Ο Ρόλος των Υξώς στην Αιγυπτιακή Ιστορία
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ιστορικοί, όπως και οι τωρινοί, ανελάμβαναν να γράψουν μόνο πληροφορίες που θεωρούσαν σπουδαίες ή αναγκαίες για το σκοπό τους. Συχνά οι αφηγήσεις ήσαν επηρεασμένες από τις προκαταλήψεις και τις προσωπικές απόψεις των ιστορικών. Συχνά κατέφευγαν σε καθαρά ψεύδη για να δοξάσουν το έθνος των. Αυτοί είναι μερικοί από τους παράγοντες που καθιστούν πολύ δύσκολο να δοθή μια ακριβής εικόνα των γεγονότων της παλαιάς εποχής. Ωστόσο αυτό έπρεπε να εντυπώση σ’ εμάς την ανάγκη να είμεθα προσεκτικοί όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε Βιβλικές αφηγήσεις υπό το φως της αρχαίας ιστορίας όπως την παρουσιάζουν οι σύγχρονοι ιστορικοί.
Μια συγκεκριμένη περίπτωσις περιλαμβάνει εκείνο που κοινώς αναφέρεται ως η «Περίοδος των Υξώς.» Γενικά πιστεύουν ότι οι Υξώς ήσαν ένας ξένος λαός ο οποίος είχε καταλάβει την Αίγυπτο. Όσον αφορά την αφήγησι του Γραφικού βιβλίου της Γενέσεως, πολλοί λόγιοι τοποθετούν την είσοδο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και αργότερα του πατρός του Ιακώβ και της οικογενείας του, στην εποχή που κυβερνούσαν οι Υξώς. Αυτό το πράττουν κυρίως βάσει του συλλογισμού ότι θα ήταν πιο πιθανόν ένας ξένος άρχων να έχη ανυψώσει τον μη Αιγύπτιο Ιωσήφ στη θέσι του δευτέρου άρχοντος του βασιλείου παρά να το έχη κάμει ένας γηγενής Αιγύπτιος άρχων. (Γέν. 41:40) Αυτό εγείρει το ερώτημα, Συμφωνεί η άποψις αυτών των λογίων με την αφήγησι της Γραφής;
Αν ο Ιωσήφ ανυψώθηκε στη θέσι του όταν η Αίγυπτος ήταν κάτω από ξένη κατοχή, τότε είναι λογικό ν’ αναμένωμε ότι η αυλή του Φαραώ θ’ απετελείτο κυρίως από ξένους. Αλλά οι Γραφές δεν το αποδεικνύουν αυτό. Αντιθέτως βλέπομε ότι ο Πετεφρής, άρχων των αυλικών, ήταν Αιγύπτιος (Γέν. 39:1) και ότι αυτός ο ίδιος ο Ιωσήφ περιεστοιχιζόταν από ιθαγενείς Αιγυπτίους, οι προκαταλήψεις των οποίων ήσαν επιμελώς σεβαστές. (Γέν. 43:32) Ώστε δεν υπάρχει πραγματικά αξιόπιστη βάσις για να τοποθετήση κανείς την αφήγησι περί του Ιωσήφ στην περίοδο ξένων αρχόντων. Συνεπώς πρέπει να ερευνήσωμε άλλες πηγές για να καθορίσωμε ποιο ρόλο είναι πιθανόν να έχουν παίξει οι Υξώς στην Αιγυπτιακή ιστορία.
Ο Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνος Ιώσηπος είναι η πηγή του ονόματος «Υξώς.» Στο τμήμα του έργου του που τιτλοφορείται «Κατ’ Απίωνος,» ο Ιώσηπος ισχυρίζεται ότι παραθέτει κατά γράμμα από την αφήγησι του Αιγυπτίου ιστορικού Μανέθωνος (τρίτος αιών π.Χ.). Η αφήγησις, αν πρέπει να γίνη πιστευτός ο Ιώσηπος, συνδέει τους Υξώς με τους Ισραηλίτας!
Ο Ιώσηπος, ενώ παραδέχεται τη σχέσι μεταξύ των Υξώς και των Ισραηλιτών, παρατάσσει επιχειρήματα εναντίον πολλών λεπτομερειών που υπάρχουν στην αφήγησι. Προτιμά την απόδοσι των «Υξώς» ως «Αιχμάλωτοι Ποιμένες» μάλλον παρά «Ποιμένες Βασιλείς.» Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Μανέθων παρουσιάζει τους Υξώς ως να έχουν καταλάβει την Αίγυπτο χωρίς μάχη και κατόπιν να καταστρέψουν πόλεις και ναούς. Ύστερ’ από πολλά χρόνια οι Αιγύπτιοι λέγεται ότι ηγέρθησαν και έκαμαν ένα μακρό και τρομερό πόλεμο εναντίον των. Τελικά, μια Αιγυπτιακή δύναμις 480.000 ανδρών επολιόρκησε τους Υξώς στην κυριωτέρα πόλι των, την Αβάρις. Κατόπιν, κατά περίεργο τρόπο, κατέληξαν σε μια κοινή συμφωνία η οποία επέτρεψε στους Υξώς να φύγουν από τη χώρα ανενόχλητοι μαζί με τις οικογένειες και τ’ αγαθά των, οπότε ‘πήγαν στην Ιουδαία και οικοδόμησαν την Ιερουσαλήμ.’—Κατ’ Απίωνος, Βιβλίον Ι, παρ. 14.
Σε μια άλλη παραπομπή, υποτίθεται ότι ο Μανέθων έκαμε προσθήκες στην αφήγησι. Παρουσιάζει αυτό που ο Ιώσηπος χαρακτηρίζει ως φανταστική ιστορία ενός μεγάλου ομίλου 80.000 λεπρών και ασθενών ανθρώπων, στους οποίους επετράπη να εγκατασταθούν στην Αβάρις μετά την αναχώρησι των ποιμένων. Αυτά τα άτομα αργότερα εστασίασαν, εκάλεσαν τους «ποιμένες» (Υξώς;) να επανέλθουν, κατέστρεψαν πόλεις και χωριά και διέπραξαν ιεροσυλία εναντίον των Αιγυπτίων θεών. Τελικά νικήθηκαν και εξεδιώχθησαν από τη χώρα.—Κατ’ Απίωνος, Βιβλίον Ι, παράγραφοι 26, 28.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι τα αποσπάσματα του Ιωσήπου είναι ανακριβή όσον αφορά την ταύτισι που κάνει των Υξώς με τους Ισραηλίτας. Αλλά επιμένουν στην ιδέα μιας κατακτήσεως από τους «Υξώς.» Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λίγη ή καμμιά πληροφορία δεν βρίσκουν από αρχαίες Αιγυπτιακές πηγές για να συμπληρώσουν τα αρχεία της περιόδου που υποτίθεται ότι καλύπτουν τη «Δεκάτη τρίτη έως τη Δεκάτη εβδόμη Δυναστεία.» Γι’ αυτό οι λόγιοι συμπεραίνουν ότι στην «Δεκάτη τρίτη και Δεκάτη Τετάρτη Δυναστεία» συνέβη μια αποσύνθεσις των δυνάμεων. Βασιζόμενοι σε τυχαία αποσπάσματα πληροφοριών, σε Αιγυπτιακά λαϊκά διηγήματα και πολλή εικασία, συνεπέραναν ότι στη διάρκεια της «Δεκάτης πέμπτης και Δεκάτης Έκτης Δυναστείας» η Αίγυπτος ήταν κάτω από την κυριαρχία των Υξώς.
Όσον αφορά την ‘κατάκτησί’ των, μερικοί αρχαιολόγοι περιγράφουν τους Υξώς ως «βόρειες ορδές . . . που εσάρωσαν την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο με ταχέα άρματα.» Άλλοι την αναφέρουν ως μια ‘έρπουσα κατάκτησι,’ δηλαδή, μια βαθμιαία διείσδυσι νομαδικών ή ημινομαδικών ομάδων που είχαν μεταναστεύσει και είτε κατέλαβαν σιγά σιγά τη χώρα τμηματικώς είτε μ’ ένα γρήγορο πραξικόπημα ετέθησαν επί κεφαλής της κυβερνήσεως που υπήρχε. Σ’ ένα πρόσφατο έργο (Ο Κόσμος του Παρελθόντος, 1963, σελ. 444, στην Αγγλική) ο αρχαιολόγος Τζακέττα Χωκς λέγει: «Δεν πιστεύουν πια ότι οι άρχοντες Υξώς . . . εκπροσωπούν την εισβολή μιας κατακτητικής ορδής Ασιατών. Το όνομα φαίνεται να σημαίνη Άρχοντες των Ορέων, και ήσαν περιπλανώμενες ομάδες Σημιτών που είχαν έλθει από καιρό στην Αίγυπτο για εμπόριο και άλλους ειρηνικούς σκοπούς.» Αυτή η άποψις, όμως, καθιστά δύσκολη την εξήγησι πώς αυτές οι «περιπλανώμενες ομάδες» μπόρεσαν να κατακτήσουν την Αίγυπτο, ιδιαίτερα εφόσον η «Δωδέκατη Δυναστεία,» πριν απ’ αυτή την περίοδο, θεωρείται ότι ωδήγησε τη χώρα στο ανώτατο όριο της δυνάμεώς της.
Τα ανωτέρω δίνουν μια εικόνα της σημαντικής συγχύσεως που υπάρχει, όχι μόνο στην αρχαία Αιγυπτιακή Ιστορία, αλλά επίσης και στους συγχρόνους ερμηνευτάς της. Συνεπώς κανένα συγκεκριμένο συμπέρασμα δεν μπορεί να προκύψη σχετικά με το κύρος της «Περιόδου των Υξώς.»
Ωστόσο, είναι πιθανόν η αφήγησις του Μανέθωνος, όπως παρατίθεται από τον Ιώσηπο, να είναι απλώς μια παραποιημένη Αιγυπτιακή παράδοσις. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονηθή ότι η συγγραφή ιστορίας στην Αίγυπτο, καθώς και σε πολλές χώρες της Εγγύς Ανατολής, ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το ιερατείο, κάτω από την κηδεμονία του οποίου εκπαιδεύονταν οι γραφείς. Έτσι θα ήταν πολύ ασυνήθιστο να μη είχε εφευρεθή κάποια προπαγανδιστική εξήγησις για να εξηγηθή η πλήρης αποτυχία των Αιγυπτίων θεών να εμποδίσουν την καταστροφή που επέφερε ο Ιεχωβά Θεός στην Αίγυπτο και στο λαό της. Στις σελίδες της ιστορίας, ακόμη και της συγχρόνου ιστορίας, υπάρχουν πολλά παραδείγματα χονδροειδούς κακοπαραστάσεως. Οι καταπιεζόμενοι έχουν περιγραφή ως οι καταπιέζοντες, και τα αθώα θύματα ως επικίνδυνοι και σκληροί επιδρομείς.—Έξοδ. 12:12, 29-32· 14:15-31.
Επομένως, αν η αφήγησις του Μανέθωνος (που εγράφη χίλια και πλέον χρόνια ύστερ’ από την έξοδο του Ισραήλ από την Αίγυπτο) διαφυλάχθηκε με κάποια ακρίβεια από τον Ιώσηπο, τότε αντιπροσωπεύει ίσως τις παραποιημένες παραδόσεις που διαβιβάσθηκαν από διαδοχικές γενεές Αιγυπτίων για να εξηγήσουν την αλήθεια σχετικά με τη διαμονή του Ισραήλ στη χώρα των. Αν συμβαίνη αυτό, τότε οι Υξώς δεν μπορούν να είναι άλλοι εκτός από τους Ισραηλίτας, μολονότι περιγράφονται με παραμορφωμένο τρόπο.