Τα Βιβλία των Χρονικών—Γιατί Εγράφησαν;
ΕΧΕΤΕ διαβάσει καθόλου ολόκληρη τη Γραφή; Ίσως όταν φθάσατε στο βιβλίο Πρώτον Χρονικών να βρήκατε εκεί λίγα πράγματα που θα μπορούσαν να σας αποθαρρύνουν να συνεχίσετε την ανάγνωσι. Προφανώς συναντήσατε ατέλειωτους καταλόγους αγνώστων ονομάτων. Η ιστορική αφήγησις, που πραγματεύεται κυρίως τα γεγονότα της βασιλείας του Βασιλέως Δαβίδ, αρχίζει μόλις από το δέκατο κεφάλαιο. Είδατε, επίσης, κατόπιν στο Δεύτερον Χρονικών ότι η ιστορία καλύπτει κυρίως γεγονότα από τη βασιλεία του υιού του Δαβίδ Σολομώντος έως την ερήμωσι του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, μια περίοδο για την οποία είχατε ήδη διαβάσει στα βιβλία Πρώτον και Δεύτερον Βασιλέων.
Ναι, ίσως να έχετε διερωτηθή, ‘Γιατί εγράφη και διεφυλάχθη στη Γραφή αυτή η πληροφορία;’ Ποιον πραγματικό σκοπό εξυπηρετεί; Για να έχετε την απάντησι σ’ αυτά τα ερωτήματα, εξετάστε το ιστορικό φόντο του Ιουδαϊκού λαού την εποχή που ο Έσδρας, ένας ιερεύς και γραμματεύς, έγραψε τα βιβλία Πρώτον και Δεύτερον Χρονικών.
Ογδόντα περίπου χρόνια είχαν περάσει από τον καιρό της επιστροφής ενός πιστού Ιουδαϊκού υπολοίπου από την Βαβυλωνιακή εξορία. Αυτή η ίδια η εξορία είχε διακόψει τους δεσμούς των με το παρελθόν. Γι’ αυτό υπήρχαν πολλά που ήταν ανάγκη να μάθουν για την ιστορία των οι Ιουδαίοι για ν’ αποφύγουν τα καταστρεπτικά σφάλματα των προγόνων τους. Ιδιαιτέρως ήταν σπουδαίο να εκτιμήσουν τον ζωτικό ρόλο της αληθινής λατρείας. Ήταν ανάγκη να ενισχυθή η πίστις των στον Ιεχωβά για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις της διαθήκης των. Τα βιβλία Πρώτον και Δεύτερον Χρονικών εκάλυψαν με θαυμαστό τρόπο αυτές τις ανάγκες των εξορίστων που είχαν επιστρέψει. Ας ιδούμε πώς.
Οι γενεαλογίες συνέδεαν με άμεσο τρόπο τους Ιουδαίους με την περασμένη ιστορία των. Αυτές οι γενεαλογίες προσέφεραν τη βάσι για τον προσδιορισμό της βασιλικής διαδοχής και των οικογενειακών κληρονομιών. Έδειχναν επίσης ποιοι ήσαν εξουσιοδοτημένοι να υπηρετούν στον ναό ως ιερείς ή σε άλλα καθήκοντα. Η γενεαλογία η οποία περιελάμβανε τη βασιλική γραμμή είχε ιδιαίτερη αξία, διότι θα παρείχε το μέσον για τον προσδιορισμό της ταυτότητος του Μεσσίου.
Μολονότι καλύπτει βασικώς την ίδια περίοδο που καλύπτουν τα βιβλία Πρώτον και Δεύτερον Βασιλέων, τα οποία έχουν γραφή από τον προφήτη Ιερεμία πριν από ένα αιώνα και πλέον, η μεταγενέστερη αφήγησις των βιβλίων Πρώτον και Δεύτερον Χρονικών δίνει πιο εξέχουσα θέσι στη λατρεία του ναού. Γιατί; Μήπως διότι ο Έσδρας, ως ιερεύς, ενδιεφέρετο περισσότερο για τη λατρεία στο ναό από τον προφήτη Ιερεμία; Όχι, διότι και ο Ιερεμίας ήταν επίσης ιερεύς. Μάλλον ο Έσδρας, όπως και ο Ιερεμίας, έγραψε κάτω από έμπνευσι και σύμφωνα με τις ανάγκες των συγχρόνων του. Οι Ιουδαίοι είχαν τότε ανάγκη ενθαρρύνσεως για να εξακολουθούν να υποστηρίζουν την αληθινή λατρεία όπως διεξήγετο στο ναό, και τα βιβλία Πρώτον και Δεύτερον Χρονικών εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό μ’ ένα έξοχο τρόπο.
Η αφήγησις είναι γραμμένη με τέτοιον τρόπο ώστε να δείχνη ότι τα γεγονότα της ιστορίας του Ισραήλ διεμορφώνοντο από τη στάσι των αρχόντων και των υπηκόων των απέναντι του Ιεχωβά και των δικαίων νόμων του. Η ιστορία αυτή καθ’ εαυτήν γίνεται εκπαίδευσις. Εγκαθιδρύει την αρχή ότι η πιστή προσκόλλησις στην αληθινή λατρεία φέρνει ευλογίες, ενώ η εγκατάλειψις της αληθινής λατρείας φέρνει συμφορά. Τι ισχυρή ενθάρρυνσις ήταν αυτή για ν’ αποφεύγουν οι Ιουδαίοι την πορεία η οποία είχε φέρει συμφορά στους προπάτορές των!
Κι εμείς σήμερα μπορούμε να ωφεληθούμε απ’ αυτά τα ιστορικά παραδείγματα, τα οποία χρησιμεύουν στο να ενθαρρύνουν την πιστότητα στον Ιεχωβά. Με το να υποστηρίζωμε πιστά την αληθινή λατρεία, μπορούμε ν’ αποδείξωμε ότι δεν μας διαφεύγει ο σκοπός των βιβλίων των Χρονικών.