‘Συνιστώντες Εαυτούς ως Υπηρέται Θεού’
Αφήγησις από τις Αδελφές Φίντα, Φελίσα και Ινέζ Καρβαχαλίνο
ΕΙΜΕΘΑ τρία από εννέα παιδιά που έχουν γεννηθή από αφωσιωμένους Ρωμαιοκαθολικούς γονείς στην πόλι Οκάνια, στη βόρειο Κολομβία. Το 1919, όταν ήμουν ένδεκα ετών, εγώ, η Φίντα, είχα την κατωτέρω πείρα στο σχολείο:
Η δασκάλα μου, μια καλόγρια, που χρησιμοποιούσε μια μεγάλη εικονογραφημένη Γραφή για να μας διδάσκη, μας σκανδάλισε μια μέρα. Απεκάλυψε ότι την έθλιβε η ζωή στο μοναστήρι. Μας συνεβούλευσε μάλιστα να μην μπούμε ποτέ σε μοναστήρι όταν μεγαλώσωμε. Μας εξέπληξε όταν εξέφρασε την πεποίθησί της ότι η Καθολική θρησκεία δεν ήταν η αληθινή θρησκεία, αλλά είπε ότι ‘όταν θα πλησίαζε το τέλος του κόσμου, θα έρχονταν άνθρωποι να διδάξουν την αληθινή θρησκεία.’ Τότε δεν είχα φαντασθή ότι κάποια μέρα θα συγκαταλεγόμουν κι’ εγώ μεταξύ εκείνων των ανθρώπων κι’ έτσι θα είχα την ευκαιρία να ‘συνιστώ τον εαυτό μου’ ως μια δούλη του Θεού επίσης.—2 Κορ. 6:4.
Το 1929 η οικογένειά μας μετώκησε στο χωριό Αρακατάκα στη γειτονική επαρχία της Μαγδαλένα. Τον καιρό που ζούσαμε εκεί η εξασθενημένη εμπιστοσύνη μας στην Καθολική θρησκεία δέχθηκε ένα άλλο χτύπημα. Ένας από τους ιερείς της ενορίας εγνώριζε ότι δεν είχαμε εξομολογηθή αρκετό καιρό και ήθελε να μάθη γιατί. Του είπαμε ότι αυτό ωφείλετο στο ότι θέλαμε ν’ αποφύγωμε επαφή μ’ έναν από τους άλλους ιερείς, και ανεγνώρισε ότι ο τελευταίος αυτός ήταν ένοχος κακής διαγωγής. Έτσι μας έδωσε την άδεια να μεταλάβωμε αργότερα χωρίς να εξομολογηθούμε πρώτα. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα: ‘Ή η εξομολόγησις δεν αξίζει ή η κοινωνία δεν έχει καμμιά αξία.’
Ενώ ζούσαμε στην Αρακατάκα, οι τρεις νεώτεροι αδελφοί μας πέθαναν από ελονοσία μέσα σε μια περίοδο δύο ετών. Ο πατέρας μας πέθανε επίσης τότε. Έτσι, ο Αντόνιο, ο μεγαλύτερος αδελφός μας έγινε κεφαλή της οικογενείας. Την εποχή εκείνη είχε κατηχηθή στον Κομμουνισμό και έγινε ένα μαχητικό μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος. Όταν η ζωή του απειλήθηκε από ζηλόφθονα ανταγωνιστικά μέλη, τον παρακαλέσαμε να μεταφέρη την οικογένεια στη μεγάλη παράκτια πόλι της Μπαρανκίλλια. Το έκαμε αυτό το 1946.
ΜΑΣ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Το 1948 ήλθε στην πόρτα μας ο Τζαίημς Ουέμπστερ, ένας ιεραπόστολος των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά. Μίλησε με τον αδελφό μας και του άφησε το βιβλιάριο ‘Οι πραείς Κληρονομούν τη Γη.’ Διαβάζοντάς το, βρήκαμε πληροφορίες για ένα θαυμάσιο μέλλον που ώς τότε ήταν άγνωστο σε μας.
Ύστερ’ από μήνες μετά την μετώκησί μας επισκέφθηκε το σπίτι μας ένας άλλος ιεραπόστολος της Σκοπιάς, ο Όλαφ Όλσον. Μολονότι ο Αντόνιο δεν ήταν πια ένας δραστήριος Κομμουνιστής, εξακολουθούσε να είναι προσκολλημένος στην Κομμουνιστική διδασκαλία. Όταν αυτός ο Μάρτυς του μίλησε για τη θεοκρατία, ο Αντόνιο νόμισε ότι αυτά που του έλεγε στην πραγματικότητα ήσαν Κομμουνισμός. Είχαμε ακούσει αρκετά από τη συζήτησι για ν’ αντιληφθούμε ότι ο ιεραπόστολος δεν μιλούσε για κομμουνισμό. Όταν αυτός ο Μάρτυς είχε αρκετές συζητήσεις με τον αδελφό μας αποφασίσαμε να γνωρισθούμε κι’ εμείς μαζί του. Έτσι στην επομένη επίσκεψί του, βγήκαμε κι’ εμείς από το δωμάτιο που ράβαμε και του είπαμε: «Ακούστε, Σενιόρ. Ο αδελφός μας μιλάει για Κομμουνισμό, αλλ’ εμείς δεν συμφωνούμε μαζί του. Διαβάζοντας τα έντυπα που αφήσατε, διαπιστώνομε ότι μιλούν για τον Θεό και για τη βασιλεία του. Αντιλαμβανόμεθα ότι ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος πρόκειται να λύση τα προβλήματα και όχι οι πολιτικές κυβερνήσεις.» Τότε ο Μάρτυς Όλσον μάς έδωσε μια Γραφή και προσεφέρθη να διεξάγη μαζί μας μια αδάπανη μελέτη στο σπίτι μας με τη βοήθεια του βοηθήματος Γραφικής μελέτης «Η Αλήθεια Θέλει σας Ελευθερώσει.»
Τον Αύγουστο του 1948 αρχίσαμε να μελετούμε το Λόγο του Θεού. Εκτιμώντας την ανάγκη που υπήρχε να βοηθήσωμε άλλους να γνωρίσουν την αλήθεια του Θεού, βγήκαμε στην από οικία σε οικία διακονία ύστερ’ από τέσσερις μήνες. Στις αρχές του επομένου έτους αφιερωθήκαμε στον Ιεχωβά και βαπτισθήκαμε στο ύδωρ μαζί με τον αδελφό μας Αντόνιο, και την μεγαλύτερη αδελφή μας Εουσέμπια. Εφόσον αφοσιωθήκαμε να είμεθα υπηρέται του Θεού συλλογιζόμεθα πόσες φορές από τότε κάναμε κι’ εμείς αυτή την προσφορά της αδάπανης Γραφικής μελέτης σε άλλους που ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν την αλήθεια του Λόγου του Θεού.
Όταν οι πρώτοι ιεραπόστολοι Μάρτυρες είχαν αρχίσει να κηρύττουν στην Μπαρανκίλλια το 1946, δεν υπήρχαν πολλοί που ήσαν ταυτισμένοι με την εκκλησία των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά εκεί την εποχή εκείνη. Αλλά πώς μεγάλωσε η εκκλησία! Στο τέλος του 1951 υπήρχαν δυο εκκλησίες.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ενασχολούμεθα ολοένα περισσότερο στο έργο του κηρύγματος και αφιερώναμε λιγώτερο χρόνο στην κοσμική εργασία μας. Πριν περάση πολύς καιρός είχαμε πωλήσει μερικά από τα οικιακά πράγματά μας, και τις τρεις από τις τέσσερις ραπτομηχανές μας.
ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΩΣ ΟΛΟΧΡΟΝΙΩΝ ΚΗΡΥΚΩΝ
Στις αρχές του 1953, ο Τζαίημς Ουέμπστερ, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν υπεύθυνος του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Κολομβία, σχεδίασε ένα ταξίδι στη Μοντερία, μια μικρή πόλι της ενδοχώρας, στην επαρχία της Κόρδοβα. Ο αδελφός μας ο οποίος ήταν τότε στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος, προσεφέρθη να πάη μαζί του. Όταν ο υπηρέτης του τμήματος επέστρεψε μετά από λίγες μέρες, ο Αντόνιο είχε παραμείνει στην Μοντερία όπου αργότερα διορίσθηκε σε ολοχρόνια ειδική υπηρεσία.
Επιστρέφοντας στην Μπαρανκίλλια ο Αδελφός Ουέμπστερ μάς είπε αν θα θέλαμε να πάμε στη Μοντερία μαζί του να ενασχοληθούμε σε ολοχρόνιο έργο κηρύγματος του Λόγου του Θεού. Επειδή από κάμποσο καιρό η επιθυμία μας ήταν ν’ αναλάβωμε ολοχρόνια υπηρεσία, η απάντησίς μας ήταν ένα ομόφωνο Ναι. Μας έβαλε όλους, περιλαμβανομένης και της μητέρας, της μεγαλύτερης αδελφής και ενός ανεψιού, του Θωμά Ντάνγκοντ, στο αυτοκίνητο της Εταιρίας Σκοπιά και ξεκινήσαμε για την Μοντερία. Ένα μήνα ύστερ’ από την άφιξί μας, η ηλικιωμένη μητέρα μας πέθανε, και ύστερ’ από πέντε μήνες τρεις από μας είχαμε διορισθή ως ειδικοί ολοχρόνιοι κήρυκες του Λόγου του Θεού.
Μολονότι η Μοντερία δεν ήταν μια μεγάλη πόλις, ήταν ωστόσο ένα εμπορικό κέντρο. Έτσι διαθέταμε πολύ χρόνο μιλώντας για τον Λόγο του Θεού στους δρόμους και στις αγορές. (Παράβαλε Πράξεις 17:16, 17.) Ύστερ’ από μια ζωηρά συζήτησι που είχαμε στην αγορά μ’ ένα εξέχοντα δικηγόρο, ο τοπικός τύπος δημοσίευσε το εξής: «Έφθασαν στην Μοντερία μερικές νεαρές κυρίες πολύ ικανές να διδάσκουν τη χρήσι της Γραφής και οι οποίες, επομένως, αποτελούν κίνδυνο για την Καθολική θρησκεία. Φέρομε αυτό υπ’ όψιν των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών για να θέσουν τέρμα σ’ αυτή την προπαγάνδα.»
Αλλά συνεχίσαμε να διδάσκωμε τις Γραφικές αλήθειες μέσα και γύρω στη Μοντερία, μένοντας στα σπίτια των ενδιαφερομένων. Μερικές φορές κοιμόμασταν στο πάτωμα, και, πότε πότε, ακόμα και καταγής. Αρχίζοντας νωρίς το πρωί, κάναμε επίσκεψι σε όλα τα σπίτια που ήσαν κατά μήκος του δρόμου που βαδίζαμε. Οι άνθρωποι ρωτούσαν πού μέναμε. Έτσι, σε μια περίπτωσι, επιστρέφοντας από μια χαρούμενη μέρα στο έργο κηρύγματος, με έκπληξι είδαμε ότι ένας όμιλος από σαράντα περίπου άτομα μας περίμενε. Έτσι ο Αντόνιο επωφελήθηκε απ’ αυτό το έτοιμο ακροατήριο και έδωσε μια δημόσια Γραφική ομιλία.
Το έργο της βασιλείας προώδευσε γοργά στη Μοντερία. Στο τέλος ενός μόνο έτους, υπήρχε μια εκκλησία είκοσι Μαρτύρων, περιλαμβανομένου και ενός τοπικού ολοχρονίου διακόνου. Το μέρος που μας είχε ανατεθή εκεί αποτελεί τώρα μέρος τριών περιοχών· έτσι η αλήθεια του Θεού εξακολούθησε να βρίσκη έξοχη ανταπόκρισι στην επαρχία της Κόρδοβα.
«ΣΥΝΙΣΤΩΝΤΕΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΩΣ ΥΠΗΡΕΤΑΙ ΘΕΟΥ . . . ΕΝ ΦΥΛΑΚΑΙΣ»
Η πείρα που είχαμε στον δεύτερο διορισμό μας ως ολοχρονίων διακόνων μάς θυμίζει τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Συνιστώντες εαυτούς ως υπηρέται Θεού. . . εν φυλακαίς.» (2 Κορ. 6:4, 5) Αυτός ο διορισμός μάς ωδήγησε στο μεγαλύτερο πετρελαιοφόρο κέντρο, στην ποταμία λιμενική πόλι Μπαρανκαμπερμέχα. Υπήρχε ήδη εκεί μια ολοχρόνια κήρυξ του Λόγου του Θεού, αλλά είχε ανάγκη από βοήθεια. Λίγο προτού μεταβούμε εκεί η Μπαρανκαμπερμέχα είχε ανακηρυχθή ως «Καθολική ιεραποστολική περιοχή.» Αυτό εσήμαινε ότι άλλοι θρησκευτικοί όμιλοι δεν μπορούσαν να κάνουν έργο μεταστροφής μέσα στα όριά της.
Τη δεύτερη μέρα ύστερ’ από την άφιξί μας, συνωδεύσαμε την τοπική Μάρτυρα στο έργο κηρύγματος οπότε και τους τέσσερις μας συνέλαβε η αστυνομία. Αργότερα μάθαμε ότι μερικοί ευαγγελικοί είχαν πάει στον Καθολικό επίσκοπο με τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! για να τον πληροφορήσουν ότι υπήρχαν Μάρτυρες οι οποίοι διέθεταν αυτά τα περιοδικά. Έτσι ο επίσκοπος έδωσε εντολή για τη σύλληψί μας. Ύστερ’ από τη δική μας σύλληψι, η αστυνομία συνέλαβε και τον αδελφό μας, τον ανεψιό επίσης και κατέσχε τα Γραφικά έντυπά μας, είκοσι χαρτοκιβώτια.
Όταν αρνηθήκαμε να πληρώσωμε διακόσια πέζος πρόστιμο ο καθένας, μας κατεδίκασαν σε τρεις μήνες φυλάκισι. Σύντομα βρεθήκαμε σ’ ένα μεγάλο γυμνό τσιμεντένιο δωμάτιο μαζί με μια δωδεκάδα άλλων γυναικών, οι οποίες ήσαν εκεί για φοβερά εγκλήματα, ακόμη και φόνο. Εν τούτοις, ακόμα και ανάμεσα σ’ εκείνες τις αμαρτωλές γυναίκες υπήρχαν και μερικές που φαίνονταν ανυπόμονες να μάθουν για τη Γραφή. Αισθανόμασταν ευχαρίστησι να εξηγούμε τις αλήθειες του Θεού σ’ αυτές, χρησιμοποιώντας μια μικρή Γραφή που είχαμε κατορθώσει να κρατήσωμε μαζί μας. Όταν ήλθε η ώρα για να ξαπλώσωμε να κοιμηθούμε μερικές μάς παρεχώρησαν το αχυρένιο στρώμα τους για τον ύπνο, ενώ αυτές κοιμήθηκαν κατά γης στο γυμνό τσιμεντένιο πάτωμα. Κατόπιν, όταν όλα ησύχασαν, άρχισαν να βγαίνουν από τον υπόνομο τεράστια άσπρα ποντίκια.
Την επομένη μέρα ο αδελφός μας επέτυχε μια ακρόασι από τον στρατιωτικό διοικητή και τον έπεισε ότι ήταν ένα τρομερό αίσχος για τη διοίκησί του να φυλακίση τέσσερις Χριστιανές κάτω από τέτοιες θλιβερές συνθήκες. Παρεκάλεσε οι δικές μας ποινές να προστεθούν σ’ αυτόν και στον ανεψιό του. Παραδόξως, η αίτησις έγινε δεκτή. Έτσι αφού πέρασαν εικοσιτέσσερες ώρες σ’ εκείνον τον φρικτό τόπο, μας άφησαν ελεύθερες αλλά κάτω από αστυνομική επιτήρησι. Όταν φεύγαμε, δύο από τις κρατούμενες γυναίκες, οι οποίες άκουαν με ευχαρίστησι το άγγελμα της βασιλείας, μας αγκάλιασαν και μας παρεκάλεσαν να τους αφήσωμε τη μικρή Γραφή μας, πράγμα που το κάναμε ευχαρίστως.
Χάρις στις προσπάθειες του Τζαίημς Ουέμπστερ και ενός εξαδέλφου μας που ήταν δικηγόρος στην Μπογκοτά, την εθνική πρωτεύουσα, ο αδελφός μας και ο ανεψιός απελύθησαν από τη φυλακή μια εβδομάδα αργότερα με τον όρο να φύγουν από την πόλι. Μολονότι το γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε διατάξει την απόλυσι καθώς επίσης και την επιστροφή των Γραφικών εντύπων που είχαν κατασχεθή, ένας ιερέας έδειξε απροθυμία να συμμορφωθή με την εντολή. Συνέβη αυτός να κρατή τα είκοσι χαρτοκιβώτια που περιείχαν Γραφές και Γραφικά έντυπα στο σκευοφυλάκιο του Καθεδρικού ναού. Απαιτούσε 200 πέζος για να επιστρέψη τα έντυπα. Εν τούτοις, όταν το γραφείο του Δημάρχου πληροφορήθηκε τις απαιτήσεις του ιερέως, επειδή είχε ήδη δυσαρεστηθή εξαιτίας της πιέσεως που άσκησε η κυβέρνησις, διέταξε μια ομάδα στρατιωτών να πάνε στον καθεδρικό ναό και να παραλάβουν τα έντυπα ακόμη και διά της βίας, αν ήταν ανάγκη. Ο ιερεύς φάνηκε λίγο πιο εξυπηρετικός αυτή τη φορά. Έτσι την επομένη μέρα όταν οι αρχές μάς έβαλαν μαζί με τα πράγματά μας σε δυο λεωφορεία ξεκινήσαμε για την Μπουκαραμάνγκα, μαζί με τα έντυπά μας.
ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΜΠΟΥΚΑΡΑΜΑΝΓΚΑ
Εξαιτίας της πολιτικής βίας που ήταν συνήθης σ’ εκείνη την περιοχή και λόγω του γεγονότος ότι το έργο μας ήταν νέο σ’ αυτούς, οι κάτοικοι της Μπουκαραμάνγκα εξεδήλωσαν φόβο όταν αρχίσαμε να τους μιλούμε. Όταν όμως αντελήφθησαν την φύσι του έργου μας, ότι είχαμε ένα άγγελμα ελπίδος βασισμένο στο Λόγο του Θεού, η υποδοχή που μας έκαναν ήταν πολύ πιο ευχάριστη. Εκείνοι που άκουαν μιλούσαν και στους συγγενείς και φίλους των και έλεγαν ότι είμασταν διάκονοι του Θεού και εξηγούσαμε τη Γραφή. Έτσι διεδίδετο ο λόγος. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να διεξάγωμε σύντομα πολλές οικιακές Γραφικές μελέτες.
Νοικιάσαμε ένα μεγάλο δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα ενός παλαιού ξενοδοχείου στο κέντρο της πόλεως, και μείναμε εκεί τα πέντε χρόνια που είμασταν στην Μπουκαραμάνγκα. Εδώ αρχίσαμε να έχωμε επίσης και συναθροίσεις της Χριστιανικής εκκλησίας. Προτού περάση πολύς καιρός ζητήσαμε ένα συνεχόμενο δωμάτιο στο οποίο να μένωμε, ώστε το μεγάλο δωμάτιο να χρησιμοποιήται αποκλειστικά για τις συναθροίσεις. Σε ειδικές περιπτώσεις γέμιζαν και τα δυο δωμάτια, είχαμε ακόμη και μερικούς που κάθονταν στις σκάλες.
Το 1955 περίπου, εγώ, η Φίντα, συνήντησα μια γυναίκα στο από θύρα σε θύρα έργο κηρύγματος, η οποία μου είπε ότι σαν Ευαγγελική εγνώριζε καλά τη Γραφή. Ωστόσο με κάλεσε μέσα και άκουε καθώς διάβαζα διάφορα εδάφια που έδειχναν ότι ο Παράδεισος θ’ αποκατασταθή εδώ στη γη. (Αποκάλ. 21:3, 4· Λουκ. 23:43) Εξέφρασε την απορία για το πώς αυτό ήταν δυνατόν εφόσον η μόνη ελπίδα με την οποία ήταν εξοικειωμένη ήταν ζωή στον ουρανό. Εν τούτοις πείσθηκε σύντομα και είπε ότι ήθελε να μιλήσω και στον σύζυγό της.
Πληροφορήθηκα ότι ο σύζυγός της ήταν Ευαγγελικός κήρυξ. Από την αρχή μού είπε ότι θα συζητούσε μαζί μου εφόσον θα χρησιμοποιούσα τη Γραφή. Το δέχθηκα. Μου έθεσε ερωτήματα για διάφορα θέματα στα οποία απήντησα με Γραφικά εδάφια. Καθώς έφευγα μου είπε: «Σενιορίτα, θα ήθελα να μάθω αυτά που ξέρετε.» Έτσι προσέφερα μια Γραφική μελέτη για ολόκληρη την οικογένεια, πράγμα που έγινε δεκτό. Μόλις ύστερ’ από δυο εβδομάδες παραιτήθηκε από Ευαγγελικός κήρυξ. Η οικογένεια άρχισε να συναναστρέφεται με τους αληθινούς διακόνους του Θεού και σύντομα και αυτοί μετέδιδαν αυτές τις Γραφικές αλήθειες σε άλλους. Αφού έλεγε αυτές τις αλήθειες στους Ευαγγελικούς κατόπιν προσέθετε: «Θα επιθυμούσα να κάνετε αυτό που έκαμα κι’ εγώ: να εγκαταλείψετε τη θρησκεία η οποία δεν διδάσκει την αλήθεια.»
Ο Αντόνιο καθώς εκήρυττε τις Γραφικές αλήθειες στη Μπουκαραμάνγκα συνήντησε μια ηλικιωμένη χήρα η οποία ήταν απογοητευμένη. Αργότερα ωμολόγησε ότι ήταν έτοιμη να πάρη δηλητήριο όταν την επεσκέφθηκε ο αδελφός μας. Ο Αντόνιο ανέθεσε σ’ εμάς την επανεπίσκεψι για ν’ αρχίσωμε μελέτη μαζί της. Μια μέρα μάς έδειξε ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο από είδωλα. Επειδή είχε πάρα πολλά, νόμιζε ότι θα την προστάτευαν από κλέφτες. Μελετήσαμε μαζί ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» που έφερε τον τίτλο «Χρήσις Εικόνων στη Λατρεία.» Όταν επανήλθαμε για την επομένη μελέτη, είχε ήδη απαλλαγή απ’ όλα τα είδωλα εκτός από μια μεγάλη εικόνα την οποία θρυμμάτισε λίγο αργότερα. Πριν περάση πολύς καιρός βαπτίσθηκε και συνιστούσε τον εαυτό της ως μια από τους ολοχρονίους κήρυκας του Λόγου και της βασιλείας του Θεού. Τώρα, βρίσκεται ακόμη στο έργο της ολοχρονίου υπηρεσίας, και μολονότι είναι ηλικίας εβδομήντα ετών και πλέον, αντί να είναι απογοητευμένη, είναι γνωστή για την λαμπρή ελπίδα και το χαμόγελό της.
Το 1958 ο αδελφός μας Αντόνιο πέθανε από καρκίνο και ο ανεψιός μας Θωμάς Ντάνγκοντ, έγινε προεδρεύων διάκονος. Το επόμενο έτος ανετέθη στους τοπικούς Μάρτυρας η επίβλεψις της εκκλησίας κι’ εμείς λάβαμε νέο διορισμό. Σήμερα χαιρόμεθα μαθαίνοντας ότι πέντε εκκλησίες ανθίζουν στην Μπουκαραμάνγκα.
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΙ ΣΤΗ ΜΠΟΓΚΟΤΑ
Ο νέος διορισμός μας μάς έφερε στην Μπογκοτά. Πολλές φορές, καθώς κηρύτταμε το Λόγο του Θεού από οικία σε οικία, υποχρεωθήκαμε να φύγωμε για ν’ απαλλαγούμε από οχλαγωγίες που υποκινούσαν οι Καθολικοί ιερείς. Αλλά με το να φύγωμε από το σημείο της ταραχής και να συνεχίζωμε την δράσι μας σ’ ένα άλλο γειτονικό μέρος, μπορούσαμε να εξακολουθούμε να είμεθα γεμάτες χαρά. (Παράβαλε Πράξεις 13:50-52.) Από μια εκκλησία που υπήρχε το 1959, το έργο προώδευσε έτσι ώστε σήμερα υπάρχουν είκοσι τρεις εκκλησίες εδώ.
Καθώς εργαζόμουν στη Μπογκοτά το 1961, εγώ, η Ινέζ, συνήντησα μια νεαρή έγγαμη κυρία η οποία ανταποκρίθηκε ευνοϊκά. Άρχισε μελέτη μαζί της. Στο μέσον της μελέτης ήλθε απροσδόκητα η μητέρα της. Ήθελε να μάθη γιατί η κόρη της δεν της είπε ότι μελετούσε τη Γραφή. Επειδή εγνώριζε ότι η μητέρα της ήταν μια αφωσιωμένη Καθολική, η κόρη απήντησε ότι φοβόταν να της το πη. Η μητέρα μού έκανε πολλές ερωτήσεις, με αποτέλεσμα να εκφράση και εκείνη την επιθυμία της για μελέτη.
Ύστερ’ από μερικές μελέτες, η μητέρα εξέφρασε την επιθυμία να προσκαλέση τους γείτονάς της να μελετήσουν μαζί της. Κάλεσε την γειτόνισσά της στο τηλέφωνο. «Θέλω να σου πω μερικά πράγματα,» είπε στην συνέχεια της συζητήσεως. «Απολαμβάνω ένα εκλεκτό φαγητό, αλλά δεν θέλω να το φάω μόνη μου. Θα ήθελα να έρθης και συ για να φας και συ από το ίδιο φαγητό.»
Η γειτόνισσα η οποία ήταν τότε σχεδόν εβδομήντα ετών, ήλθε. Ύστερ’ από λίγες μελέτες, εκάλεσε μια ηλικιωμένη αδελφή της καθώς και τον γυιο της να συμμετάσχουν και αυτοί. Πριν περάση πολύς καιρός, τρεις άλλες προσεκλήθησαν να παρευρίσκονται. Και οι επτά είναι τώρα βαπτισμένες και υπηρετούν τον Ιεχωβά.
«ΩΣ ΠΤΩΧΟΙ, ΠΟΛΛΟΥΣ ΟΜΩΣ ΠΛΟΥΤΙΖΟΝΤΕΣ»
Υπάρχουν πολλές όμοιες πείρες που θα μπορούσαμε ν’ αναφέρωμε. Αυτές υπήρξαν πηγή χαράς για μας και μας έχουν υποκινήσει στο να συνεχίσωμε να συνιστούμε τον εαυτό μας ως υπηρέτας Θεού. Πιστεύομε ότι, όπως ο απόστολος Παύλος, μπορούμε να λέμε: «Εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως υπηρέται Θεού . . . ως πτωχοί, πολλούς όμως πλουτίζοντες· ως μηδέν έχοντες, και τα πάντα κατέχοντες.»—2 Κορ. 6:4, 10.
Από υλική άποψι, είμεθα πτωχές. Εμπιστευθήκαμε στον Ιεχωβά για να μας προμηθεύη τα αναγκαία πράγματα. (Ματθ. 6:33) Μέσω της οργανώσεώς του φρόντισε καλά για μας. Μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή μας, την Εουσέμπια, η οποία είναι στην ολοχρόνια υπηρεσία του κηρύγματος του Λόγου του Θεού από το 1958, μένομε τώρα πίσω από την Αίθουσα Βασιλείας της Νοτίας Μονάδος εδώ στην Μπογκοτά.
Οσοδήποτε πτωχές και αν είμεθα από υλική άποψι, είμεθα πράγματι πλούσιες από πνευματική έννοια. Και με το να κάνωμε και άλλους κοινωνούς της αληθείας του Λόγου του Θεού, μπορούμε πραγματικά να λέμε ότι έχομε πλουτίσει άλλους. Από τον καιρό που μετοικήσαμε στην Μπουκαραμάνγκα το 1954, είχαμε την ανείπωτη χαρά να χρησιμοποιηθούμε από τον Ιεχωβά για να βοηθήσωμε 210 άτομα ν’ αφιερώσουν τη ζωή τους σ’ αυτόν και να την συμβολίσουν με το εν ύδατι βάπτισμα. Πόσους άλλους έχομε βοηθήσει μ’ ένα έμμεσο τρόπο, δεν γνωρίζομε. Δεν καυχώμεθα στον εαυτό μας, αλλά μάλλον στον Ιεχωβά.—1 Κορ. 1:31.
Το θεωρούμε χαρά μας να μελετούμε τη Γραφή μαζί με άτομα που ανυπομονούν να γίνουν και αυτοί δούλοι του Ιεχωβά. Έχομε αγάπη και στοργή γι’ αυτούς. Γίνονται σαν πολύ αγαπητά τέκνα για μας. Έτσι μολονότι θεωρήσαμε ότι ήταν κατάλληλο να εφαρμόσωμε τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου να παραμείνουμε σε κατάστασι αγαμίας για να αφοσιωθούμε στην υπηρεσία του Κυρίου ‘απερίσπαστες,’ δεν μείναμε ωστόσο χωρίς οικογένεια. (1 Κορ. 7:34, 35) Αντιθέτως, είχαμε πνευματικούς πατέρες και μητέρες, αδελφούς και αδελφές και τέκνα που προσετέθησαν, δηλαδή, εκείνους που ‘ακούουν τον λόγο του Θεού και πράττουν αυτόν,’ και ολ’ αυτά ως αποτέλεσμα του ότι συνιστούμε τον εαυτό μας ως υπηρέτας Θεού.—Λουκ. 8:21· Μάρκ. 10:29, 30.