Χαρωπή Υπηρεσία με την Οργάνωσι του Ιεχωβά
Αφήγησις υπό Χέιζελ Μ. Κραλ
‘ΕΔΙΔΑΧΘΗΚΑ την οδόν που έπρεπε να βαδίσω.’ Αυτή υπήρξε η κληρονομία μου από θεοφοβούμενους γονείς που εκζητούσαν την αλήθεια. Πράγματι, αυτοί είχαν ανατραφή σύμφωνα με τη Λουθηρανή θρησκεία, αλλά δεν ήσαν ευτυχείς μ’ αυτήν. Πεινούσαν για κάτι πιο ικανοποιητικό.
Ενθυμούμαι ότι, όταν ήμουν μόλις παιδί, ήλθαν σπίτι μας ένας άνδρας με τη σύζυγο του και προσέφεραν τρία χαρτόδετα βιβλία με τον τίτλο Η Χαραυγή της Χιλιετηρίδας. Όπως απεδείχθη αργότερα, έκαναν βιβλιοπωλικό έργο (σήμερα γνωστό ως σκαπανέων διακόνων) της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Βλέπω ακόμη τα χαρωπά πρόσωπα των καθώς ωμιλούσαν μ’ ενθουσιασμό για το ελπιδοφόρο άγγελμα της Αγίας Γραφής, για τη χιλιετή βασιλεία του Χριστού, και για πολλά άλλα θαυμάσια πράγματα. Η μητέρα δέχθηκε τα βιβλία. Είχε πεισθή ότι αυτό ήταν εκείνο που ήθελε.
Ο πατέρας μου, που ήταν πάντοτε μελετητής, άρχισε να διαβάζη, και ανεγνώρισε κι αυτός γρήγορα τον γνήσιο ήχο της αληθείας του Θεού. Γρήγορα άρχισε να ομιλή σε κάθε ευκαιρία για τα νέα πράγματα που μάθαινε—στα παιδιά του, σε πελάτες του καταστήματος, υπαλλήλους, συγγενείς και γνωρίμους. Ναι, τόσο πολύ μάλιστα ώστε ακούαμε συχνά ν’ αναφέρουν τη «θρησκεία του Κραλ.» Ο καθένας ήθελε να μάθη για το μεγαλειώδες μέλλον που περιεγράφετο στην Αγία Γραφή, έλεγε ο πατέρας.
Κατόπιν ήλθε η συναρπαστική για όλους μας είδησις. Ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ, συγγραφεύς εκείνων των συγκινητικών βιβλίων που είχαμε λάβει, επρόκειτο να ομιλήση στην Ινδιανάπολι, πενήντα μίλια μακρύτερα, επάνω σ’ ένα πολύ ασυνήθιστο θέμα—«Στον Άδη μ’ Επιστροφή.» Οι γονείς μου κατέβαλαν ειδική προσπάθεια για να παρευρεθούν κι επέστρεψαν από τη διάλεξι γεμάτοι έξαψι. Ποτέ δεν είχαν ακούσει μια τέτοια ομιλία! Ήσαν τόσο ευτυχείς ώστε δεν τους ενδιέφεραν τα χλευαστικά και δυσφημιστικά σχόλια εκείνων οι οποίοι ισχυρίζοντο ότι δεν υπάρχει επιστροφή από τον άδη. Ο πατέρας μου ήταν πλήρως πεπεισμένος τώρα. Η Αγία Γραφή ήταν πάντοτε κοντά του, και μολονότι ήταν γνωστός για την ακρίβεια του, τώρα αργούσε συχνά να έλθη σπίτι όταν εύρισκε κάποιον ο οποίος ήθελε ν’ ακούση τ’ «αγαθά νέα.»
Περίπου τον καιρό εκείνο ένας Σπουδαστής της Γραφής (όπως ήσαν τότε γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά) και η οικογένεια του μετοίκησαν στην πόλι μας Μάνσυ, της Πολιτείας Ινδιάνα. Μας επισκέφθηκε σπίτι διότι είχε μάθει ότι το όνομα του πατέρα μου ήταν στον κατάλογο των συνδρομητών του περιοδικού Η Σκοπιά. Μας εκάλεσε σε μια Γραφική ομιλία που επρόκειτο να δοθή σπίτι του την επομένη ημέρα που ήταν Κυριακή. Και τα εννέα μέλη της οικογενείας μας ήσαν εκεί, και έγινε η έναρξις μιας συνήθειας που την συνεχίσαμε όλα τα χρόνια—της παρακολουθήσεως συναθροίσεων.
Η πρώτη συμμετοχή μας στην από οικία σε οικία διακονία έγινε με τη διανομή φυλλαδίων. Ο τομεύς μας ήταν κάθε τι που υπήρχε μέσα σε ακτίνα τριάντα μιλίων. Μερικές ημέρες κάναμε έργο από ενωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ. Επωφελούμεθα από τις εμποροπανηγύρεις της κομητείας για να τοποθετούμε φυλλάδια στ’ αμάξια, αποφεύγοντας επιτηδείως τα λακτίσματα νευρικών άλογων ή αντιμετωπίζοντας τη θυμωμένη άρνησι ανθρώπων οι οποίοι δεν ενδιεφέροντο. Αλλά η υπηρεσία κάθε ημέρας έληγε με μια απερίγραπτη ικανοποίησι ότι είχαμε κάμει αυτό που μπορούσαμε.
Από αδελφούς βιβλιοπώλας, οι οποίοι έκαναν έργο σε γειτονικές περιοχές, και οι οποίοι συχνά ήρχοντο να περάσουν το σαββατοκύριακο σπίτι μας, μαθαίναμε πολλά. Καθώς μας αφηγούντο τις πείρες των, μαθαίναμε να εκτιμούμε την αξία των τρόπων συζητήσεως και των μέσων αποτελεσματικής προσεγγίσεως ανθρώπων. Διεπιστώσαμε την ανάγκη να είμεθα ωργανωμένοι για να έχωμε αποτελέσματα. Οι διάνοιές μας ήσαν εστραμμένες σε προνόμια υπηρεσίας, και γρήγορα αρχίσαμε να εξετάζωμε πώς κι εμείς, επίσης, μπορούσαμε να δοκιμάσωμε τις χαρές της ολοχρονίου σταδιοδρομίας κηρύγματος ως σκαπανείς διάκονοι.
ΕΝΑΡΞΙΣ ΕΡΓΟΥ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Το καλοκαίρι του έτους 1908 έφερε μαζί του ένα μεγάλο γεγονός για την οικογένειά μας. Παρευρεθήκαμε στη συνέλευσι του Πουτ-εντ-Μπαίη, Οχάιο, και έξη μέλη της οικογενείας, στα οποία περιελαμβανόμεθα ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ η ιδία, εσυμβολίσαμε την αφιέρωσί μας στον Ιεχωβά, κι εβαπτισθήκαμε από τον αγαπητό μας αδελφό στην πίστι Ο. Ε. Βαν Άμπουργκ. Εκείνο το ίδιο καλοκαίρι ανέλαβα την διακονία σκαπανέως, πρώτα στη δική μας πόλι και κατόπιν στις γειτονικές κομητείες. Οι ημέρες ήσαν γεμάτες από νέες κι ενισχυτικές πείρες, οι οποίες επρόκειτο να με βοηθήσουν πολύ στα χρόνια που θ’ ακολουθούσαν.
Κατόπιν ήλθε η συναρπαστική είδησις ότι ο Πάστωρ Ρώσσελ θα ήρχετο στην πόλι μας να δώση μια δημοσία διάλεξι. Τι μεγάλη χαρά! Κι εργασθήκαμε σκληρά και πολύν καιρό, για να γράψωμε πινακίδες και σήματα για τους δρόμους, να πηγαίνωμε από θύρα σε θύρα με προσκλήσεις και να επισκεπτώμεθα προσωπικώς τον εμπορικό κόσμο της κοινότητος. Φαντασθήτε τη χαρά μας όταν η Όπερα Χάουζ είχε γεμίσει και υπερεκχειλίσει μισή ώρα προτού αρχίση η ομιλία. Επί δύο ώρες το ακροατήριο άκουε με τεταμένη προσοχή. Κατόπιν, άνδρες και γυναίκες καθυστερούσαν για να εκφράσουν την εκτίμησί των γι’ αυτά που είχαν ακούσει. Και εχαιρόμεθα γι’ αυτά τ’ αποτελέσματα της ωργανωμένης υπηρεσίας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό εκείνων των ημερών που πάντοτε μ’ εβοήθησε πολύ να διατηρήσω την ιδιότητα του ολοχρονίου κήρυκος των «αγαθών νέων,» ήταν οι επισκέψεις εκπροσώπων της Εταιρίας Σκοπιά, που τότε ήσαν γνωστοί ως «πίλγκριμ.» Ευτυχώς, το σπίτι μας φαίνεται ότι ήταν πάντοτε επάνω στο κέντρον του δρομολογίου των αφωσιωμένων εκείνων δούλων του Ιεχωβά. Πόσο απολαμβάναμε τις επισκέψεις των Ι. Φ. Ρόδερφορδ, Α. Κ. Μακμίλλαν, Χ. Χ. Ρήμερ, Κ. Α. Ουάιζ, Ρ. Χ. Μπάρμπερ, και δεκάδων άλλων! Πόσο προσέθεταν αυτές στο αυξανόμενο ρεύμα χαράς και στα πλούτη της πίστεως μας! Και πόσο μας εβοήθησαν να εκτιμήσωμε την οργάνωσι του Ιεχωβά!
ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΠΕΘΕΛ
Μια περίοδος της ζωής μου πολύ πολύτιμη για μένα άρχισε όταν, το 1913, έγινα δεκτή ως μέλος της οικογενείας των κεντρικών γραφείων στο Μπέθελ του Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης. Το έτος εκείνο, επίσης, ήταν σε πορεία παραγωγής το Φωτόδραμα της Δημιουργίας. Απετελείτο από κινηματογραφική ταινία και ωραιότατα έγχρωμα σλάιντς με σκηνές από την ιστορία της Αγίας Γραφής, συγχρονισμένες με ομιλίες και μουσική σε δίσκους φωτογράφου. Η προβολή εγίνετο σε τέσσερα μέρη, που το καθένα διαρκούσε δύο ώρες.
Η Εταιρία Σκοπιά είχε αγοράσει, ένα ημιτελές κτίριο θεάτρου στην 63η Ουέστ Στρητ, λίγο μακρύτερα από το Μπρόντγουεη του Μανχάτταν. Πολλά αφωσιωμένα χέρια εργάσθηκαν στην ανοικοδόμησι ημέρα και νύχτα για να το ετοιμάσουν για την αφιέρωσι. Ονομάσθηκε «Δη Τεμπλ.» Ακόμη πιο μεγάλη ήταν η χαρά που δοκιμάσαμε εκείνη την Κυριακή στις αρχές Ιανουαρίου του 1914, όταν είχαμε την πρώτη μας προβολή του ωραίου και εκπαιδευτικού Φωτοδράματος.
Την επομένη ημέρα ο Πάστωρ Ρώσσελ διώρισε έμενα, μαζί με τον αδελφό μου και την αδελφή μου, στην υπηρεσία προβολής του Φωτοδράματος στο «Τεμπλ,» που εγίνετο δυο φορές την ημέρα. Αργότερα η Εταιρία διευθέτησε ένα πρόγραμμα προβολής του Φωτοδράματος σε κάθε κωμόπολι ή πόλι με πληθυσμό από 5.000 κατοίκους και άνω. Αυτό ήταν πραγματικά ένα πολυάσχολο έτος αλλά κι ευτυχισμένο.
Στη διάρκεια εκείνου του έτους οι συζητήσεις την ώρα των γευμάτων στο Μπέθελ εγίνοντο με ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον. Συχνά ο Αδελφός Ρώσσελ μάς κρατούσε στο τραπέζι αρκετή ώρα ύστερ’ από το γεύμα για να συζητήση το τέλος των «Καιρών των Εθνών» και την ελπίδα μας σε συσχετισμό μ’ αυτό το γεγονός. Ενθυμούμαι καλά την καλή του συμβουλή και ειλικρινή νουθεσία να «κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την παρρησίαν και το καύχημα της ελπίδος.» (Εβρ. 3:6) Εδήλωσε ότι το χαρακτηριστικό του χρόνου είχε εξετασθή και πάλι κι εξακολουθούσε να φαίνεται ακριβές, αλλ’ αν ανεμέναμε περισσότερα απ’ όσα δείχνουν οι Γραφές, τότε πρέπει να είμεθα έτοιμοι να κάμωμε αναπροσαρμογή της διανοίας και της καρδιάς μας με πίστι στις οδούς του Ιεχωβά και ν’ αναμένωμε αυτόν για την επεξεργασία των γεγονότων που σχετίζονται μ’ αυτό. Τι έξοχη συμβουλή απεδείχθη ότι ήταν αυτή!
Ύστερ’ από μερικά χρόνια όσοι παρακολουθούσαν τις δημόσιες διαλέξεις μας ενεθαρρύνοντο, αν ενδιεφέροντο, να γνωστοποιήσουν το όνομα και τη διεύθυνσί των για να τους γίνουν επανεπισκέψεις για περαιτέρω Γραφική συζήτησι. Μερικές απ’ αυτές τις επισκέψεις παρετείνοντο ως αργά τη νύχτα, καθώς οι άνθρωποι έδειχναν ενδιαφέρον στην οργάνωσι, η οποία διευθετούσε τις διαλέξεις και ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τη θαυμασία ελπίδα της Αγίας Γραφής. Κάθε μέρα ήταν ως μια μεγάλη περιπέτεια και μας κρατούσε αγρύπνους και σε κατάστασι προσευχής για να είμεθα «πάντοτε έτοιμοι εις απολογίαν» για την ελπίδα που έχομε.—1 Πέτρ. 3:15.
Μπορείτε να μας φαντασθήτε ενασχολημένους στη διακονία ένα απ’ εκείνα τα πολυάσχολα βράδυα; Μεταφέραμε μαζί μας τουλάχιστον τέσσερες σειρές από τους επτά τόμους των Γραφικών Μελετών. Ίσως να έπρεπε να βαδίσωμε μίλια και μίλια προτού τελειώση το ταξίδι. Αλλά τι χαρά έφερνε αυτό!
ΟΤΑΝ ΘΛΙΨΕΙΣ, ΤΟΤΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΧΑΡΑ
Όταν αντιμετωπίζαμε τις περιπλοκές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε κατεβάλλοντο προσπάθειες να σταματήση το Χριστιανικό μας έργο και εξαρθρωθή η οργάνωσις, εκτιμήσαμε όπως ποτέ πριν το γεγονός ότι ο Θεός έχει μια οργάνωσι. Ενθυμούμαι όταν ελάβαμε το ειδικό φυλλάδιο Μηνιαίον των Σπουδαστών της Γραφής με τον τίτλο «Η Πτώσις της Βαβυλώνος.» Διεπιστώσαμε ότι απητείτο θάρρος για να διανεμηθή αυτό το ισχυρό άγγελμα, με τη γελοιογραφία του που έδειχνε τα τείχη της Βαβυλώνος να σωριάζωνται μια-μια πέτρα. Πράγματι, ενώ συμμετείχαμε ένα πρωί στη διανομή του είκοσι περίπου μίλια μακριά από το σπίτι, η μητέρα μου κι εγώ μαζί με δύο άλλους Μάρτυρας καταλήξαμε στη φυλακή—σε απομόνωσι επί μια ολόκληρη ημέρα σχεδόν ολόκληρη τη νύχτα. Ένας δικηγόρος, στο γραφείο του οποίου παραμείναμε αρχικά, εξεφώνησε: «Αν αυτοί οι άνθρωποι είναι Χριστιανοί, τότε συμβαίνει εδώ σήμερα αυτό που είναι τρομερό.»
Όταν, αργότερα, οι Χριστιανοί αδελφοί μας στο Μπέθελ του Μπρούκλυν εδικάζοντο και κατεδικάζοντο και κατεδικάσθησαν σε μακρές ποινές φυλακίσεως, ήσαν πράγματι καιροί δοκιμασίας. Εν τούτοις, ανακτήσαμε θάρρος έτσι ώστε ανελήφθη μια κίνησις για την κυκλοφορία αιτήσεως αποφυλακίσεώς των από την άδικη φυλάκισι. Και πάλι με συνέλαβαν, με ωδήγησαν αυτή τη φορά στο αρχηγείο της αστυνομίας για ανάκρισι κεκλεισμένων των θυρών. Μου έδειξαν τον φάκελλο που είχαν σχηματίσει για τους Σπουδαστάς της Γραφής και με υπέβαλαν σε εξαντλητική ανάκρισι επί πολλή ώρα για τον σκοπό και την φύσι της δράσεως μας. Τελικά δέχθηκαν να λάβουν εκδόσεις μας, οι οποίες εξηγούσαν τη θέσι μας, και υπεσχέθησαν να τις διαβάσουν προσεκτικά για να γνωρίζουν τι να πουν όταν ελάμβαναν τηλεφωνήματα παραπόνων για τη δράσι μας.
Τι ευτυχισμένη ημέρα ήταν, όταν πληροφορηθήκαμε ότι οι αξιωματούχοι της Εταιρίας Σκοπιά είχαν αφεθή ελεύθεροι και απαλλαγή της κατηγορίας! Πόσο ευγνώμονες είμεθα όλοι στον Ιεχωβά! Γρήγορα, τότε, προέκυψαν οι αποδείξεις για την ανάγκη μιας πιο ισχυρής, πιο αφοσιωμένης οργανώσεως. Στο Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο, επρόκειτο να λάβη χώρα μια συνέλευσις. Είχαμε έντονη επιθυμία να ιδούμε πνευματικούς αδελφούς και αδελφές μας και να μιλήσωμε μαζί τους. Και τώρα η συνέλευσις μάς έδινε αυτό που επιθυμούσαμε και ασφαλώς υπερέβαινε όλες τις προσδοκίες μας. Και μια μεγάλη έκπληξις! Ένα νέο και ισχυρό όργανο για τη διακονία μας είχε τεθή σε κυκλοφορία—Ο Χρυσούς Αιών, ένα Περιοδικό Γεγονότων, Ελπίδος και Πεποιθήσεως. που αργότερα έγινε γνωστό ως Ξύπνα! Ήταν προνόμιό μου να βρίσκομαι μεταξύ εκείνων οι οποίοι είχαν διορισθή να δεχθούν συνδρομές από τους αδελφούς οι οποίοι είχαν συγκεντρωθή εκεί στο Σήνταρ Πόιντ. Τώρα, ύστερ’ από πενήντα σχεδόν χρόνια, με αμείωτη χαρά εξακολουθούμε να παρουσιάζουμε αυτό το θαυμάσιο περιοδικό στους ανθρώπους.
Και πάλι το 1922 είχαμε ενωθή σε συνέλευσι στο Σήνταρ Πόιντ. Ήταν ωσάν να πατούσαμε πάλι σε στερεό έδαφος όταν ακούσαμε το λόγια, «Πάλι στον αγρό, Ω σεις οι υιοί του υψίστου Θεού!» Και πόσο συναρπαστικό ήταν όταν αιφνιδίως ξεδιπλώθηκε η επιγραφή επάνω από το βήμα και αντικρύσαμε το σύνθημα της εκστρατείας μας, «Διαφημίσατε, τον Βασιλέα και την Βασιλείαν του.»
ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Το 1926 η αδελφή μου Έλεν κι εγώ ανελάβαμε την ολοχρόνια διακονία κηρύγματος. Πόσο χαρούμενη ήμουν ν’ αναλάβω και πάλι αυτά τα προνόμια! Δύσκολοι καιροί είχαν έλθει, όμως, και συχνά έπρεπε ν’ ανταλλάσσουμε Γραφικές εκδόσεις με οτιδήποτε είχαν να προσφέρουν οι άνθρωποι—πουλερικά, καλαμπόκι, αυγά, σιρόπι, και άλλα. Ανταλλάζαμε ακόμη και με περιτυλίγματα σαπουνιού κατά χιλιάδες, και το βράδυ, καθώς συζητούσαμε τις πείρες της ημέρας, αποκόπταμε τα κουπόνια.
Σε μέρη όπου εντοπίζαμε ανθρώπους οι οποίοι πράγματι ενδιεφέροντο για μελέτη της Αγίας Γραφής, κάναμε διευθετήσεις για μια επανεπίσκεψι κάποιο κατάλληλο βράδυ. Διευθετούσαμε να επανέλθωμε με μια Γραφική ομιλία σε δίσκο, και συχνά είχαμε την ευχάριστη έκπληξι να διαπιστώσουμε ότι οι οικοδεσπόται είχαν καλέσει όλους τους γείτονας να έλθουν και ν’ ακούσουν.
Σε μια μικρή πόλι μύλων οι αρχές έφεραν αντίρρησι στο Χριστιανικό μας έργο, και μας συνέλαβαν την Έλεν κι έμενα και μας έβαλαν σ’ ένα μύλο φυλακή, ένα τόπο που συνήθως προώριζαν για μεθυσμένους. Αυτό συνέβη σε μια εποχή που πολλοί όμοιοί μας Χριστιανοί σ’ όλη τη χώρα υφίσταντο διωγμό. Είχαμε μια δήθεν δίκη και μας κατεδίκασαν. Εν τούτοις, σε έφεσι που έγινε αργότερα απηλλάγημεν με μια νίκη στο Ανώτατο Δικαστήριο. Και πάλι η οργάνωσις του Ιεχωβά είχε σπεύσει σε βοήθειά μας. Σ’ όλες αυτές τις πείρες βλέπαμε πάντοτε τη στενή σχέσι που υπήρχε μεταξύ μας και των αδελφών στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας, μολονότι συχνά ήμεθα απομονωμένοι.
Το 1943 η μητέρα και ο πατέρας μου είχαν συμπληρώσει την πορεία των. Απέθαναν με την ευτυχισμένη ικανοποίησι ότι είχαν τόσο πολλά προνόμια. Πράγματι, εμείς τα παιδιά ήμεθα τώρα χωρίς τη βοήθεια και την ενθάρρυνσί των, αλλά τώρα ήμεθα αρκετά ισχυροί, με τη βοήθεια του Ιεχωβά, για ν’ αντιμετωπίσωμε τις νέες περιπτώσεις. Η Μωντ, η άλλη μας αδελφή, συγκατετέθη ν’ αναλάβη έκτακτες υποχρεώσεις για να μπορέσωμε η Έλεν κι εγώ να συνεχίσωμε το έργο σκαπανέως, που κάναμε τώρα σε περιοχή κοντά στο σπίτι. Κατόπιν, προς το τέλος του 1966, η Μωντ κοιμήθηκε στο θάνατο, και αντιμετωπίσαμε άλλη μια φορά την πρόκλησι να διευθετήσωμε πάλι τις υποθέσεις μας ώστε να εξακολουθήσωμε χωρίς διακοπή την εκλεκτή μας κλήσι. Στη θλίψι μας μάς παρηγορούσαν πολύ τα λόγια του Ψαλμού 116:15 (ΜΝΚ): «Πολύτιμος ενώπιον του Ιεχωβά [είναι] ο θάνατος των οσίων αυτού.» Υπήρχε ακόμη χαρά στο να υπηρετούμε με την οργάνωσι του Ιεχωβά.
Πριν από λίγα χρόνια ήταν συγκινητικό να επισκεφθώ πάλι το Μπέθελ του Μπρούκλυν για λίγες ημέρες. Εφαίνετο ως να μη πέρασαν τα ενδιάμεσα χρόνια και να ήμουν πάλι ένα μέλος αυτής της θαυμασίας οικογενείας. Η οικογένεια φυσικά είχε μεγαλώσει. Εν τούτοις, υπήρχαν ακόμη γνωστά πρόσωπα, μερικοί, οι οποίοι είχαν συνεχίσει πιστά το έργο από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πόσο ενθαρρυντικό είναι, όμως, το ότι, άσχετα με τα άτομα, η οργάνωσις του Ιεχωβά εξακολουθεί με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του να κατευθύνη μια επιτυχή, παγκόσμια διακονία προς αίνον του!
Καθώς τα χρόνια παρέρχονται, διαπιστώνομε ότι η δύναμις και η σωματική αντοχή ελαττώνονται αρκετά, αλλά, αντιθέτως, η χαρά εξακολούθησε ν’ αυξάνη. Εμάθαμε να είμεθα ευγνώμονες γι’ αυτό που μπορούμε να κάνωμε ακόμη και να μη δυσφορούμε γι’ αυτό που δεν μπορούμε τώρα να κάμωμε. Η μεγαλειώδης ροή Γραφικών αληθειών μέσ’ από τις στήλες του περιοδικού Η Σκοπιά μάς μετέδιδε συνεχώς δύναμι, πνευματική δύναμι η οποία μας συντηρεί και μας ωθεί να ψάλλωμε ανάμεσα στις ανθρώπινες αδυναμίες μας: «Ιεχωβά, συ είσαι ο Θεός μου· θέλω σε υψόνει, θέλω υμνεί το όνομά σου· διότι έκαμες θαυμάσια· αι απ’ αρχής βουλαί σου είναι πίστις και αλήθεια.»—Ησ. 25:1, ΜΝΚ.