Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Ο Ιεχωβά επέτρεψε την πολυγαμία μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά όχι μεταξύ των Χριστιανών. Μήπως έχουν αλλάξει οι ηθικές αρχές του Θεού;—Ι.Π., Η.Π.Α.
Όχι, οι ηθικές αρχές του Θεού δεν άλλαξαν. Ήσαν πάντοτε τέλειες, κι’ εξακολουθούν να είναι. Ο Μωυσής, γνωρίζοντας τις γαμήλιες διευθετήσεις που επέτρεπε τότε ο Θεός, αισθάνθηκε την ανάγκη να πη στον Ιεχωβά: «Δίκαιος και ευθύς είναι αυτός.» (Δευτ. 32:4) Μολονότι ο Θεός επέτρεψε προσωρινά μια γαμήλιο σχέσι που τώρα δεν επιτρέπει, η δικαιοσύνη του είναι τόσο καταφανής σήμερα όσο ήταν και στην εποχή του Μωυσέως.
Συχνά, όταν άτομα ακούουν ή διαβάζουν ότι η πολυγαμία ήταν ανεκτή στον αρχαίο Ισραήλ ή μεταξύ των Εβραίων πατριαρχών, σχηματίζουν για τον Θεό τη γνώμη ότι συγκατατίθεται σε χαλαρές σεξουαλικές πράξεις. Φαντάζονται ότι ο Ιεχωβά συγχωρούσε ή ενεθάρρυνε την επιμειξία. Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι τόσο μακριά από την αλήθεια! Μια από τις Δέκα Εντολές απηγόρευε να έχη ένας άνδρας σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγο ενός άλλου. Και με ποινή θανάτου ο Θεός απηγόρευε την αιμομειξία, την κτηνωδία και τη σοδομία.—Έξοδ. 20:14· Λευιτ. 18:6-23.
Πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν ότι ο Θεός δεν είχε εγκαθιδρύσει την πολυγαμία. Ο πρώτος που αναφέρεται στη Βίβλο ότι είχε δύο συζύγους ήταν ο Λάμεχ, ο καυχησιολόγος απόγονος του Κάιν. (Γέν. 4:19-24) Κανένας από εκείνους που ασκούσαν πολυγαμία δεν επέζησε από τον Κατακλυσμό, διότι ο Νώε και οι γυιοι του είχαν ο καθένας των μια σύζυγο. Αργότερα, όταν ο Θεός επολιτεύθη με τους μετά τον Κατακλυσμό πατριάρχας, δεν τους είχε δώσει ακόμη εκτεταμένους νόμους για τη διαγωγή των ανθρώπων, περιλαμβανομένου και του γάμου. Σε μερικές περιπτώσεις ένας άνδρας έπαιρνε μια δεύτερη σύζυγο για να παραγάγη τέκνα, επειδή η σύζυγός του ήταν στείρα, όπως έκαμε ο Αβραάμ με την παρότρυνσι της Σάρρας. (Γέν. 16:1, 2) Εν τούτοις, είναι άξιο παρατηρήσεως ότι πολλές φορές στην Αγία Γραφή εκεί όπου περιλαμβάνεται πολυγαμία, υπήρχε δυστυχία ή στενοχώρια, όπως με τη Σάρρα και την Άγαρ, την Άννα και την Φενίννα, καθώς και με τις συζύγους του Σολομώντος.—Γέν. 21:9· 1 Σαμ. 1:1-6· 1 Βασ. 11:1-6.
Επομένως, με το ιστορικό βάθος μιας πατριαρχικής κοινωνίας, όταν ο Ιεχωβά παρεδέχθη τους Ισραηλίτας ως τον εθνικό του λαό, η πολυγαμία υπήρχε ήδη σε κάποιο βαθμό, μολονότι φαίνεται ότι η μονογαμία ήταν πολύ περισσότερο κοινή σ’ όλη την ιστορία του Ισραήλ. Ο Θεός, αναγνωρίζοντας πολυγαμικούς γάμους που υπήρχαν ήδη, έδωσε πολύ αυστηρούς νόμους που ερρύθμιζαν και κρατούσαν κάτω από έλεγχο τα πράγματα. Τελείως αντίθετα με την κατηγορία ότι ο Θεός δεν έδειξε σεβασμό στο γυναικείο φύλο και στο γάμο, αυτός εθέσπισε υψηλή ηθική νομοθεσία για να προστατεύση τα δικαιώματα και τα προνόμια της πρώτης γυναικός καθώς επίσης και οποιασδήποτε δευτερευούσης συζύγου και των τέκνων της. (Δευτ. 21:15-17) Συνεπώς, μολονότι ο Ιεχωβά δεν απηγόρευσε την πολυγαμία, ενεθάρρυνε με θετικό τρόπο την αγάπη και τον σεβασμό στο γάμο, και απηγόρευσε τη σεξουαλική ανηθικότητα. Ο ηθικός του κανών ήταν δίκαιος, τέλειος.
Ο Ιησούς ετόνισε ένα σημαντικό σημείο για το γάμο στα εδάφια Ματθαίος 19:8, 9. Σχετικά με το γεγονός ότι το διαζύγιο επετρέπετο κάτω από το νόμο που είχε δώσει ο Θεός μέσω του Μωυσέως, ο Χριστός είπε: «Ο Μωυσής, διά την σκληροκαρδίαν σας συνεχώρησεν [έκαμε παραχώρησιν, ΜΝΚ] εις εσάς να χωρίζησθε τας γυναίκας σας· απ’ αρχής όμως δεν έγεινεν ούτω. Σας λέγω δε, ότι όσης χωρισθή την γυναίκα αυτού, εκτός διά πορνείαν, και νυμφευθή άλλην, γίνεται μοιχός.» Είναι καταφανές ότι, όπως ακριβώς και στην περίπτωσι του διαζυγίου, ο Θεός έκαμε την παραχώρησιν στην ανοχή της πολυγαμίας, αλλά ωστόσο την έθεσε κάτω από αυστηρές διατάξεις.
Αυτό θα μπορούσε να παραβληθή με την άδεια του Θεού στις ‘υπερέχουσες εξουσίες’, τις κοσμικές κυβερνήσεις. Δεν τις έχει εγκαθιδρύσει από την αρχή ο Ιεχωβά. Αλλά υπάρχουν και δεν ήλθε ακόμη ο καιρός του Θεού να τις καταργήση. Έτσι δίνει στους δούλους του κατευθύνσεις όσον αφορά το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στις σχέσεις των μ’ αυτή τη διευθέτησι που αυτός επιτρέπει για ένα χρονικό διάστημα.—Ρωμ. 13:1-7.
Ποια ακριβώς είναι η Χριστιανική στάσις έναντι της πολυγαμίας; Επιτρέπεται, ή έχει παρέλθει η χρονική περίοδος τής ανοχής της από τον Θεό;
Ο Ιησούς, προτού κάμη τα σχόλια που ανεφέρθησαν ανωτέρω, παρέθεσε το εδάφιο Γένεσις 2:24, λέγοντας: «Θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν.» (Ματθ. 19:5) Ο Θεός έδωσε στον Αδάμ μόνο μία σύζυγο. Το πρότυπον ήταν να γίνουν οι ΔΥΟ, όχι, τρεις ή τέσσερες, μία σαρξ. Σαφώς ο Ιησούς κατηύθυνε τους ακολούθους του να επιστρέψουν στον αρχικό τρόπο του Θεού όσον αφορά τον ανθρώπινο γάμο, δηλαδή, να έχη ο άνδρας μόνο μία ζώσα σύζυγο. Κάτω από έμπνευσι ο απόστολος Παύλος έδειξε ότι αυτή είναι η ορθή κατανόησις. Στο εδάφιο 1 Κορινθίους 7:2, έγραψε: «Ας έχη έκαστος την εαυτού γυναίκα, και εκάστη ας έχη τον εαυτής άνδρα.» Και έδωσε οδηγίες να είναι κάθε διωρισμένος υπηρέτης στην εκκλησία «μιας γυναικός ανήρ,» δείχνοντας έτσι τον κανόνα για τους Χριστιανούς.—Τίτον 1:6· 1 Τιμ. 3:2, 12.
Έτσι ο Θεός έθεσε τέρμα στην περίοδο της παραχωρήσεως όσον αφορά την γαμήλιο διευθέτησι. Απλώς επανέφερε τα πράγματα στο σημείο που τα είχε εγκαθιδρύσει στην αρχή. Δεν υπήρξε, λοιπόν, καμμιά αλλαγή στις ηθικές αρχές του Θεού—παρέμειναν τέλειες. Και ο Ιεχωβά εξακολούθησε να εναντιώνεται στη σεξουαλική ανηθικότητα. Με πολλή συνέπεια την εθεώρησε ως κάτι βδελυκτό και άξιο αυστηρής τιμωρίας.—Γαλ. 5:19-21· 1 Κορ. 5:9-13· 6:9, 10.
Όπως είδαμε, κάτω και από τις δύο διευθετήσεις—όταν επέτρεψε προσωρινά την πολυγαμία και κάτω από το Χριστιανικό σύστημα, όπου απαιτεί μονογαμία—ο Ιεχωβά εναντιώθηκε στη χαλαρότητα και τη σεξουαλική ανηθικότητα, και έχει ενθαρρύνει χαλιναγώγησι, αγάπη και σεβασμό στον γάμο. Ο Μωυσής ωμίλησε για τον Ιεχωβά ότι είναι «δίκαιος και ευθύς.» Ο Χριστός και ο Παύλος ανεφέρθησαν, επίσης, στον Ιεχωβά ως δίκαιον. (Ιωάν. 17:25· Ρωμ. 3:26) Κι’ εμείς σήμερα έχομε σοβαρούς λόγους να συμφωνήσωμε μαζί τους, γνωρίζοντας ότι ο Θεός υπήρξε συνεπής και τέλειος στην ηθική.
● Τι εννοούσε ο Ιησούς όταν είπε «δεν είναι δυνατόν προφήτης να απολεσθή έξω της Ιερουσαλήμ»;—Ι.Β., Η.Π.Α.
Κάποτε μετά το Πάσχα του 32 μ.Χ., «ήρχισεν ο Ιησούς να δεικνύη εις τους μαθητάς αυτού, ότι πρέπει να υπάγη εις Ιεροσόλυμα, και να πάθη πολλά από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, και να θανατωθή.» (Ματθ. 16:21) Εγνώριζε προκαταβολικά ότι θα κατεδικάζετο σε θάνατο και θα εφονεύετο μέσα και γύρω στην Ιερουσαλήμ, όχι στην Κόρινθο, Ρώμη, Σαμάρεια ή σε οποιαδήποτε άλλη πόλι. Είχε αποσταλή εις τον οίκον του Ισραήλ, και θ’ απέθνησκε στην πρωτεύουσα των Ιουδαίων.—Ματθ. 15:24.
Αργότερα στο ίδιο εκείνο Ιουδαϊκό σεληνιακό έτος ο Χριστός αναφέρθηκε πάλι στον πλησιάζοντα θάνατό του στην Ιερουσαλήμ και είπε: «Ουκ ενδέχεται προφήτην απολέσθαι έξω Ιερουσαλήμ (Κείμενον). Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας, και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου . . . , και δεν ηθελήσατε! Ιδού, σας αφίνεται ο οίκος σας έρημος.»
Μολονότι η Ιερουσαλήμ μπορούσε να κληθή «η φονεύουσα τους προφήτας,» λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν προφήτης να απολεσθή έξω της Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς δεν εννοούσε ότι κανένας Ιουδαίος προφήτης δεν είχε ποτέ φονευθή αλλού. Κατά τον Ιώσηπον, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής απεκεφαλίσθη στον Μαχαιρούν, στα Νότια της Περαίας πλησίον της Νεκράς Θαλάσσης. Προφανώς, το σημείον που διευκρίνιζε ο Ιησούς ήταν ότι ήταν κατάλληλο και έπρεπε ν’ αναμένεται ότι αν οι Ιουδαίοι επρόκειτο να φονεύσουν ένα προφήτην, και ιδιαιτέρως τον Μεσσία, θα ήταν στην Ιερουσαλήμ.
Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι η Ιερουσαλήμ ήταν η τοποθεσία των εβδομήκοντα και ενός μελών του Σάνχενδριν ή του ανωτάτου δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον νόμο του Θεού, ένας ψευδοπροφήτης έπρεπε ν’ αποθάνη. (Δευτ. 18:20) Το Ιουδαϊκόν Μισνά εξηγεί: «Δεν είχε καταδικασθή σε θάνατο από το δικαστήριο στην ιδίαν αυτού πόλιν ούτε από το δικαστήριο που ήταν στην Τζαπνέ, αλλ’ εφέρθη στο Ανώτατο Δικαστήριο (Σάνχενδριν) που ήδρευε στην Ιερουσαλήμ.» (Σάνχενδριν, μέρος 11, παρ. 4) Έτσι, αφού το Σάνχενδριν συνήρχετο μόνο στην Ιερουσαλήμ, και έμπροσθεν του σώματος αυτού οι «ψευδοπροφήται» θα εδικάζοντο, κατεδικάζοντο και θα εφονεύοντο, ο Ιησούς μπορούσε να κάμη το σχόλιο που έκαμε, γνωρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέται δεν τον εδέχθησαν ως αληθινό προφήτη του Θεού.
Επιπρόσθετα, ο Ησαΐας προείπε ότι ο Μεσσίας θα εφέρετο ως πρόβατον επί σφαγήν. (Ησ. 53:7) Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής εκάλεσε τον Ιησούν «ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» (Ιωάν. 1:29) Πού, λοιπόν, θα ήταν κατάλληλο μέρος να θυσιασθή ο Ιησούς ως ένας αμνός, ως ο Πασχαλινός αμνός; (1 Κορ. 5:7) Δεν θα ήταν στην Ιερουσαλήμ όπου οι τακτικές θυσίες προσφέρονταν στον Θεό και όπου ο Πασχαλινός αμνός εσφάζετο; Ναι, και αυτό μας δίνει ένα επιπρόσθετον ισχυρόν λόγον για τον Ιησού να δείξη την Ιερουσαλήμ ως τον τόπον του θανάτου του.
Καθώς τα πράγματα έγιναν, ό,τι είπε ο Ιησούς επαλήθευσε. Ελήφθη ενώπιον του Σάνχενδριν στην Ιερουσαλήμ και κατεδικάσθη. Και ήταν εκεί στην Ιερουσαλήμ, μόλις έξω από τα τείχη της πόλεως, όπου απέθανε.