Επιθυμούσα να Γνωρίσω τον Μεγάλον Δημιουργό Μου
Αφήγησις υπό Άννης Ε. Τσίμμερμαν
ΕΙΜΑΙ ευγνώμων για τα εξήντα τρία χρόνια που πέρασαν από τότε που αφιέρωσα τη ζωή μου στον Μεγάλο Δημιουργό μου. Πενήντα οκτώ και πλέον απ’ αυτά τα χρόνια έχουν δαπανηθή στην ολοχρόνια υπηρεσία του. Τι προνόμιο υπήρξε αυτό! Ωστόσο, εξακολουθώ να υπενθυμίζω στον εαυτό μου την ορθή στάσι που συνέστησε ο Χριστός Ιησούς και που διατυπώνεται με τα λόγια, «Δούλοι αχρείοι είμεθα· επειδή εκάμαμεν ότι εχρεωστούμεν να κάμωμεν.»—Λουκ. 17:10.
Θα θέλατε να μάθετε τι με ωδήγησε να υιοθετήσω τη ζωή του ολοχρονίου διακόνου του ‘ευαγγελίου της βασιλείας’; Λοιπόν, γεννήθηκα στο χωριό Μπλου Μπωλ στην ανατολική Πενσυλβάνια το 1895 και μεγάλωσα στη γειτονική πόλι, Νιου Χόλλαντ. Εδώ στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, καθώς εθαύμαζα συχνά την ομορφιά των ενάστρων ουρανών, άρχισε ν’ αναπτύσσεται η επιθυμία μου να γνωρίσω πιο πολύ τον Μεγάλο Δημιουργό μου. Όπως ο Δαβίδ των αρχαίων χρόνων εθαύμαζα πώς ‘οι ουρανοί διηγούνται την δόξαν του Θεού.’ Αλλά πώς μπορούσα να τον γνωρίσω καλύτερα; Οι γονείς μου δεν είχαν καμμία γνώσι του σκοπού του Θεού. Ούτε καν εγνώριζαν αν είχε όνομα.—Ψαλμ. 19:1.
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩΜΕ
Σύντομα διεπίστωσα ότι και ο πατέρας μου ερευνούσε, επίσης, για την αλήθεια σχετικά με τον Θεό και τους σκοπούς του. Άκουα συχνά τις παρατηρήσεις του στη μητέρα: «Γνωρίζω ότι δεν έχομε την αλήθεια της Γραφής, αλλά γνωρίζω ότι κάποιος κάπου την έχει, και θα ερευνώ ώσπου να τη βρω.» Επήγαινε σε μια διαφορετική εκκλησία κάθε Κυριακή και παρέμενε μετά τη λειτουργία να κάνη ερωτήσεις στους λειτουργούς για το «άδη,» την «αθανασία της ψυχής,» και την «τριάδα.» Στην επιστροφή του σπίτι η μητέρα κι’ εγώ θέταμε πάντα την ερώτησι, «Βρήκες την αλήθεια;» Η απάντησίς του ήταν πάντοτε, «Όχι.»
Ενθυμούμαι ότι έτρεχα πίσω από μια κυρία και τον σύζυγό της που πήγαιναν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Είχαν αφήσει, βλέπετε, στην πόρτα μας ένα φυλλάδιο, και καθώς το έδινα στον πατέρα, αυτός παρετήρησε: «Ίσως αυτοί να έχουν την αλήθεια.» Αυτό ήταν αρκετό για μένα. Βγήκα έξω και έτρεξα πίσω τους, και, όταν τους έφθασα, έπιασα το χέρι της κυρίας και τους προσκαλούσα να γυρίσουν πίσω διότι «είπε ο πατέρας ότι πιθανόν εσείς να έχετε την αλήθεια σχετικά με τη Βίβλο.» Φαντάζεσθε τι έκπληξι αισθάνθηκαν;
Τους πρόσφερα ακόμη και δωρεάν νυκτερινή διαμονή, δείπνο και πρόγευμα. Η κυρία με ρώτησε την ηλικία μου. Της απάντησα: «Είμαι εννέα ετών.» Δύσκολα μπορούσε να τους κατηγορήσει κανείς που δεν εδέχθησαν.
ΣΤΟΝ ΟΡΘΟ ΔΡΟΜΟ
Στις αρχές της επομένης ανοίξεως, το 1905, ένας Σπουδαστής των Γραφών παρουσιάσθηκε στο γραφείο του πατέρα μου για εργασία. Εκείνος έλαβε την εργασία κι’ εμείς ελάβαμε την αλήθεια. Ο πατέρας τον έφερε σπίτι για το γεύμα την ημέρα εκείνη και μας τον συνέστησε. Πόσο συγκινημένη ήμουν, όταν άκουσα τον πατέρα να λέγη: «Επί τέλους βρήκα την αλήθεια!» Φαίνεται ότι συζητούσαν για τη Βίβλο από τις επτά το πρωί την ημέρα εκείνη. Το υπόλοιπο της ημέρας και ως αργά τη νύχτα είχα τη χαρά να παρακαθήσω στη συζήτησι. Επί τέλους μάθαμε ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά και ότι αυτός έχει μια εκκλησία στη γη.
Σε λίγο, ακούσαμε ότι ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ, πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, επρόκειτο να κάνη περιοδεία στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες και να δώση διαλέξεις με τον εντυπωσιακό τίτλο «Στον Άδη κι’ Επιστροφή.» Είχαν γίνει διευθετήσεις να περιληφθή στο δρομολόγιό του και η πόλις μας Λανκάστερ. Η διάλεξις είχε διαφημισθή ευρέως, ακόμη και με πινακίδες στο μπροστινό μέρος κάθε τροχιοδρομικού οχήματος, που παρουσίαζαν τον ασυνήθη τίτλο, για την ευθυμία πολλών. Αλλά η Αίθουσα της Όπερας ήταν κατάμεστη, και είχε εκδηλωθή τόσο ενδιαφέρον ώστε λίγο αργότερα ωργανώθη μια εκκλησία.
Συγγενείς, φίλοι και πολλοί άλλοι εξεδήλωσαν σύντομα ενδιαφέρον και αφιέρωσαν τη ζωή των στον Ιεχωβά. Το 1907 βαπτίσθηκα για συμβολισμό της αφιερώσεώς μου. Αυτό είχε γίνει στο Νόρφολκ, Βιρτζίνια, όπου την ομιλία του βαπτίσματος είχε δώσει ο Πάστωρ Ρώσσελ.
Ο επόμενος αντικειμενικός σκοπός μου ήταν ν’ αναλάβω ολοχρόνια διακονία ως «σκαπανεύς» διαγγελεύς των «αγαθών νέων.» Εν τούτοις, μου έλλειπαν ακόμη μερικά χρόνια φοιτήσεως στο σχολείο. Εξαγόρασα το χρόνο με τακτική ενασχόλησι στη μελέτη της Γραφής. Απελάμβανα ιδιαιτέρως την ανάγνωσι του περιοδικού Η Σκοπιά καθώς εμφανιζόταν κάθε τεύχος. Συχνά το διάβαζα δυνατά στη μητέρα μου καθώς εκείνη κονσερβοποιούσε λαχανικά και φρούτα ή έκανε άλλες μικροδουλειές του σπιτιού. Τι καθημερινή γιορτή είχαμε!
Περίπου την εποχή εκείνη μετοικήσαμε μέσα στην πόλι του Λανκάστερ. Εδώ απελάμβανα συμμετοχή στη διανομή φυλλαδίων. Ξυπνούσαμε νωρίς την Κυριακή πρωί, αφήναμε ένα φυλλάδιο κάτω από κάθε πόρτα, κι’ επιστρέφαμε σπίτι εγκαίρως για το γεύμα και για να προετοιμασθούμε για τη συνάθροισι Γραφικής μας Μελέτης. Συχνά συνηθίζαμε να διανέμωμε φυλλάδια και όταν ταξιδεύαμε με τα τραίνα. Αυτό έφερνε πολλές ενδιαφέρουσες πείρες. Τις δύο τελευταίες σχολικές μου διακοπές τις διέθεσα στο να επισκέπτωμαι τα σπίτια ανθρώπων με βοηθήματα μελέτης της Γραφής που έφεραν τον τίτλο «Γραφικές Μελέτες,» πανόδετες εκδόσεις οι οποίες διετίθεντο σε τιμές κόστους σ’ εκείνους που ενδιεφέροντο.
ΟΛΟΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Τον Ιανουάριο του 1912 ανέλαβα ολοχρόνια διακονία βιβλιοπώλου, όπως εκαλούντο τότε οι «σκαπανείς.» Ήταν θαυμάσιο να ‘περισσεύωμε πάντοτε εις το έργον του Κυρίου’! (1 Κορ. 15:58) Και το να χρησιμοποιή κανείς πάντοτε τη ζωή του μ’ αυτό τον τρόπο διατηρούσε τη διάνοια πρόθυμη για ολοένα περισσότερη έρευνα των χαρακτηριστικών, των αρχών και των σκοπών του Δημιουργού. Φαινόταν ως να περιπατή και να επικοινωνή κανείς πράγματι με τον Ιεχωβά. Και τι χαρά που ήταν να ‘κηρύττωμεν από ημέρας εις ημέραν την σωτηρίαν αυτού’!—Ψαλμ. 96:2
Ο πρώτος τομεύς που μου ανετέθη περιελάμβανε την πόλι Γιορκ, της Πενσυλβανίας, και μερικές άλλες πόλεις. Σ’ ένα μέρος παρουσιάσθηκε ένα πραγματικό πρόβλημα—σε μια εκτεταμένη περιοχή κανείς δεν ήταν εκεί στην από σπίτι σε σπίτι επίσκεψι. Όλοι σχεδόν εργάζονταν στις βιομηχανίες σιγαρέττων. Η λύσις του προβλήματος ήταν να πλησιάσωμε τους διευθυντάς εργοστασίων, και να λάβωμε άδεια να μιλήσωμε με συντομία σε κάθε υπάλληλο. Ελήφθησαν παραγγελίες για τους τρεις τόμους των «Γραφικών Μελετών.» Κατόπιν η αμφιβολία. Θα κατέβαλλαν το αντίτιμο εκείνοι που παρήγγειλαν, όταν θα ήρχετο η ημέρα της πληρωμής των; Ευτυχώς, οι περισσότεροι επλήρωσαν.
Σε μια περιοχή χωρίς να γνωρίζω εξησφάλισα δωμάτιο σ’ ένα σπίτι στοιχειωμένο. Επιστρέφοντας σπίτι ένα βράδυ ενωρίτερα από τη συνήθη ώρα, και βλέποντας ότι οι άλλοι ένοικοι ήσαν ακόμη σε διακοπές, προχώρησα στο δωμάτιό μου στον τρίτο όροφο. Καθώς έκλεισα την πόρτα, άκουσα πίσω μου ένα υπερφυσικό ήχο—κάτι σαν βαριά βήματα πελωρίων ζώων που ανέβαιναν τα σκαλιά και ήρχοντο προς το δωμάτιό μου. Κατόπιν είδα να κινήται το χερούλι της πόρτας. Εκείνη τη στιγμή πόσο ευτυχής ήμουν, που θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια το βιβλιάριο «Πνευματισμός» της Εταιρίας Σκοπιά!
Χωρίς αργοπορία απηύθυνα προσευχή στον Ιεχωβά για προστασία. Πήρα στα χέρια μου μια Αγία Γραφή, και με το πρόσωπο προς την πόρτα κτυπώντας το πόδι μου για έμφασι, είπα μ’ ένα σαφή θετικό τόνο: «Εν ονόματι του Ιεχωβά σας διατάσσω να φύγετε και να μη επανέλθετε ποτέ!» Αμέσως μπορούσα ν’ ακούσω αβέβαιες κινήσεις στο διάδρομο, κατόπιν άνοιξε ένα παράθυρο και ακούσθηκε ο ήχος ισχυρού, αγρίου ανέμου, και το παράθυρο έκλεισε με κρότο. Πόσο ευγνώμων ήμουν στον Ιεχωβά για τη συμβουλή και τη βοήθεια που είχε προμηθεύσει μέσω της εκκλησίας του! Απεφάσισα να μη παραμελήσω ποτέ οποιαδήποτε πληροφορία παρέχει τόσο στοργικά.
Προς το τέλος του φθινοπώρου του 1933 είχα τη χαρά να δω τους γονείς μου να ενώνωνται μαζί μου στην ολοχρόνια υπηρεσία. Πράγματι, παρέμειναν πιστά σ’ αυτήν ωσότου ετελείωσε η πορεία των στο θάνατο. Τα συχνά των σχόλια έδειχναν ότι τα χρόνια που εδαπάνησαν ως σκαπανείς υπήρξαν τα πιο ευτυχισμένα απ’ όλα.
ΧΑΡΕΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Το 1942 προσεκλήθηκα ν’ αναλάβω έργο ειδικού σκαπανέως, που σημαίνει να δαπανά κανείς 150 ώρες το μήνα στο κήρυγμα του Λόγου του Θεού και στη διευθέτησι όσο το δυνατόν περισσοτέρων οικιακών Γραφικών μελετών. Εξακολουθώ ν’ απολαμβάνω αυτό το προνόμιο—μερικές φορές σπείροντας και σε άλλες περιπτώσεις ποτίζοντας το σπόρο που έχει ήδη φυτευθή. Είναι συγκινητικό να διαπιστώνη κανείς πάντοτε ότι είναι «ο Θεός ο αυξάνων.» (1 Κορ. 3:7, 9) Γιατί; Διότι αυτό μας κάνει πράγματι να αισθανώμεθα συνεργοί του Θεού! Πόσο μεγαλειώδες είναι να τον γνωρίζωμε τόσο καλά!
Στο Ουίλλιαμσμπουργκ, Βιρτζίνια, είχα το προνόμιο να έχω μια μικρή συμμετοχή στο σχηματισμό μιας νέας εκκλησίας λάτρεων του Ιεχωβά. Εδώ διεξήγαγα δύο Γραφικές μελέτες σε οικογένειες, όπου οι άνδρες μόλις είχαν απολυθή από το στρατό, και τώρα και οι δύο οικογένειες μετοικούσαν μακριά στις Δυτικές Πολιτείες. Εν τούτοις, και οι δύο απέβλεπαν στους μάρτυρας του Ιεχωβά κι εξακολούθησαν τη μελέτη στα νέα των σπίτια στη Δύσι. Και πού νομίζετε ότι τους συνήντησα πάλι; Ναι, σε μια από τις μεγάλες συνελεύσεις μας στη Νέα Υόρκη. Τώρα και τα δύο ζεύγη είναι βαπτισμένα και ο ένας σύζυγος μαζί με τη σύζυγό του ασχολούνται στη διακονία σκαπανέως.
ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΓΓΕΛΟΙ
Όσο περισσότερο κατώρθωνα να γνωρίσω τον Δημιουργό μου, τόσο περισσότερη εμπιστοσύνη αποκτούσα στην προστατευτική φροντίδα με την οποία περιβάλλει εκείνους που τον υπηρετούν από καρδιά. Πρέπει ένα άτομο να έχη πίστι για ν’ ανταποκρίνεται επιτυχώς στις πολλές πείρες που συναντά στο έργο του κηρύγματος της Βασιλείας. Αλλά η διαβεβαίωσις του Ιεχωβά σ’ αυτούς είναι: «Άγγελος Ιεχωβά στρατοπεδεύει κύκλω των φοβουμένων αυτόν, και ελευθερόνει αυτούς.»—Ψαλμ. 34:7, ΜΝΚ.
Ενθυμούμαι ζωηρά μια πείρα, στην οποία είχα πράγματι ανάγκη πίστεως σ’ αυτή την υπόσχεσι. Συνέβη στην Επαρχία Κάλπεπερ της Βιρτζίνια. Ενώ καθισμένη μέσα στο αυτοκίνητό μου αποτελείωνα το γεύμα μου και ήμουν απορροφημένη στην ανάγνωσι ενός αντιτύπου του περιοδικού Η Σκοπιά, παρετήρησα αιφνιδίως ότι δύο μακρά χέρια είχαν μπη μέσα στο αυτοκίνητο, το ένα χέρι κοντά στο λαιμό μου, το άλλο πίσω από το λαιμό μου, και τα δάκτυλα λυγισμένα έτοιμα να με σφίξουν. Αμέσως προσευχήθηκα στον Ιεχωβά για βοήθεια. Ο υψηλός άνδρας στεκόταν ακίνητος.
Καθώς έκανα κινήσεις για να ελευθερώσω το λαιμό μου, απασχολούσα το νου του λέγοντάς του ότι συνήθως διαβάζω το περιοδικό Η Σκοπιά όταν τρώγω το γεύμα μου, ότι πραγματικά απήλαυσα το άρθρο που μόλις είχα διαβάσει που έλεγε για τις ευλογίες που η βασιλεία του Χριστού θα έφερνε σύντομα, τις συνθήκες στις οποίες τίποτε δεν θα προξενή βλάβη ούτε φόβο. Με το λαιμό μου τώρα ελευθερωμένο, αλλά τα χέρια του ακόμη μέσα στο αυτοκίνητό μου, γύρισα το κλειδί για την ανάφλεξι, λέγοντας: «Τώρα πρέπει να πηγαίνω. Χάρηκα με τη συζήτησι που είχα μαζί σας.» Μ’ αυτά τα λόγια αυτός τραβήχθηκε πίσω, τα χέρια του κατέπεσαν στα πλευρά του και η τελευταία εικών που είχα απ’ αυτόν στον καθρέπτη του αυτοκινήτου μου ήταν ότι εξακολουθούσε να παραμένη εκεί ως ένα πέτρινο άγαλμα.
Διετήρησα στη μνήμη μου πολύ καιρό αυτή την πείρα, αλλά είχαν την εντύπωσι ότι αυτό μου έδινε το αίσθημα της στενοτέρας σχέσεως με τον Δημιουργό. Εγνώριζα ότι ο Θεός προστατεύει τους δούλους του και τους χορηγεί δύναμι ν’ αντιμετωπίσουν κάθε κακό.
Καθώς στρέφομαι πίσω στα χρόνια μου που εδαπάνησα για να γνωρισθώ με τον Ιεχωβά, έχω ν’ αφηγηθώ πολλά χαρωπά προνόμια. Έκαμα έργο σκαπανέως σε ένδεκα διάφορες πολιτείες καθώς και στην περιφέρεια της Ουάσιγκτων. Είδα την οικογένεια των λάτρεων του Ιεχωβά ν’ αυξάνη ολοένα περισσότερο έτσι ώστε σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδων που διακρατούν την ελπίδα ότι είναι πιθανόν να διαφυλαχθούν μέσα από τον Αρμαγεδδώνα αυτού του πονηρού κόσμου και να ζουν για πάντα σ’ αυτή την ωραία επίγεια κατοικία.
Ωστόσο, διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλά να μάθη κανείς ακόμη για τον στοργικό Δημιουργό. Στην καρδιά μου εξακολουθώ να είμαι εκείνο το μικρό κορίτσι που παρατηρούσε υψηλά τον έναστρο ουρανό κι’ εθαύμαζε Εκείνον τον Μεγάλον ο οποίος έκαμε όλα τόσο καλά, τόσο ωραία, τόσο θελκτικά στα μάτια των επιγείων υιών και θυγατέρων του. Δεν θέλω ποτέ ν’ αποστερηθώ τον πολύτιμο θησαυρό του να υπηρετώ τον Δημιουργό μου. Την επιθυμία της καρδιάς μου έχει εκφράσει τόσο κατάλληλα ο ψαλμωδός: «Εν εζήτησα παρά του Ιεχωβά, τούτο θέλω εκζητεί· το να κατοικώ εν τω οίκω του Ιεχωβά πάσας τας ημέρας της ζωής μου, να θεωρώ το κάλλος του Ιεχωβά, και να επισκέπτωμαι τον ναόν αυτού.»—Ψαλμ. 27:4, ΜΝΚ.