα να παρακολουθήσω τη μεγάλη συνέλευσι των Σπουδαστών της Γραφής στο Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο. Αλλά, όταν ζήτησα άδεια για να παρευρεθώ στη συνέλευσι, ο εργοδότης μου μού είπε ότι δεν μπορούσε να μου δώση την άδεια διότι έπρεπε να προσλάβη κάποιον άλλον να κάμη την εργασία μου. Του είπα, «Πολύ καλά, τότε παραιτούμαι από την εργασία μου,» και παραιτήθηκα. Δεν λυπήθηκα διότι ενήργησα έτσι, διότι εκείνη η συνέλευσις ήταν πράγματι ένα μεγάλο συμπόσιο πνευματικής τροφής και εσημείωσε σταθμό για τον λαό του Ιεχωβά. Τότε υπέβαλα αίτησι για να υπηρετήσω στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης. Επειδή ήμουν άγαμος και χωρίς βάρη, νόμιζα ότι μπορούσα να κάμω περισσότερα.
Στις αρχές του 1923 η Εταιρία Σκοπιά ζητούσε εθελοντάς για ν’ αρχίση έργο μαρτυρίας για τη βασιλεία του Θεού στο Γαλλόφωνο Κουεμπέκ. Επειδή είχα μάθει μερικά Γαλλικά στο Παρίσι, προσεφέρθηκα και προσετέθησαν μαζί μου δυο ακόμη νεαροί Καναδοί Σπουδασταί της Γραφής, οι αδελφοί Ντήκμαν και Ρόμπινσον. Υπηρετήσαμε ως ολοχρόνιοι κήρυκες ή βιβλιοπώλαι, όπως ελέγοντο την εποχή εκείνη. Αφού δώσαμε μαρτυρία σε πόλεις όπως η Ζολιέτ, Γκραντ-Μερ και Σαουίνιγκαν Φωλλς και σε αγροτικές περιοχές επί έξη περίπου μήνες, έλαβα μια επιστολή από τα κεντρικά Γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν, που με καλούσε να πάω στο Μπρούκλυν να εργασθώ στα κεντρικά γραφεία όπου υπήρχε δύο μηνών εργασία για μένα. Είχα λησμονήσει τελείως ότι είχα υποβάλει αίτησι για τέτοια υπηρεσία, και τώρα επειδή δεν ήθελα να εγκαταλείψω τους δύο συντρόφους μου, έγραψα στην Εταιρία ότι δεν μπορούσα να πάω, κι εξηγούσα τους λόγους. Η Εταιρία δεν το εξέλαβε αυτό ως μια αρνητική απάντησι, αλλά μου απήντησε μ’ ένα τηλεγράφημα που μου έλεγε να πάω άμεσως. Έτσι οι τρεις μας αποφασίσαμε ότι το καλύτερο που είχα να κάμω εγώ ήταν να πάω και να επανέλθω ύστερ’ απ’ αυτή τη δίμηνο εργασία. Έτσι την 1η περίπου Οκτωβρίου του 1923 ήλθα στο Μπρούκλυν.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΠΕΘΕΛ
Ο διορισμός που μου ανετέθη αμέσως ήταν να βοηθήσω στην ανέγερσι του ραδιοφωνικού σταθμού WBBR της Εταιρίας στο Στάτεν Άιλαντ. Αλλ’ όταν συνεπληρώθη το έργον, μου εζητήθη να βοηθήσω στα τυπογραφεία της Εταιρίας που ήσαν στην Κόνκορντ Στρητ αριθ. 18. Μολονότι η πρόθεσίς μου ήταν να επιστρέψω στον Καναδά για να ενωθώ με τους δύο βιβλιοπώλας συντρόφους μου, δέχθηκα αυτή την κατεύθυνσι να εργασθώ στα τυπογραφεία της Εταιρίας ως θέλημα του Θεού για μένα, και δια μέσου των ετών αυτό μου έφερε ασφαλώς ευλογίες του Θεού.
Η εργασία μου στο τμήμα βιβλιοδεσίας ήταν η αποτύπωσις με ανάγλυφο τρόπο ή με σφράγισι των χρυσών γραμμάτων στα καλύμματα βιβλίων όπως οι επτά τόμοι των Γραφικών Μελετών, Η Κιθάρα του Θεού, η Απελευθέρωσις και η Δημιουργία. Όταν εγκαινιάσθηκε το έργο κηρύγματος στις θύρες των ανθρώπων με τον φωνογράφο, μου ανετέθη το έργο της κατασκευής φωνογράφων. Όταν έπαυσε αυτή η μορφή έργου, πήγα πάλι στο έργο της αναγλύφου εκτυπώσεως στα καλύμματα των βιβλίων. Ύστερ’ από τριάντα περίπου χρόνια εργασίας μου αναγλύφου επιχρυσώσεως, μου ανετέθη άλλο έργο, και νεώτεροι αδελφοί ανέλαβαν αυτή την εργασία. Υπηρετώ τώρα στο τμήμα αποστολών εξωτερικού, όπου υπάρχει πάντοτε πολλή εργασία. Αποτελεί μεγάλη χαρά για μένα ν’ αποστέλλω στους αγαπητούς μας αδελφούς σ’ όλη τη γη Γραφικές εκδόσεις και πολλά άλλα πράγματα όπως φωνογραφικούς δίσκους των νέων ύμνων μιας της Βασιλείας.
Μολονότι η δράσις μου στα τυπογραφεία υπήρξε η κυριωτέρα χαρά μου κατά τα περασμένα σαράντα πέντε χρόνια, απελάμβανα, επίσης, μεγάλη ευχαρίστησι κι ευτυχία με το να συμμετέχω μαζί με όλους τους άλλους Χριστιανούς Μάρτυρας στις δραστηριότητες της εκκλησίας καθώς και στη διακονία του αγρού, κι επίσης με το να παρευρίσκωμαι σε μεγάλες συνελεύσεις. Επί αρκετά έτη είχα το προνόμιο να υπηρετώ ως επίσκοπος της Γερμανικής εκκλησίας των μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλυν. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας που άρχισε το 1930 είχαν κατά μεγάλο μέρος διαλυθή οι ξενόγλωσσες εκκλησίες, για να ενθαρρυνθούν οι μετανάσται να μάθουν και να χρησιμοποιούν την Αγγλική γλώσσα.
Επί δεκαπέντε περίπου χρόνια τώρα είμαι συνταυτισμένος με μια από τις εκκλησίες, οι οποίες διεξάγουν τις συναθροίσεις των στην Αίθουσα Βασιλείας, η οποία βρίσκεται σ’ ένα από τα εργοστάσια της Εταιρίας εδώ στο Μπρούκλυν. Έχομε ιδεί μια σταθερή αύξησι, πολλές εκκλησίες να σχηματίζονται, από τη δική μας αύξησι της εποχής εκείνης. Προσφάτως έχομε μεταφερθή στη νέα Αίθουσα Βασιλείας στο νεώτατο εργοστάσιο της Εταιρίας στο Μπρούκλυν, και τι ωραία Αίθουσα Βασιλείας που είναι! Όταν έλθετε να επισκεφθήτε τα τυπογραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν, μη παραλείψετε να ιδήτε αυτή την Αίθουσα Βασιλείας.
Ο τομεύς για τη διακονία μου αγρού δεν είναι μακριά από το Μπέθελ όπου διαμένω. Ο μόνος τρόπος να μεταβώ σ’ αυτό τον τομέα είναι το βάδισμα και χρειάζομαι μισή περίπου ώρα για μετάβασι ή για επιστροφή. Αλλά είμαι πολύ ευτυχής γι’ αυτό, διότι το βάδισμα είναι πολύ υγιεινό. Οι άνθρωποι που συναντώ εκεί είναι κατά μεγάλο μέρος οικογένειες Νέγρων με μικρό εισόδημα, οι οποίες περιλαμβάνουν, επίσης, πάρα πολλούς από την εκκλησία του Φορτ Γκρην με την οποία είμαι συνταυτισμένος. Θεωρώ μεγάλο προνόμιο να δίνω μαρτυρία σ’ αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους και να υπηρετώ μαζί των. Μου δίνει τόση ευτυχία να βρίσκωμαι μαζί των. Η Χριστιανική αγάπη μάς ενώνει όλους ως αδελφούς και αδελφές, όπως ακριβώς είπε ο αγαπητός μας Κύριος Ιησούς ότι θα συνέβαινε μεταξύ των αληθινών ακολούθων του.—Ιωάν. 13:34, 35.
Θα ήθελα, επίσης, ν’ αναφέρω την περίπτωσι που η Εταιρία Σκοπιά έκαμε διευθέτησι ώστε όλοι εκείνοι, οι οποίοι υπηρετούσαν στα κεντρικά γραφεία της επί είκοσι ή περισσότερα χρόνια, να μεταβούν στις Ευρωπαϊκές συνελεύσεις το 1955. Είχαμε ένα πάρα πολύ τερπνό ταξίδι διασχίζοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό με ναυλωμένο πλοίο, και μπορέσαμε να παρακολουθήσωμε τις συνελεύσεις στο Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη και Νυρεμβέργη. Είχα το προνόμιο και τη χαρά να δώσω μια σύντομη ομιλία στη Γερμανική γλώσσα στη συνέλευσι της Νυρεμβέργης σ’ ένα ακροατήριο από 93.000 και πλέον Μάρτυρας. Δεν είχα επανέλθει στη Γερμανία από το 1908 που είχα φύγει για να πάω στο Παρίσι.
ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΠΗΣΧΟΛΗΜΕΝΟΣ ΚΙ ΕΥΤΥΧΗΣ
Μολονότι τώρα είμαι ηλικίας ογδοήκοντα ετών, μπορώ ακόμη να κάμω την εργασία ενός ανδρός, επί πεντέμιση μέρες την εβδομάδα. Αν και τα βράδια μου περιορίζονται τώρα στην προσωπική μελέτη και παρακολούθησι των εκκλησιαστικών συναθροίσεων, κατορθώνω ωστόσο ν’ ασχολούμαι στη διακονία του αγρού κάθε Κυριακή, πηγαίνοντας από θύρα σε θύρα με τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού, κάνοντας επανεπισκέψεις και βοηθώντας νεωτέρους στην αλήθεια σ’ αυτό το ευλογητό έργο.
Κάθε μέρα ζητώ με προσευχή από τον αγαπητό μας ουράνιο Πατέρα να μου δίνη βοήθεια και σοφία για να διατηρηθώ πνευματικώς και σωματικώς υγιής και ισχυρός ώστε να μπορώ να συνεχίζω να πράττω το άγιο θέλημά του. Στη διάρκεια αυτών των περασμένων σαράντα εννέα ετών στην υπηρεσία του Ιεχωβά, έχω απολαύσει πράγματι ένα ευτυχισμένον, ανταποδοτικόν και ευλογητόν τρόπο ζωής. Και με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά αποβλέπω σε συνεχή υπηρεσία προς τιμήν και δόξαν του και για την ευλογία του λαού του. Όταν οι Ισραηλίται οικοδομούσαν πάλι την Ιερουσαλήμ το 455 π.Χ., τότε στην εποχή του Νεεμία, συνήντησαν μεγάλη εναντίωσι, αλλά ο Νεεμίας τους ενίσχυσε, λέγοντας, «Η χαρά του Ιεχωβά είναι η ισχύς σας.» Αυτή η χαρά του Ιεχωβά με βοηθεί να συνεχίσω τον καλόν αγώνα της πίστεως, αποβλέποντας στον καιρό που οι εχθροί του Ιεχωβά δεν θα υπάρχουν πια και όλη η γη θα είναι πλήρης από τη δόξα του.—Νεεμ. 8:10, ΜΝΚ· Αριθμ. 14:21.
Πράγματι, καθώς σκέπτομαι την περασμένη ζωή μου, μπορώ να πω ότι ο Ιεχωβά Θεός, ο Υπέρτατος Κύριος μου, υπήρξε αληθινά η εμπιστοσύνη μου από την εποχή της νεότητός μου.