Υπηρετώντας τον Ιεχωβά στη Νεότητα και στο Γήρας
Αφήγησις Υπό Κάρλος Όττ
ΑΠΟ μικρό παιδί ακόμη έμαθα να έχω βαθύ σεβασμό για το όνομα του Μεγάλου Δημιουργού Ιεχωβά Στο σπίτι είχα την ευκαιρία να διαβάζω γι’ αυτό το όνομα στη Βίβλο. Και όταν παρακολουθούσα θρησκευτικές λειτουργίες της Λουθηρανικής εκκλησίας αισθανόμουν συχνά βαθειά συγκίνησι με τις ψαλμωδίες που χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα. Επιθυμούσα να αινώ αυτό το όνομα, όπως ακριβώς ο θεόπνευστος συγγραφεύς των Ψαλμών καλούσε τους ομοίους μ’ αυτόν λάτρεις να κάμουν. (Ψαλμ. 66:1, 2) Αλλά δεν ήξερα πώς.
Στη γαλήνη του σπιτιού μας στη Βαυαρία της Γερμανίας φαινόταν ότι θα παραμέναμε μακρυά από τις πιέσεις και τις εντάσεις των παγκοσμίων εξελίξεων, αλλά το 1914 άρχισαν να μας επηρεάζουν. Ο πόλεμος ήδη εμαίνετο σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Μερικοί ήσαν εναντίον του, και πολλοί ήσαν υπέρ- και μεταξύ αυτών ιδιαιτέρως οι κληρικοί. Θυμάμαι τον Λουθηρανό ιερέα που μας έλεγε από τον άμβωνα ότι «αν η κυβέρνησις κηρύξη τον πόλεμο . . . είναι διότι το θέλημα του Θεού εκδηλώνεται υπέρ αυτού.»
Όπως πολλοί άλλοι νέοι, έπρεπε να πάω στην πλησιεστέρα πόλι για να καταταγώ στο στρατό. Στο δρόμο είχα μια συζήτησι με τον πατέρα μου. Δεν συμφωνούσε με την άποψι του ιερέως, και θυμάμαι καλά τα λόγια του: «Δεν νομίζω ότι είναι ορθό οι Λουθηρανοί να φονεύουν Λουθηρανούς και οι Καθολικοί να φονεύουν Καθολικούς.»
Στα χαρακώματα δεν είναι καιρός για πνευματικές σκέψεις. .Βρισκόμασταν πάντοτε σε κίνησι, μεταφερόμενοι συνεχώς από ένα τόπο σ’ ένα άλλο ωσότου φθάσαμε στο λιμένα Ρεβάλ (που τώρα λέγεται Τάλλιν) στη Βαλτική Θάλασσα. Οι μέρες περνούσαν, και κατόπιν ήλθε το 1918 και η Ανακωχή. Ξεκινήσαμε για επιστροφή στη Γερμανία και στο σπίτι. Ο εξάδελφός μου, ο οποίος ήταν Σπουδαστής των Γραφών, όπως ήσαν τότε γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά, μου έδωσε ένα από τα βιβλιάρια του Κ. Τ. Ρώσσελ Τι Λέγουν οι Γραφές για τον Άδη; Υποσχέθηκε να επανέλθη την επομένη εβδομάδα για να μιλήσωμε περισσότερο γι’ αυτό. Τόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον μου ώστε έγραψα στο γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπάρμεν-Έλμπερφελντ και παρεκάλεσα να μου στείλουν κάθε διαθέσιμο βιβλίο του Ρώσσελ. Έγινα επίσης συνδρομητής στο περιοδικό Σκοπιά. Σε μια εβδομάδα έλαβα τέσσερα βιβλία, που ένα απ’ αυτά ήταν Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων.
Με είχε τόσο απορροφήσει αυτό το βιβλίο ώστε εξακολουθούσα να διαβάζω ως τις τέσσερες το επόμενο πρωί. Όταν ο πατέρας μου το άκουσε αυτό, μ’ επέπληξε, λέγοντας: «Παύσε να διαβάζης τόσο πολύ . . . ξοδεύεις πολύ ηλεκτρικό ρεύμα.» Καθώς εξακολουθούσα το διάβασμά μου, άρχισα να βλέπω ότι εχρειάζετο μια ζωή αφωσιωμένη στον Ιεχωβά Θεό. Έμαθα, επίσης, ότι η απόφασις ν’ αφιέρωση κανείς τη ζωή του στον Θεό δεν μπορούσε να ληφθή κατάλληλα απλώς βάσει συγκινήσεων. Εσήμαινε πλήρη αλλαγή στη ζωή ενός ατόμου,
ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑ ΝΑ ΚΗΡΥΞΩ
Όταν έμαθα ότι άλλοι διέδιδαν το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού με τις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά, επιθυμούσα να συμμετάσχω κι’ εγώ σ’ αυτό το έργο. Αλλά δεν αισθανόμουν αρκετά καταρτισμένος. Κατέβαλα προσπάθειες να έλθω σ’ επαφή με τους Σπουδαστάς της Γραφής. Τελικά ανεκάλυψα μια εκκλησία στη Νυρεμβέργη και άρχισα να μελετώ μαζί τους. Πολλοί απ’ αυτούς μ’ επεσκέφθησαν και με τη συζήτησι διήγειραν την επιθυμία μου να κάμω και άλλους κοινωνούς του ευαγγελίου. Άρχισα να μεταδίδω σε μέλη της οικογενείας μου εκείνα που μάθαινα. Δυο αδελφές μου με ακολούθησαν αργότερα στη συναναστροφή με τους Σπουδαστάς της Γραφής. Πολύ σύντομα έλαβα μέρος στη διανομή εντύπων από θύρα σε θύρα, και ακόμη άρχισα να επισκέπτομαι άλλες γειτονικές πόλεις όπου δίναμε μαρτυρία στους ανθρώπους και δίναμε δημόσιες Γραφικές ομιλίες.
Η εκστρατεία μας για Γραφική εκπαίδευσι εξώργισε τους κληρικούς και εξήγειραν τις αρχές εναντίον μας. Μ’ επισκέφθηκε η αστυνομία και με ρώτησε: «Ποιος σε πληρώνει για να κάμης αυτό το έργο;» Απήντησα ότι κανείς δεν με πλήρωνε και ότι το έκανα για τον Θεό. Μου απήντησαν: «Νομίζεις ότι θα σε πλήρωση ο Θεός γι’ αυτό που κάνεις;» «Ναι,» είπα χωρίς δισταγμό, «Είμαι πολύ βέβαιος γι’ αυτό, και αυτός είναι ο λόγος που αινώ τον Θεό δημοσία.» Ο πατέρας μου θυμάμαι ότι πήρε το μέρος μου σ’ εκείνη τη συζήτησι.
ΕΠΕΚΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΟΥ
Όταν είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω μια προβολή του «Φωτοδράματος της Δημιουργίας,» που παρουσίαζε με σλάιντς και ταινία την ιστορία της αληθινής ζωής της Βίβλου με κατάλληλα σχόλια, αυτό με βοήθησε ν’ αποφασίσω ν’ αφιερωθώ στον Θεό και. να γίνω διάκονός του. Εκείνη την αφιέρωσι την εσυμβόλισα με το εν ύδατι βάπτισμα στις 19 Αύγουστου 1919. Μολονότι εξακολουθούσα ακόμη να βοηθώ τον πατέρα μου στο αγρόκτημα, άρχισα να σκέπτωμαι για μια ζωή ολοχρονίου υπηρεσίας στη διακονία του κηρύγματος.
Τελικά έγραψα στην Εταιρία. Ο πατέρας μου σκέφθηκε ότι δεν ήμουν ρεαλιστής και μου είπε ότι θα λιμοκτονούσα. Του απήντησα ότι ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε κόρακες για να θρέψη τον προφήτη Ηλία (1 Βασ. 17:6), ότι ο Ιησούς έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους με λίγους άρτους και μερικά ψάρια, και ο Λουκάς στο εδάφιο 22:35 αναφέρει ότι όταν ο Ιησούς ερώτησε τους μαθητάς του αν είχαν αισθανθή κάποια έλλειψι στην υπηρεσία του, εκείνοι απήντησαν Όχι. Εγώ ήλπιζα στον Ιεχωβά, και τώρα, ύστερ’ από πενήντα ένα περίπου χρόνια, μπορώ να βεβαιώσω ότι η εμπιστοσύνη μου δεν ήταν αδικαιολόγητη.
Όταν η Εταιρία ρώτησε που ήθελα να υπηρετήσω, υπέδειξα το Ίνγκολσταντ, διότι ενδιαφερόμουνα να μάθω όλα τα σχετικά με την ίδρυσι μιας εκκλησίας του λαού του Θεού από οργανωτική άποψι. Σύντομα μ’ έστειλαν στη βόρειο Βαυαρία και το 1922 ένας όμιλος από εμάς τους σκαπανείς ή ολοχρονίους διακόνους του Λόγου του Θεού είχαμε επισκεφθή οκτώ πόλεις και ιδρύσαμε κέντρα μελέτης της Γραφής, από τα οποία πολλά εξελίχθησαν αργότερα σε δραστήριες εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Τον Μάιο του 1925, στη διάρκεια μιας συνελεύσεως στο Μάγκντεμπουργκ, όπου ήσαν τότε τα γραφεία του τμήματος της Εταιρίας, ο Πρόεδρος Ι Φ. Ρόδερφορντ μου είπε να πάω στην Αργεντινή, στη Νότιο Αμερική. Φαντασθήτε πόσο συγκινητικό ήταν αυτό! Να διασχίσω τον Ατλαντικό για να πάω να υπηρετήσω σ’ ένα τόπο όπου λίγο έργο της Βασιλείας είχε γίνει! Είχα μεγάλη χαρά.
Επιβιβάσθηκα στις 12 Ιουλίου κι’ έφθασα στο Μπουένος Άιρες στις 26 Ιουλίου. Ο Χουάν Μιούνιζ, αντιπρόσωπος της Εταιρίας στην Αργεντινή, και άλλοι δύο Μάρτυρες περίμεναν την άφιξί. μου. Μόλις είχαν παραλάβει τέσσερες τόννους Γραφικά φυλλάδια και το έργο μας ήταν να τα διαθέσωμε. Σηκωνόμασταν νωρίς το πρωί και ως την ώρα του προγεύματος είχαμε διαθέσει χιλιάδες φυλλάδια. Τα βάζαμε κάτω από τις πόρτες ή κάπου αλλού όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να τα βρουν.
Από το σπίτι μας, που ήταν επίσης τόπος συναθροίσεως για Γραφική μελέτη, εγίνετο η διοργάνωσις του έργου διαδόσεως του αγγέλματος της Βασιλείας μ’ επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι. Οι εκδόσεις που χρησιμοποιούσαμε περιελάμβαναν και το βιβλιάριο Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει, το Φωτόδραμα της Δημιουργίας σε σχήμα βιβλίου, Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων και Η Κιθάρα του Θεού. Αισθανόμουν χαρά να επισκέπτωμαι σχολεία, ιδιαίτερα Γερμανικά σχολεία, όπου συνηθίζαμε να παίρνωμε τη διεύθυνσι των μαθητών-300 περίπου σε διάστημα δύο μηνών. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν να δώσωμε στους γονείς των το άγγελμα της Βασιλείας στη γλώσσα των. Ήταν επίσης συγκινητικό όταν είδαμε τους πρώτους δύο από εκείνους τους Γερμανόφωνους να σηκωθούν για να συμβολίσουν την αφιέρωσί των στον Ιεχωβά!
Στη διάρκεια μερικών ετών με είχαν στείλει σε διάφορα μέρη της Αργεντινής για τη διοργάνωσι συναθροίσεων για Γραφικές συζητήσεις. Κατόπιν, το 1928, με διώρισαν στο Μοντεβιντέο της Ουρουγουάης, όπου πέρασα δέκα χρόνια σ’ ευχάριστη ενασχόλησι του έργου της Βασιλείας, Το 1939 με ανεκάλεσαν στην Αργεντινή, και τότε διωρίσθηκα σκαπανεύς διάκονος και επίσκοπος εκκλησίας στη Μπαχία Μπλάνκα. Το επόμενο έτος της υπηρεσίας μου εκεί, μ’ εκάλεσαν να υπηρετήσω στο γραφείο του τμήματος της Εταιρίας στο Μπουένος Άιρες. Η πρώτη μου εργασία εκεί ήταν στο τμήμα αποστολής,
ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Ότι ζούσαμε σε μια εποχή που επρόκειτο να συμβούν μεγάλα πράγματα, ήμεθα όλοι απολύτους βέβαιοι. Το 1945 περιμέναμε με ανυπομονησία στην Αργεντινή την επίσκεψι του Ν. Ο. Νορρ, προέδρου της Εταιρίας. Μας υποσχέθηκε να στείλη μερικούς ιεραποστόλους αποφοίτους της Σχολής Γαλαάδ της Εταιρίας για να βοηθήσουν στις ευκαιρίες ευρείας επεκτάσεως που παρουσίαζε το έργο κηρύγματος της Βασιλείας. Μας είπε, επίσης, ότι θα καλούσαν με τον καιρό στη Σχολή Γαλαάδ για εκπαίδευσι μερικούς εντοπίους Μάρτυρας.
Στη διάρκεια εκείνης της επισκέψεως ο Πρόεδρος Νορρ έκαμε διευθετήσεις για ν’ αρχίσωμε εβδομαδιαία μαθήματα για εκπαίδευσι ομιλιών επί της Γραφής σ’ όλες τις εκκλησίες της Αργεντινής, μια διευθέτησις που αποδείχθηκε εξαιρετικά βοηθητική για την εξάρτισι των διαγγελέων της Βασιλείας σ’ όλα τα μέρη της χώρας για τη διακονία των. Προσωπικώς είχα τη χαρά να θέσω σ’ εφαρμογή αυτή την εκπαιδευτική διευθέτησι, γνωστή ως τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, σε πολλές εκκλησίες. Ταυτοχρόνως η χώρα χωρίσθηκε σε περιφέρειες, μ’ ένα υπηρέτη περιφερείας για να επιβλέπη την κάθε μια απ’ αυτές, και κάθε περιφέρεια χωρίσθηκε σε περιοχές, που η κάθε μια περιελάμβανε μια ομάδα εκκλησιών που τις επεσκέπτετο τακτικά ένας υπηρέτης περιοχής.
Το 1949 ο Πρόεδρος Νορρ επισκέφθηκε και πάλι την Αργεντινή, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από τον γραμματέα του Μίλτον Χένσελ. Προγραμματίσαμε μια συνέλευσι σ’ ένα κεντρικό χώρο στο Μπουένος Άιρες, αλλά οι αρχές, με την επιρροή του κλήρου, μας αρνήθηκαν την άδεια. Έτσι διευθετήσαμε να έχωμε μια συνέλευσι στη δική μας αίθουσα στο οίκημα της Εταιρίας. Και πάλι επενέβη η αστυνομία, έκλεισε τον χώρο της συνελεύσεως και κράτησε τετρακόσιους περίπου μάρτυρας, μαζί με τον Πρόεδρο Νορρ, αρκετές ώρες. Αυτή ήταν μόνο μια από τις πολλές περιπτώσεις που με ωδήγησαν σε αστυνομικό τμήμα για να εξηγήσω το έργο μας. Αν ο κλήρος μπορούσε να κάμη ότι ήθελε, θα ήμασταν θύματα μεγαλυτέρου διωγμού. Ωστόσο αποτελούσε πάντοτε χαρά να πάσχωμε για την αλήθεια του Ιεχωβά.
ΕΚΤΙΜΗΣΙΣ ΕΥΛΟΓΙΩΝ
Στη διάρκεια της ζωής μου ως μάρτυρος του Ιεχωβά είχα αγαλλίασι να βλέπω την αύξησι του έργου της Βασιλείας και της οργανώσεως που ο Θεός έφερε σε ύπαρξι μεταξύ των ανθρώπων για τον μοναδικό σκοπό της διαδόσεως του ευαγγελίου της Βασιλείας. Θυμάμαι τον καιρό που είμεθα μόλις είκοσι, διαγγελείς της Βασιλείας εδώ, ενώ τώρα υπάρχουν 18.700 και πλέον Μάρτυρες που υπηρετούν ενωμένοι τον Ιεχωβά εδώ στην Αργεντινή. Και έχω παρευρεθή σε τρείς διεθνείς συνελεύσεις στη Νέα Υόρκη—μια το 1953, μια το 1958, και ακόμη πιο πρόσφατα τη συνέλευσι του 1963. Πόσο ευγνώμων είμαι στον Ιεχωβά γι’ αυτές τις έκτακτες ευλογίες!
Για μένα είναι επίσης ένα μεγάλο προνόμιο να μπορώ να διαμένω ακόμη σ’ αυτό τον ωραίο και άνετο Οίκο Μπέθελ στο Μπουένος Άιρες μαζί με πολλούς άλλους Μάρτυρες με τους οποίους μπορώ να εξακολουθώ να υπηρετώ ευτυχισμένα. Είναι αλήθεια ότι έχω περάσει τώρα τα ογδόντα και έχω υποστή τρείς εγχειρίσεις σε βραχύ χρονικό διάστημα, γι’ αυτό οι δυνάμεις μου δεν είναι όπως ήσαν κάποτε. Αλλά με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά απολαμβάνω τη χαρά να εξακολουθώ να υπηρετώ μ’ όλες μου τις δυνάμεις. Εξακολουθώ να είμαι σε θέσι να παρευρίσκωμαι κάθε πρωί στο τραπέζι για το πρόγευμα και να συμμετέχω μαζί με την οικογένεια Μπέθελ στην καθημερινή συζήτησι ενός πολυτίμου εδαφίου της Γραφής.
Η ειλικρινής επιθυμία μου είναι να συνεχίσω στην υπηρεσία του Ιεχωβά, με τη βοήθειά του, ωσότου ευαρεστηθή να μου χορηγήση την ουρανία κληρονομιά στην οποία έχω ελπίσει. Ανέλαβα νέος την υπηρεσία του και τώρα έχω γηράσει. Αν, λόγω της μακράς πείρας μου, θεωρούμαι ότι μπορώ να προσφέρω μια ώριμη Χριστιανική συμβουλή, θα ήθελα να ενθαρρύνω όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται μέσα στην οργάνωσι του Ιεχωβά, νέους και ηλικιωμένους, να συνεχίσουν πιστά την οδό που εξέλεξαν όταν αφιέρωσαν τη ζωή των στον στοργικό και σπλαχνικό Θεό. Όπως εγώ έχω ευλογηθή όλα τα χρόνια της δραστηριότητός μου για τη Βασιλεία, έτσι και σεις επίσης μπορείτε ν’ απολαμβάνετε την ειρήνη και την ικανοποίησι που προέρχονται από την εύνοιά του.