Από Πού Έλαβε ο Μωυσής τις Πληροφορίες Του;
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ αυτού του ιδίου του Υιού του Θεού, Ιησού Χριστού, υποδεικνύει τον Μωυσή ως τον συγγραφέα του πρώτου βιβλίου της Γραφής, της Γενέσεως. (Λουκ. 24:27, 44) Εφόσον τα γεγονότα που αναφέρονται σ’ αυτό το βιβλίο συνέβησαν πριν από τη γέννησι του Μωυσέως, γεννάται το ερώτημα, από που έλαβε τις πληροφορίες του;
Από τον δέκατον όγδοον αιώνα ο Ολλανδός λόγιος Βίτρινγκα έκαμε σκέψεις γύρω απ’ αυτή την ερώτησι. Στηριζόμενος στην έκφρασι «αύτη είναι η γένεσις [η ιστορία, ΜΝΚ],» ο Βίτρινγκα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάθε μνεία αυτής της εκφράσεως στο βιβλίο της Γενέσεως προσδιορίζει την ταυτότητα ενός εγγράφου που ήδη υπάρχει. Σε πιο πρόσφατα χρόνια άλλοι έχουν φθάσει στο ίδιο συμπέρασμα. Παραδείγματος χάριν, ο αρχαιολόγος Π. Ι. Ουάιζμαν, σχολιάζοντας την έκφρασι «αύτη είναι η ιστορία» (ή, «αύτη είναι η γένεσις»), γράφει: «Είναι η τελική πρότασις κάθε τμήματος, κι’ επομένως, αναφέρεται σε κάποια αφήγησι που προηγείται και έχει ήδη αναγραφή. . . . Κανονικά αναφέρεται στο συγγραφέα της ιστορίας, ή στον ιδιοκτήτη της πινακίδος που την περιέχει.»—Νέες Ανακαλύψεις στη Βαβυλωνία για τη Γένεσι, σελ, 53.
Αλλά μια εξέτασις του περιεχομένου αυτών των αφηγήσεων αφήνει σημαντική αμφιβολία όσον αφορά την ορθότητα αυτής της απόψεως. Παραδείγματος χάριν, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψι, το τμήμα που αρχίζει με το κεφάλαιο 36 εδάφιο 10 του βιβλίου της Γενέσεως, θα έπρεπε να τερματισθή με τις λέξεις του εδαφίου Γένεσις 37:2, «Αύτη είναι η ιστορία [γενεαλογία] του Ιακώβ.» Αλλά σχεδόν ολόκληρο το υπόμνημα αναφέρεται στα τέκνα του Ησαύ και μόνο συμπτωματικά αναφέρει τον Ιακώβ και την οικογένειά του. Επί πλέον, αν αυτή η θεωρία ήταν ορθή, τότε αυτό θα εσήμαινε ότι ο Ισμαήλ και ο Ησαύ ήσαν οι συγγραφείς ή κάτοχοι των πιο εκτενών εγγράφων, σχετικά με την πολιτεία του Θεού με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Αλλά αυτό δεν φαίνεται λογικό, διότι θα παρουσίαζε εκείνους οι οποίοι δεν είχαν καθόλου μερίδα στην Αβραμιαία διαθήκη να είναι αυτοί οι οποίοι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αυτή τη διαθήκη. Θα ήταν δύσκολο να δεχθή κανείς ότι ο Ισμαήλ είχε τόσο ενδιαφέρον για γεγονότα που είχαν σχέσι με τον οίκο του Αβραάμ ώστε κατέβαλε προσπάθειες να καταρτίση ένα υπόμνημα γι’ αυτά, ένα υπόμνημα που να καλύπτη πολλά χρόνια μετά την αποπομπή του μαζί με τη μητέρα του Άγαρ.—Γέν. 11:27β-25:12.
Ομοίως, δεν υπήρχε κανένας λόγος για τον Ησαύ, ο οποίος δεν έτρεφε καμμιά εκτίμησι για ιερά πράγματα, να έχη γράψει ή να είναι ο κάτοχος μιας αφηγήσεως που πραγματευόταν εκτενώς τα γεγονότα της ζωής του Ιακώβ, γεγονότα των οποίων ο Ησαύ δεν ήταν αυτόπτης μάρτυς. (Γέν. 25:19-36:1· Εβρ. 12:16) Επίσης, δεν φαίνεται λογικό να συμπεράνη κανείς ότι ο Ισαάκ και ο Ιακώβ θα είχαν αγνοήση σε μεγάλο βαθμό την πολιτεία του Θεού μαζί τους, και ότι θα ήσαν ικανοποιημένοι να έχουν μόνο σύντομα υπομνήματα για τη γενεαλογία κάποιου άλλου.—Γέν. 25:13-19α· 36:10-37:2α.
Μολονότι η έκφρασις «αύτη είναι η ιστορία» [ή «αύτη είναι η γενεαλογία»] δεν μπορεί λογικώς σε κάθε περίπτωσι να συνδέεται με τον συγγραφέα ή τον κάτοχο αυτής της ιστορίας, ωστόσο αυτό δεν θ’ απέκλειε κατ’ ανάγκην το να λάβη ο Μωυσής τις πληροφορίες του από έγγραφα που είχαν γραφή προηγουμένως, περιλαμβανομένων και αφηγήσεων που είχαν γραφή πριν από τον κατακλυσμό της εποχής του Νώε. Μολονότι η Γραφή δεν αναφέρει συγκεκριμένες πληροφορίες για προκατακλυσμιαία συγγράμματα, πρέπει να σημειωθή ότι η οικοδόμησις πόλεων, η ανάπτυξις μουσικών οργάνων και η σφυρηλάτησις σιδηρών και χαλκίνων εργαλείων είχαν αρχίσει πολύ πριν από τον Κατακλυσμό. (Γεν. 4:17, 21, 22) Λογικώς, λοιπόν, οι άνθρωποι δεν θα είχαν μεγάλη δυσκολία στο ν’ αναπτύξουν επίσης μια μέθοδο γραψίματος. Και η αρχαιολογική απόδειξις δείχνει ότι το γράψιμο ήταν γνωστό μια μακρά περίοδο πριν από την εποχή του Μωυσέως. Πρέπει ν’ αναγνωρισθή, ωστόσο, ότι άμεση μαρτυρία σχετικά με την ύπαρξι γραψίματος πριν από τον Κατακλυσμό δεν υπάρχει.
Είναι αλήθεια ότι ο Ασσύριος Βασιλεύς Ασουρμπανιμπάλ είπε για την ανάγνωσι «επιγραφών επάνω σε πέτρα από την προκατακλυσμιαία εποχή.» Αλλ’ αυτές οι επιγραφές είναι πιθανόν να προηγούντο απλώς από κάποιο τοπικό κατακλυσμό σημαντικών διαστάσεων ή είναι πιθανόν να ήσαν αφηγήσεις που είχαν σκοπό ν’ αναφέρουν γεγονότα προ του Κατακλυσμού. Παραδείγματος χάριν, αυτό που είναι γνωστό ως «Κατάλογος των Σουμερίων Βασιλέων,» αφού αναφέρει ότι οκτώ βασιλείς εβασίλευσαν επί 241.000 χρόνια, λέγει: «(Τότε) ο Κατακλυσμός εσάρωσε όλη (τη γη).» Αυτό το υπόμνημα, ασφαλώς, δεν είναι αυθεντικό.
Σύμφωνα με τη Βιβλική χρονολογία, ο παγγήινος κατακλυσμός της εποχής του Νώε έγινε το έτος 2370 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι έχουν προσδιορίσει χρονολογίες παλαιότερες απ’ αυτήν για πολυάριθμες πήλινες πινακίδες που έχουν ανασκάψει. Αλλά αυτές οι πήλινες πινακίδες δεν είναι χρονολογημένα έγγραφα. Επομένως οι χρονολογίες που έχουν προσδιορισθή γι’ αυτές στηρίζονται μάλλον σε εικασίες και δεν παρέχουν καμμιά στερεή βάσι για τον καθορισμό της σχέσεως του χρόνου του Βιβλικού κατακλυσμού. Κανένα απ’ αυτά τα χειροτεχνήματα που έχουν ανασκαφή δεν είναι με οριστικό τρόπο γνωστό ότι ανήκε στην προκατακλυσμιαία εποχή. Οι αρχαιολόγοι οι οποίοι προσδιόρισαν είδη ως ν’ ανήκουν στην προκατακλυσμιαία περίοδο, το έκαμαν αυτό βάσει των ευρημάτων που, το πολύ, μπορούσαν μόνο να ερμηνευθούν ότι προσφέρουν απόδειξι ενός μεγάλου τοπικού κατακλυσμού.
Γι’ αυτό δεν υπάρχει τρόπος να προσδιορισθή οριστικά ότι ο Μωυσής έλαβε ένα μέρος της πληροφορίας του από προκατασκλυμιαία ή μετακατακλυσμιαία έγγραφα. Ούτε υπάρχει και καμμιά βάσις για ν’αναιρέση κανείς αυτό, διότι το γράψιμο εχρησιμοποιείτο από πολύν καιρό για τη μεταβίβασι πληροφορίας. Ωστόσο, η πηγή της πληροφορίας του Μωυσέως δεν ήταν ανάγκη να είναι έγγραφα που είχαν προηγηθή. Είναι καταφανές ότι κάποιος έπρεπε να λάβη πληροφορία σχετικά με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της δημιουργίας του ανθρώπου με θεία αποκάλυψι. Έτσι ο Μωυσής μπορεί να έχη λάβη αυτήν καθώς και άλλη ύλη με αποκάλυψι από τον Θεό. Αλλά, αν αυτή η πληροφορία καθώς και η βάσις για το υπόλοιπο του περιεχομένου του βιβλίου της Γενέσεως, απεκαλύφθησαν σε κάποιον άλλον και όχι στον Μωυσή, τότε πρέπει να έχη μεταβιβασθή στο Μωυσή από την προφορική παράδοσι. Λόγω του μεγάλου μήκους της ζωής των ανθρώπων την περίοδο εκείνη, η πληροφορία μπορούσε να μεταβιβασθή από τον πρώτο άνθρωπο Αδάμ στο Μωυσή μέσω μόνο πέντε ανθρωπίνων κρίκων, δηλαδή, του Μαθουσάλα, του Σήμ, του Ισαάκ, του Λευί και του Αμράμ. Αυτό, φυσικά, θ’ απαιτούσε να έχη ο τελευταίος κρίκος της παραδόσεως, ο Αμράμ, ολόκληρο το βιβλίο της Γενέσεως στο νου του.
Προς το παρόν, δεν υπάρχει οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά την άμεση πηγή από την οποία έλαβε ο Μωυσής την πληροφορία που κατέγραψε. Θα μπορούσε να την είχε λάβει με άμεση αποκάλυψι, με προφορική παράδοσι ή από γραπτά υπομνήματα. Ίσως και οι τρεις αυτές πηγές να περιλαμβάνωνται. Πρέπει, ωστόσο να ενθυμούμεθα ότι το σπουδαίο δεν είναι η άμεση πηγή, αλλά το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός, μέσω του πνεύματός του, κατηύθυνε τον προφήτη Μωυσή να γράψη την αξιόπιστη αφήγησι που διαφυλάχθηκε στο υπόμνημα της Γενέσεως.